Η χρόνια κοκκιωματώδης νόσος (ΧΚΝ) είναι μια κληρονομική ασθένεια που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια της οξειδωτικής ικανότητας των φαγοκυττάρων. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να παράγουν υπεροξείδιο του υδρογόνου (Η2Ο2) και κάποια ακόμα οξειδωτικά μόρια, οπότε δεν μπορούν να σκοτώσουν και να πέψουν ορισμένους μικροοργανισμούς.
Τα φαγοκύτταρα είναι ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή των λευκοκυττάρων του αίματος και των ιστών, που μπορούν να ενσωματώσουν και να χωνέψουν μικροοργανισμούς σε μικροσκοπικούς θύλακες από μεμβράνες μέσα στο κύτταρο.
Συμπτώματα
Λόγω της ελαττωματικής λειτουργίας των φαγοκυττάρων, οι ασθενείς με ΧΚΝ έχουν αυξημένη ευαισθησία σε λοιμώξεις που προκαλούνται από βακτήρια και μύκητες. Η κατάσταση αυτή επίσης συνδέεται με υπερβολική συσσώρευση ανοσοκυττάρων που σχηματίζουν κοκκιώματα (από τα οποία προέρχεται και το όνομα της νόσου) στα σημεία λοίμωξης ή άλλης φλεγμονής.
Κλινικά, η χρόνια κοκκιωματώδης νόσος χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζουσες διαπυητικές και κοκκιωματώδεις λοιμώξεις των μακρών οστών, του λεμφικού ιστού, του ήπατος, του δέρματος και των πνευμόνων.
Παιδιά με CGD είναι συνήθως υγιή κατά τη γέννησή τους. Αργότερα, κάποια στιγμή μέσα στους πρώτους μήνες ή τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, μπορεί να παρουσιάσουν βακτηριακές ή μυκητιασικές λοιμώξεις. Η πιο κοινή εμφάνιση της CGD στην παιδική ηλικία είναι μόλυνση του δέρματος ή των οστών που λέγεται Serratia marcens.
Η νόσος παρατηρείται συχνότερα σε αγόρια (γιατί κληρονομείται συχνότερα κατά το X-φυλοσύνετο τύπο) που παρουσιάζουν έκζεμα στο τριχωτό της κεφαλής, στην οπίσθια επιφάνεια των αυτιών και στο πρόσωπο. Μπορεί επίσης να εμφανισθούν ελκωτική στοματίτιδα, δοθιήνωση, υποδόρια αποστήματα και διαπυητική λεμφαδενίτιδα.
Η πνευμονία είναι συνήθης και επανεμφανιζόμενη εκδήλωση στους ασθενείς με χρόνια κοκκιωματώδη νόσο.
Η ικανότητα καταστροφής των καταλάση-θετικών βακτηριδίων είναι μειονεκτική. Προκαλείται από την ανεπάρκεια ενός από τα συστατικά του συμπλέγματος της NADPH-οξειδάσης, που καταλύει τη μετατροπή του μοριακού οξυγόνου σε υπεροξείδιο. Οι μικροοργανισμοί αυτοί καταστρέφουν κάθε μόριο υπεροξειδίου του υδρογόνου που παράγουν, και έτσι τα φαγοκύτταρα που εμφανίζουν μειονεκτική ικανότητα για παραγωγή υπεροξειδίου του υδρογόνου, δεν παρουσιάζουν ολοκληρωμένη βακτηριδιοκτόνο δράση.
Ο S. aureus είναι ο συχνότερα παθογόνος μικροοργανισμός για αυτούς τους ασθενείς. Στα άλλα σημαντικά παθογόνα συγκαταλέγονται ο Aspergillus fumigatus και η Burkholderia cepacia. Οι λοιμώξεις από στρεπτόκοκκο και πνευμονιόκοκκο δεν είναι τόσο συχνές.
Η κυρίαρχη X-φυλοσύνδετη μορφή της ΧΚΝ προκαλείται από διαταραχές στο γονίδιο CYBB, που οδηγούν σε απουσία της υψηλού μοριακού βάρους υπομονάδας στο κυττόχρωμα b 558 (gp 91-phox) και σε ολική απουσία της δραστηριότητας της NADPH-οξειδάσης.
Έχουν περιγραφεί ασθενείς με κάποια υπολειμματική δραστηριότητα NADPH-οξειδάσης, αλλά και αυτοί υποφέρουν από βαρείες λοιμώξεις παρά την όποια υπολειμματική ενζυμική δραστηριότητα. Στις αυτοσωματικές υπολειπόμενες μορφές, έχουν περιγραφεί μεταλλάξεις στα γονίδια που κωδικοποιούν τα υπόλοιπα τρία συστατικά του συμπλέγματος της οξειδάσης: p22-phox (χρωμόσωμα 16), p47-phox (χρωμόσωμα 7), και p67-phox (χρωμόσωμα 1).
Οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάζουν μεταλλάξεις απαλειφής, ένθεσης και σημειακές, που οδηγούν στο σχηματισμό πρώιμων κωδικωνίων λήξης, σε αντικαταστάσεις αμινοξέων και διαταραχές στη θέση ματίσματος (splicing). Εκτός από την ελαττωματική βακτηριδιοκτόνο δράση μπορεί να παρατηρηθούν υπεργαμμασφαιριναιμία IgG, IgM, και IgA, καθώς και ουδετερόφιλη λευκοκυττάρωση.
Διάγνωση
Η αναγωγή του αζωτούχου κυανού τετραζολίου (ΝΒΤ) σε κυανό φορμαζάνης είναι η βάση της δοκιμασίας ΝΒΤ για τη διάγνωση της διαταραχής αυτής.
Οι γυναίκες φορείς της Χ-φυλοσύνδετης μορφής έχουν μεικτό πληθυσμό φυσιολογικών και παθολογικών κυττάρων και συνεπώς δείχνουν ενδιάμεση αναγωγή στη δοκιμασία ΝΒΤ. Οι φορείς μπορεί να εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα στην εμφάνιση λοιμώξεων, δερματικές βλάβες του τύπου του οξέος δερματικού ή δισκοειδούς λύκου και αφθώδη στοματίτιδα. Αρκετοί ασθενείς με αυτοσωματική υπολειπόμενη νόσο εμφανίζουν επίσης δερματικές βλάβες δισκοειδούς λύκου.
Θεραπεία
Μερικοί ασθενείς με ΧΚΝ έχουν τόσο συχνές λοιμώξεις, ιδιαίτερα στη μικρή ηλικία, που πολλές φορές συνιστάται η συνεχής καθημερινή χορήγηση αντιβιοτικών από το στόμα.
Η αντιμετώπιση των λοιμώξεων πρέπει να είναι έγκαιρη, επιθετική και παρατεταμένη. Η προφύλαξη με τριμεθοπρί-μη-σουλφαμεθοξαζόλη παρατείνει σημαντικά τα ελεύθερα νόσου μεσοδιαστήματα. Οι εγχύσεις IFN-γ ελαττώνουν επίσης τη συχνότητα των βαρειών λοιμώξεων. Η προφύλαξη με ιτρακοναζόλη ελαττώνει τη συχνότητα των μυκητιασικών λοιμώξεων σε ασθενείς με χρόνια κοκκιωματώδη νόσο.
Η χρόνια κοκκιωματώδης νόσος μπορεί να θεραπευτεί με μια επιτυχημένη μεταμόσχευση μυελού των οστών, αλλά οι περισσότεροι ασθενείς δεν αναζητούν αυτήν την επιλογή. Η μεταμόσχευση μυελού ή αρχεγόνων κυττάρων έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία για την αποκατάσταση της ενζυμικής δραστηριότητας, ενώ έχουν αναφερθεί και ενθαρρυντικές πειραματικές προσπάθειες γονιδιακής θεραπείας.