Φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν κνίδωση μέσω ανοσολογικών αντιδράσεων και μη ανοσολογικών αντιδράσεων. Σε κάθε περίπτωση, κλινικά οι βλάβες είναι κνησμώδεις πόμφοι ή αγγειοοίδημα.
Η κνίδωση μπορεί να είναι μέρος μιας σοβαρότερης αναφυλακτικής αντίδρασης με βρογχόσπασμο, λαρυγγόσπασμο ή υπόταση. Οι δερματικές δοκιμασίες άμεσης υπερευαισθησίας και μερικές φορές οι δοκιμασίες RAST είναι χρήσιμες για την αξιολόγηση του κινδύνου γι’ αυτού του τύπου φαρμακευτικές αντιδράσεις.
Η ασπιρίνη και τα μη στερεοειδή αντιφλεγμονώδη είναι οι συχνότερες αιτίες μη ανοσολογικής κνιδωτικής αντίδρασης. Οι ουσίες αυτές τροποποιούν τον μεταβολισμό των προσταγλαδινών, ενισχύοντας την αποκοκκίωση των μαστοκυττάρων. Επομένως, μπορεί να επιδεινώσουν τη χρόνια κνιδωτική αντίδραση από άλλες αιτίες.
Τα μη ακετυλιωμένα σαλικυλικά (trilysate και salsalate) δεν αντιδρούν σταυρωτά με την ασπιρίνη σε ασθενείς που παρουσιάζουν βρογχόσπασμο και μπορεί να αποτελέσουν ασφαλή εναλλακτική επίλυση.
Άλλοι παράγοντες που μπορεί να προκαλέσουν μη ανοσολογική κνίδωση είναι τα σκιαγραφικά υλικά, τα οποιοειδή, η τουβοκουραρίνη και η πολυμυξίνη Β. Προηγηθείς έλεγχος δεν αποκλείει την πιθανότητα αναφυλακτοειδούς αντίδρασης σε σκιαγραφικά μέσα.
Η ανοσολογική κνίδωση συχνά με τη πενικιλίνη και τα β-λακτομικά αντιβιοτικά. Σχετίζεται με IgE αντισώματα ενάντια στην πενικιλίνη ή τους μεταβολίτες της.
Οι περισσότεροι ασθενείς με ιστορικό αλλεργίας στη πενικιλίνη είναι αρνητικοί στις δερματικές δοκιμασίες. Σε αυτούς τους ασθενείς μπορεί να χορηγείται πενικιλίνη με μικρή πιθανότητα σοβαρών ανεπιθύμητων αντιδράσεων. Εάν μια ημισυνθετική πενικιλίνη συσχετίζεται με την αρχική αντίδραση, ο ασθενής μπορεί να είναι αρνητικός στις δερματικές δοκιμασίες προς τα πρότυπα αντιδραστήρια που προέρχονται από τη πενικιλίνη, αλλά εξακολουθεί να υποφέρει από αναφυλαξία. Αυτή μπορεί να προκαλείται από IgE αντισώματα κατευθείαν εναντία στην ακυλική πλευρική αλυσίδα, στην περίπτωση της αμοξυκιλίνης.
Ασθενείς με αλλεργία στην πενικιλίνη έχουν υψηλά ποσοστά αντίδρασης στις κεφαλοσπορίνες. Στην περίπτωση της κεφακλόρης, οι μισές από τις αναφυλακτικές αντιδράσεις συμβαίνουν σε ασθενείς με ιστορικό αλλεργίας στη πενικιλλίνη. Οι κεφαλοσπορίνες τρίτης γενειάς είναι πολύ λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν αντιδράσεις σε αλλεργικούς στην πενικιλίνη ασθενείς σε σχέση με εκείνες της πρώτης και δεύτερης γενιάς.
To bupropion χρησιμοποιείται ευρέως για την κατάθλιψη και τη διακοπή καπνίσματος. Μπορεί να προκαλέσει κνίδωση, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από ηπατίτιδα, η σύνδρομο τύπου οροανοσίας. Δύο αντιισταμινικά, η σετιριζίνη και η υδροξυζίνη, μπορούν να προκαλέσουν κνίδωση.
Το αγγειοοίδημα είναι μια γνωστή επιπλοκή της χρήσης αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACE) και ανταγωνιστών της αγγειοτενσίνης II.
Η λισινοπρίλη και εναλαπρίλη προκαλούν αγγειοοίδημα πιο συχνά από την καπτροπρίλη. Το αγγειοοίδημα τυπικά εμφανίζεται μια βδομάδα μετά την έναρξη της θεραπείας, μπορεί όμως να εκδηλωθεί και μετά από αρκετούς μήνες. Τα επεισόδια μπορεί να είναι σοβαρά, απαιτώντας νοσηλεία, σε ποσοστό έως και 45% των ασθενών, εντατική θεραπεία σε έως 27% και διασωλήνωση σε έως 18%. Το ένα τέταρτο των ασθενών δίνει ιστορικό προηγούμενου αγγειοοιδήματος.
Η κατοπτρίλη ενισχύει την αντίδραση ερυθήματος γύρω από τον πόμφο. Το αγγειοοίδημα φαίνεται να είναι δοσοεξαρτώμενο καθώς φαίνεται ότι μπορεί να υποχωρήσει με μείωση της δόσης. Όλοι αυτοί οι παράγοντες υποδηλώνουν ότι το αγγειοοίδημα μπορεί να αντιπροσωπεύει μια επίπτωση του φυσιολογικού φαρμακολογικού αποτελέσματος των αναστολέων του ACE.
Η αναστολή της κινινάσης II από τους αναστολείς του ACE μπορεί να αυξήσει τα ιστικά επίπεδα της κινίνης, ενισχύοντας τις κνι-δωτικές αντιδράσεις και το αγγειοοίδημα. Εάν και είναι δοσοεξαρτώμενο, οι χρήστες αναστολέων του ACE με ένα επεισόδιο αγγειοοιδήματος στο ιστορικό τους έχουν 10 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ενός δεύτερου επεισοδίου, το οποίο μπορεί να είναι και περισσότερο σοβαρό.