Μερικές φορές, η έκθεση σε φάρμακο μπορεί να προκαλέσει δερματικές φλεγμονώδεις αντιδράσεις που μοιάζουν με λέμφωμα, ή περισσότερο συχνά με σπογγοειδή μυκητίαση.
Η διαπίστωση άτυπων λεμφοκυττάρων εντός της φλεγμονώδους διήθησης είναι συνήθης σε πολλές φλεγμονώδεις δερματοπάθειες, συμπεριλαμβανομένων των φαρμακευτικών εξανθημάτων, και από μόνη της είναι ανεπαρκής για τη διάγνωση του ψευδολεμφώματος.
Η συνολική ιστολογική εικόνα πρέπει να συμφωνεί με τη διάγνωση του λεμφώματος. Αυτές οι αντιδράσεις ψευδολεμφώματος είναι ασυνήθεις ή σπάνιες.
Οι πιο συνηθισμένες περιπτώσεις υπό τις οποίες συμβαίνει είναι εκείνες ενός συνδρόμου υπερευαισθησίας, όπως περιγράφεται παραπάνω στο οποίο, σπάνια, η ιστολογική εικόνα μπορεί να μοιάζει με εκείνη του δερματικού Τ-λεμφώματος.
Συνήθως, άλλα χαρακτηριστικά, όπως η νέκρωση κερατινοκυττάρων ή το οίδημα του χορίου βοηθούν να διακριθούν οι αντιδράσεις αυτές από τα πραγματικά λεμφώματα. Είναι σημαντικό ότι, οι γονιδιακές αναδιατάξεις του υποδοχέα των Τ-λεμφοκυττάρων στο δέρμα και το αίμα μπορεί να είναι θετικές σε αυτές τις φαρμακογενείς περιπτώσεις, γεγονός που επιφυλάσσει μια ενδεχόμενη παγίδα για τον ιατρό.
Πιο σπάνια, τα φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν πλάκες ή οζίδια, συνήθως σε ηλικιωμένους λευκούς άνδρες, μετά από πολύμηνη θεραπεία. Μπορεί να υπάρχει επίσης λεμφαδενοπάθεια και κυκλοφορούντα κύτταρα Sezary.
Το ψευδολέμφωμα υποχωρεί με τη διακοπή του φαρμάκου. Οι ομάδες φαρμάκων που είναι κυρίως υπεύθυνα για αυτές τις αντιδράσεις είναι τα αντιεπιληπτικά, τα σουλφα φάρμακα (συμπεριλαμβανομένων των θειαζιδικών διουρητικών), η δαψόνη και τα αντικαταθλιπτικά. Οι εμβολιασμοί μπορούν επίσης να προκαλέσουν ψευδολέμφωμα.