Η δυσλεξία είναι μια γλωσσική μαθησιακή δυσκολία που οφείλεται σε διαφορετική οργάνωση του εγκεφάλου.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Ένωση Δυσλεξίας, πρόκειται για ειδική μαθησιακή δυσκολία νευροβιολογικής βάσης. Χαρακτηρίζεται από δυσκολίες αποκωδικοποίησης, από δυσκολίες στην ακριβή και/ή ευχερή αναγνώριση των λέξεων και από δυσκολίες ορθογραφίας.
Οι δυσκολίες αυτές είναι αποτέλεσμα προβλήματος στην αντίληψη του φωνολογικού μέρους της γλώσσας, οι οποίες δεν μπορούν να εξηγηθούν ούτε από τις συνολικές γνωστικές ικανότητες του ατόμου ούτε από την ελλιπή διδασκαλία.
Ως δευτερογενείς συνέπειες μπορεί να εμφανιστούν προβλήματα στην αναγνωστική κατανόηση και μειωμένες αναγνωστικές εμπειρίες, οι οποίες στη συνέχεια μπορεί να έχουν αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη του λεξιλογίου και των συνολικών γνώσεων του ατόμου.
Ειδικότερα στην ελληνική γλώσσα, στην οποία διαβάζουμε ό,τι ακριβώς βλέπουμε -με μικρές εξαιρέσεις, όπως τα δίψηφα φωνήεντα- και άρα είναι σχετικά εύκολη η αποκωδικοποίηση του αλφαβητικού κώδικα, ο κύριος τρόπος εκδήλωσης της δυσλεξίας δεν είναι η δυσκολία στην κατάκτηση του αλφαβητικού κώδικα αλλά οι δυσκολίες στην ευχερή ανάγνωση και στη σωστή ορθογραφία.
Η δυσλεξία μπορεί να εμφανίζεται με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, αλλά εξατομικεύεται ως προς το εύρος των δεξιοτήτων που θίγονται και ως προς το μέγεθος των δυσκολιών. Η δυσλεξία (και οι υπόλοιπες Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες) δεν είναι μια νοητική αναπηρία ή διαταραχή. Αντανακλά μια διαφοροποίηση στη δομή και κυρίως στη λειτουργία του εγκεφάλου, η οποία συχνά κάνει τους ανθρώπους με δυσλεξία να σκέφτονται με πρωτότυπο και δημιουργικό, μη συμβατικό τρόπο. Σε ιστορικές περιόδους όπου η σχολική μάθηση και η κατάκτηση του γραπτού λόγου δεν είχαν τόσο κεντρικό ρόλο στην επικοινωνία, στην καθημερινότητα και στην εξασφάλιση επιτυχίας, η δυσλεξία δεν θεωρούνταν μεγάλο πρόβλημα.
Η δυσλεξία δεν ξεπερνιέται ούτε θεραπεύεται, απλώς αλλάζει μορφή με τον καιρό. Έτσι, στην αρχή ίσως το παιδί να μην μπορεί να διαβάσει, ενώ αργότερα, όταν κατακτήσει την ανάγνωση, ίσως να μην μπορεί να εφαρμόζει αυτόματα τους κανόνες της. Η δυσλεξία δεν αφορά απλώς την αντιστροφή γραμμάτων κατά την ανάγνωση ή τη δυσκολία να διαβάσει κανείς τα γράμματα, και δεν είναι αλήθεια ότι ένα δυσλεξικό παιδί θα μάθει να διαβάζει και να γράφει, απλώς εάν προσπαθήσει περισσότερο και κάνει περισσότερες επαναλήψεις. Συχνά η δυσλεξία μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα προβλήματα εκτός από την αναγνωστική δυσκολία.
Τα αίτια της δυσλεξίας δεν είναι απολύτως σαφή, γνωρίζουμε όμως τη σημασία των γενετικών παραγόντων και της κληρομονικότητας.Ένα ποσοστό 50% των αναγνωστικών προβλημάτων μπορούν να εξηγηθούν από γενετικούς παράγοντες, ενώ οι επιστήμονες έχουν εντοπίσει συγκεκριμένα γονίδια που θεωρούνται υπεύθυνα. Γνωρίζουμε επίσης από την έρευνα ότι 49% των γονέων παιδιών με δυσλεξία έχουν οι ίδιοι δυσλεξία και ότι περίπου 40% των αδελφών παιδιών με δυσλεξία έχουν επίσης αναγνωστικές δυσκολίες. Η δυσλεξία εμφανίζεται πιο συχνά στα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια.