Η αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής προκύπτει όταν ένα αλλεργιογόνο έρχεται σε επαφή με το δέρμα που έχει προηγουμένως ευαισθητοποιηθεί. Είναι απότοκος μιας ειδικής επίκτητης υπερευαισθησίας επιβραδυνόμενου τύπου, γνωστή επίσης ως κυτταρική υπερευαισθησία ή ανοσία.
Ενίοτε, η δερματίτιδα μπορεί να προκληθεί όταν το αλλεργιογόνο λαμβάνεται εσωτερικά από έναν ασθενή ο οποίος έχει προηγουμένως ευαισθητοποιηθεί από τοπική εφαρμογή. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, με ουσίες όπως το έλαιο κανέλας ή διάφορα φάρμακα.
Η αναμνηστική απόκριση ονομάζεται ουοτηματική δερματίτιδα εξ επαφής. Μπορεί να εμφανίζεται πρώτα στη θέση της προηγούμενης ευαισθητοποίησης ή προηγηθείσας θετικής επιδερμιδικής δοκιμασίας, αλλά μπορεί να εξαπλωθεί σε ένα γενικευμένο ιλαροειδές ή εκζεματοειδές εξάνθημα.
Άλλα μορφολογικά πρότυπα είναι το φυσαλιδώδες έκζεμα των χεριών, η κνίδωση, το πολύμορφο ερύθημα, η αγγειίτιδα ή το σύνδρομο του μπαμπουίνου. Το τελευταίο, είναι ένα σκούρο, ερυθρόιώδες εξάνθημα στους γλουτούς, τη περιοχή των γεννητικών οργάνων, την έσω επιφάνεια των μηρών και μερικές φορές, στις μασχάλες.
Συνηθισμένες αιτίες δερματίτιδας εξ επαφής είναι οι: τοξικόδενδρα (toxicodendrons) (δηλητηριώδης κισσός, βελανιδιά, ή σουμάκι), το νικέλιο, το βάλσαμο του Περού (Myroxylon pereirae), η νεομυκίνη, αρώματα, ηθιμεροσάλη, ο χρυσός, η φορμαλδεΰδη και τα συντηρητικά που απελευθερώνουν φορμαλδεΰδη, η βακιτρακίνη και ενώσεις του ελαστικού. Συχνές θετικές αντιδράσεις στη θιμεροσάλη δεν συσχετίζονται με ιστορικό κλινικής επαφής. Οι αντιδράσεις αυτές πιθανώς σχετίζονται με τη χρήση της ως συντηρητικό σε κοινώς χορηγούμενα εμβόλια και σε υλικό δερματικών δοκιμασιών. Χρησιμεύει επίσης ως δείκτης για την φωτοευαισθησία στη πιροξικάμη. Αυτές οι ευαισθητοποιές ουσίες δεν προκαλούν εμφανείς δερματικές βλάβες κατά την πρώτη επαφή. Άτομα μπορεί να εκτίθενται σε αλλεργιογόνα για έτη πριν τελικά αναπτύξουν υπερευαισθησία. Αφού ευαισθητοποιηθούν ωστόσο, οι επόμενες επανεμφανίσεις μπορεί να προκύψουν από εξαιρετικά ελαφριά έκθεση.
Όταν τα αλλεργιογόνα εφαρμόζονται στο δέρμα, τα κύτταρα Langerhans στην επιδερμίδα τα επεξεργάζονται και τα παρουσιάζουν σε ένα σύμπλεγμα με τα HLA-DR στην επιφάνεια τους. Το σύμπλεγμα αυτό παρουσιάζεται στο CD4+ Τ-κύτταρο, όπου συμβαίνει αλληλεπίδραση με το σύμπλεγμα υποδοχέα Τ-κυττάρου CD3, το αλλεργιογόνο αναγνωρίζεται και απελευθερώνονται μεσολαβητές φλεγμονής. Το τελευταίο γεγονός οδηγεί σε πολλαπλασιασμό, στρατολόγηση και απελευθέρωση αγγειοδραστικών ουσιών και άμεσων μεσολαβητών φλεγμονής. Η γενετική ποικιλομορφία σε αυτές τις διαδικασίες, και άλλοι παράγοντες, όπως η συγκέντρωση του εφαρμοζόμενου αλλεργιογόνου, ο χρόνος και η θέση της έκθεσης, η παρουσία περίδεσης, η ηλικία, το φύλο, η φυλή του ασθενούς και η παρουσία άλλων δερματικών ή συστηματικών παθήσεων, ενδέχεται να καθορίσουν αν μια συγκεκριμένη έκθεση θα οδηγήσει σε ευαισθητοποίηση.
Η εκζεματοειδής αντίδραση υπερευαισθησίας, επιβραδυνόμενου τύπου, που εκφράζεται με την αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής και τις επιδερμιδικές δοκιμασίες, πρέπει να διακρίνεται από την άμεσου τύπου κνίδωση εξ επαφής. Η τελευταία εκδηλώνεται μέσα σε λίγα λεπτά από την έκθεση, με κνίδωση και τεκμηριώνεται με τις δοκιμασίες σκαριφισμού. Αυτό που θα πρέπει να έχουμε κατά νου, ωστόσο, είναι ότι τα άτομα που αναπτύσσουν κνίδωση εξ επαφής σε συγκεκριμένη ουσία, μπορεί ταυτόχρονα να έχουν τύπου IV επιβραδυνόμενου τύπου υπερευαισθησία και έκζεμα προς το ίδιο αλλεργιογόνο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, το μολυσματικό κηρίο, η φλυκταινώδης θυλακίτιδα και ερεθιστικές ή αλλεργικές αντιδράσεις από εφαρμοζόμενα φάρμακα επικάθονται στην αρχική δερματίτιδα. Μια ιδιαίτερα περίπλοκη κατάσταση είναι όταν η αλλεργία στα τοπικά στεροειδή επιπλέκει ένα έκζεμα. Στην περίπτωση αυτή, η προϋπάρχουσα δερματίτιδα συνήθως δεν παρουσιάζει έξαρση, αλλά απλά δεν ιάται όπως θα αναμενόταν. Η δερματική αντίδραση μπορεί επίσης να προκαλέσει υπερευπάθεια σε διάφορες άλλες προηγουμένως αβλαβείς ουσίες, οι οποίες συνεχίζουν την φλεγμονή επ’ αόριστον, με τη μορφή του εκζέματος.
Τα εξανθήματα αυτά υποχωρούν όταν η αιτία αναγνωριστεί και απομακρυνθεί. Για την οξεία γενικευμένη αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής, η θεραπεία με συστηματικά κορτικοστεροειδή είναι αποτελεσματική, ξεκινώντας με 40 έως 60 mg/πρεδνιζόνης την ημέρα σε εφάπαξ από του στόματος δόση και βαθμιαία μείωση και τελικά συντήρηση με τοπικά στεροειδή. Όταν το εξάνθημα είναι περιορισμένο σε έκταση και σε βαρύτητα, προτιμάται η τοπική εφαρμογή κρεμών, λοσιόν, ή αερολυμάτων (sprays) κορτικοστεροειδών.