Πολλές ουσίες δρουν ως ερεθιστικοί παράγοντες που προκαλούν μη ειδική φλεγμονώδη αντίδραση στο δέρμα.
Αυτού του είδους η δερματίτιδα μπορεί να εκλυθεί σε οποιοδήποτε άτομο, αν χρησιμοποιείται μια επαρκώς υψηλή συγκέντρωση. Προηγούμενη έκθεση δεν είναι απαραίτητη και το αποτέλεσμα της επαφής είναι εμφανές μέσα σε λεπτά ή το πολύ σε λίγες ώρες.
Η διαφορά στη βαρύτητα της δερματίτιδας από άτομο σε άτομο, ή από μια χρονική περίοδο σε άλλη στο ίδιο άτομο, έχει σχέση με την κατάσταση του δέρματος κατά το χρόνο της έκθεσης σε δεδομένη συγκέντρωση της ερεθιστικής ουσίας. Το δέρμα μπορεί να είναι πιο ευάλωτο λόγω διαβροχής από υπερβολική υγρασία, ή έκθεσης σε νερό, θερμότητα, ψύχος, πίεση, ή τριβή. Το στεγνό δέρμα είναι λιγότερο πιθανό να αντιδράσει στον ερεθιστικό παράγοντα. Το παχύ δέρμα είναι λιγότερο αντιδραστικό σε σχέση με το λεπτό.
Η επανειλημμένη έκθεση σε ορισμένους από τους ηπιότερους ερεθιστικούς παράγοντες μπορεί εν καιρώ, να οδηγήσει σε μια κατάσταση “σκλήρυνσης” (hardening) του δέρματος. Η διαδικασία αυτή κάνει το δέρμα πιο ανθεκτικό στην ερεθιστική δράση μιας δεδομένης ουσίας. Από πλευράς συμπτωμάτων, ο πόνος και ο καύσος είναι τα συχνότερα στην ερεθιστική δερματίτιδα, σε αντίθεση με τη συνήθη φαγούρα των αλλεργικών αντιδράσεων.
Αλκάλεα
Ερεθιστική δερματίτιδα συχνά προκαλείται από αλκάλεα, όπως σαπούνια, απορρυπαντικά, λευκαντικά, παρασκευάσματα αμμωνίας και αποφρακτικά σωλήνων αποχέτευσης, καθώς και καθαριστικά λουτρών και φούρνων. Τα αλκάλεα διεισδύουν και καταστρέφουν σε βάθος το δέρμα επειδή διαλύουν την κεράτινη στοιβάδα. Τα ισχυρά διαλύματα είναι διαβρωτικά και η άμεση εφαρμογή ενός ασθενούς οξέος, όπως ξίδι ή χυμός λεμονιού, ή διάλυμα υδροχλωρικού οξέος 0,5%, θα μειώσει τις επιπτώσεις τους.
Οι κύριες υπεύθυνες ενώσεις είναι τα υδροξείδια νατρίου, καλίου, αμμωνίου και ασβεστίου. Επαγγελματική έκθεση είναι συχνή μεταξύ των εργαζομένων στη σαπωνοποιία. Τα αλκάλεα με τη μορφή σαπουνιών, λευκαντικών, απορρυπαντικών και των περισσότερων οικιακών καθαριστικών, κατέχουν σημαντική θέση ανάμεσα στις αιτίες του εκζέματος των χεριών. Το πυριτικό νάτριο είναι ένας καυστικός παράγοντας που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σαπουνιών, χαρτιού, καθώς και στη συντήρηση αυγών. Τα αλκαλικά σουλφίδια χρησιμοποιούνται ως αποτριχωτικά. Το οξείδιο του ασβεστίου (άσβεστος) σχηματίζει τον ασβέστη όταν προστίθεται νερό. Σοβαρά εγκαύματα μπορεί να προκληθούν σε σοβατζήδες.
Οξέα
Τα ισχυρά οξέα είναι διαβρωτικά, ενώ τα πιο ασθενή είναι στυπτικά.
Το υδροχλωρικό οξύ προκαλεί εγκαύματα που είναι λιγότερο βαθιά και περισσότερο επιρρεπή να σχηματίσουν πομφόλυγες, σε σχέση με χημικά εγκαύματα από θειικά και νιτρικά οξέα. Το υδροχλωρικό οξύ προκαλεί εγκαύματα σε άτομα που το χειρίζονται ή μεταφέρουν το προϊόν, σε υδραυλικούς και σε εκείνους που εργάζονται στο γαλβανισμό ή σε εργοστάσια επικασσιτέρωσης.
Το υδροφθορικό οξύ χρησιμοποιείται ευρέως για την αφαίρεση σκουριάς, στη βιομηχανία των ημιαγωγών καθώς και σε πλαστικά και παρασιτοκτόνα, στις βαφές.
Το νιτρικό οξύ είναι μια ισχυρή οξειδωτική ουσία που προκαλεί βαθιά εγκαύματα- ο ιστός χρωματίζεται κίτρινος. Τέτοιες βλάβες παρατηρούνται σε εκείνους που παρασκευάζουν ή χειρίζονται το οξύ ή το χρησιμοποιούν για την παρασκευή εκρηκτικών σε εργαστήρια.
Το θειικό οξύ προκαλεί καστανή εφελκιδοποίηση του δέρματος, κάτω από την οποία υπάρχει ένα έλκος που επουλώνεται αργά. Το θειικό οξύ χρησιμοποιείται ευρύτερα από οποιοδήποτε άλλο οξύ στη βιομηχανία. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους χαλκουρ-γούς και τους σιδηρουργούς και από εκείνους που εργάζονται με το χαλκό ή τον ορείχαλκο. Είναι το “όπλο” εκείνων που επιτίθενται με “βιτριόλι“.
Το οξαλικό οξύ μπορεί να προκαλέσει παραισθησία στις άκρες των δακτύλων, με κυάνωση και γάγγραινα. Τα νύχια μπορεί να χρωματιστούν κίτρινα. Το οξαλικό οξύ εξουδετερώνεται καλύτερα με ασβεστόνερο ή γάλα μαγνησίας, τα οποία προκαλούν καθίζηση. Το υδροφθορικό οξύ μπορεί να δρα ύπουλα, προκαλώντας αρχικά ερύθημα και καταλήγοντας σε φυσαδιδοποίηση, εξέλκωση και τελικά νέκρωση του ιστού. Είναι ένα από τα ισχυρότερα ανόργανα οξέα, ικανό να διαλύσει το γυαλί.
Η φαινόλη είναι ένα πρωτοπλασματικό δηλητήριο, που προκαλεί τη δημιουργία λευκής εσχάρας στην επιφάνεια του δέρματος. Μπορεί να διεισδύσει βαθιά στον ιστό. Αν μια μεγάλη δερματική επιφάνεια εκτεθεί σε φαινόλη, λόγω χημικής απολέπισης (peeling) για κοσμητικούς λόγους, η απορροφούμενη φαινόλη μπορεί να προκαλέσει σπειραματονεφρίτιδα και αρρυθμίες. Τοπικά, μπορεί επίσης να προκληθεί μια παροδική αναισθησία. Η φαινόλη εξουδετερώνεται εύκολα με 65% αιθυλική ή ισοπροπυλική αλκοόλη.
Άλλα ισχυρά οξέα που δρουν ερεθιστικά περιλαμβάνουν το οξεικό, το τριχλωροξεικό, το αρσενικό, το χλωροσουλφονικό, το χρωμικό, το φθοριοβορικό, το υδροϊυδικό, το υδρο-βρωμικό, το ιωδικό, το υπερχλωρικό, το φωσφορικό, το σαλικυλικό, το φθοριοπυριτικό, το σουλφονικό, το θειώδες, το ταννικό και το βολφραμικό οξύ.
Η θεραπεία των εγκαυμάτων από οξέα περιλαμβάνει την άμεση έκπλυση με άφθονο νερό και την αλκαλοποίηση με διττανθρακικό νάτριο, υδροξείδιο του ασβεστίου (ασβεστόνερο) ή διαλύματα σαπουνιών. Ορισμένες χημικές ουσίες απαιτούν ασυνήθιστα μέτρα αντιμετώπισης. Το φθόριο εξουδετερώνεται καλύτερα με οξείδιο του μαγνησίου. Περιονύχια εγκαύματα αντιμετωπίζονται με ενδοβλαβική έγχυση διαλύματος γλυκονικού ασβεστίου 10%, που απενεργοποιεί τα ιόντα φθορίου και αποτρέπει τη μεγαλύτερη βλάβη των ιστών. Υπασβεστιαιμία, υπομαγνησιαιμία, υπερκαλιαιμία και καρδιακές αρρυθμίες, μπορεί να επιπλέκουν τα εγκαύματα από υδροφθορικό οξύ. Τα εγκαύματα από φώσφορο, ξεπλένονται με νερό και εν συνεχεία εφαρμόζεται θειικός χαλκός ώστε να προκληθεί καθίζηση.
Το υδροχλωρικό τιτάνιο χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωστικών ουσιών. Η εφαρμογή νερού στο εκτεθειμένο μέρος, θα προκαλέσει σοβαρά εγκαύματα. Ως εκ τούτου, η θεραπεία συνίσταται μόνο σε απομάκρυνση με σκούπισμα της βλαπτικής ουσίας.