Τα κατασταλτικά φάρμακα μπορούν να χωριστούν σε δύο βασικούς τύπους ή κατηγορίες:
- Καταπραϋντικά/υπνωτικά
- Ήπια ηρεμιστικά
Η λέξη «κατασταλτικά» αναφέρεται στη δράση αυτής της ομάδας ουσιών, που «καταστέλλει» ή αμβλύνει τις λειτουργίες του εγκεφάλου και άλλων τμημάτων του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ), είτε ηρεμώντας το άτομο είτε κάνοντας το ακόμα και να αποκοιμηθεί.
Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνεται και το αλκοόλ και όλα τα ναρκωτικά με την ταμπέλα των υπνωτικών χαπιών, τα πιο σημαντικά από τα οποία είναι τα βαρβιτουρικά και οι βενζοδιαζεπίνες. Άλλες ουσίες που έχουν παρόμοια δράση στον εγκέφαλο περιλαμβάνουν το γ-υδροξυβουτυρικό οξύ (γνωστό ως GHB), καθώς και τις πτητικές ουσίες, όπως η κόλλα, το αεροζόλ και το υγρό για αναπτήρες, που η κατάχρηση τους έχει καταγραφεί κυρίως ανάμεσα στους νέους.
Η πιο παλιά καταπραϋντική/υπνωτική ουσία είναι το αλκοόλ, το οποίο χρονολογείται τουλάχιστον στο 6400 π.Χ. Αν και κατασταλτική ουσία, το αλκοόλ μπορεί να προκαλεί διέγερση και επιθετικότητα, όπως δείχνουν οι συχνοί καβγάδες που σχετίζονται με το αλκοόλ.
Μέχρι το 19ο αιώνα, το αλκοόλ ήταν η μόνη διαθέσιμη ουσία κατασταλτικού τύπου, όμως με τις εξελίξεις στην ιατρική και τη φαρμακολογία, δημιουργήθηκαν νέες καταπραϋντικές-υπνωτικές ουσίες. Η πρώτη ήταν η παραλδεΰλδη και ακολούθησε η υδροχλωράλη, που την προτιμούν ακόμα μερικοί γιατροί, γιατί έχει λιγότερες παρενέργειες και επιφέρει μικρότερη αναπνευστική καταστολή κατά τη διάρκεια του ύπνου απ’ ό,τι προκαλούν τα βαρβιτουρικά.
Το 19ο αιώνα εισήχθησαν και τα βρομιούχα ηρεμιστικά, που περιλάμβαναν και το βρομιούχο κάλιο, το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη μείωση της ερωτικής επιθυμίας στους στρατευμένους.
Τα βαρβιτουρικά εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές του 20ού αιώνα και ήταν πολύ διαδεδομένα ως υπνωτικά χάπια, με συνταγή γιατρού. Με τον ερχομό των βενζοδιαζεπινών ηρεμιστικών στη δεκαετία του ’60, η συνταγογράφηση των βαρβιτουρικών περιορίστηκε, κυρίως γιατί η διαφορά ανάμεσα σε μια θεραπευτική δόση και μια θανατηφόρα δόση ήταν ανησυχητικά μικρή, και η υπερβολική δόση ήταν συχνή στους ασθενείς. Άλλο ένα καταπραϋντικό/υπνωτικό φάρμακο, που χρησιμοποιούνταν πολύ στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ήταν η μεθακουαλόνη, που κυκλοφορούσε στην αγορά της Μεγάλης Βρετανίας ως Mandrax και στην αγορά των ΗΠΑ ως Quaalud.es.
Τα ηρεμιστικά βενζοδιαζεπίνες, και κυρίως η διαζεπάμη (βάλιουμ), έφεραν την επανάσταση στη συνταγογραφηση των καταπραϋντικών/υπνωτικών, κυρίως γιατί ήταν πολύ πιο ασφαλή σε περίπτωση υπερβολικής δόσης, και γιατί υποστηριζόταν ότι η εξάρτηση ήταν πολύ λιγότερο πιθανή απ’ όσο με ανάλογες ουσίες παλαιότερου τύπου. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί αποδείχτηκαν αβάσιμοι.
ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Τα κατασταλτικά του ΚΝΣ προκαλούν μια σειρά από επιδράσεις, από ήπια καταπράυνση και ηρεμία μέχρι απώλεια αισθήσεων, κώμα και θάνατο από αναπνευστική ανακοπή. Υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα τους όσον αφορά τις δόσεις που επιφέρουν συγκεκριμένες επιδράσεις, καθώς και το χρόνο που χρειάζεται μια απλή δόση για να επιδράσει στο σώμα.
Οι μικρές δόσεις παράγουν ηρεμία, όμως η πραγματική επίδραση θα εξαρτηθεί από την ψυχική κατάσταση του ατόμου που παίρνει την ουσία. Ο ψυχιατρικά ασθενής που υποφέρει από άγχος θα νιώσει κάποια υπνηλία και μειωμένο άγχος. Ένα «φυσιολογικό» άτομο θα έχει απλά λιγότερες αναστολές και ήπια διέγερση. Με μέτριες δόσεις, οι επιδράσεις είναι αρκετά αξιοσημείωτες – μπορούμε να έχουμε από ψεύδισμα στην ομιλία μέχρι ανικανότητα χειρισμού μηχανημάτων ή ασφαλούς οδήγησης. Όπως και με το αλκοόλ, με τα ίδια επίπεδα δόσεων, κάποιοι άνθρωποι μπορούν να γίνουν εχθρικοί και επιθετικοί, ενώ άλλοι θα αποχαυνωθούν.
Υψηλότερες δόσεις των καταπραϋντικών/υπνωτικών χαπιών είναι ικανές να προκαλέσουν αναισθησία, όμως σπάνια χρησιμοποιούνται γι’ αυτόν το σκοπό, εξαιτίας των πιθανών ανεξέλεγκτων και επικίνδυνων παρενεργειών, όπως η αναπνευστική κατάρρευση.
ΙΑΤΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ
Κατά κύριο λόγο, οι ουσίες αυτές χορηγούνται με ιατρική συνταγή για την καταπολέμηση χρόνιων προβλημάτων ύπνου και γενικευμένου άγχους, καθώς και για την αντιμετώπιση στιγμών έντονου στρες και ψυχικού τραύματος, όπως είναι το πένθος.
Ωστόσο, ένα σημαντικό πρόβλημα είναι ότι η ανοχή στις κατατονικές επιδράσεις αυτών των ναρκωτικών αναπτύσσεται γρήγορα και παύουν να έχουν αποτέλεσμα μετά από μόλις μερικές εβδομάδες χρήσης. Άλλο ένα πρόβλημα είναι ότι ενώ φέρνουν ύπνο, οι ασθενείς συχνά παραπονιούνται ότι δεν ξεκουράζονται. Αυτό συμβαίνει γιατί τα καταπραϋντικά/υπνωτικά συμπιέζουν τον ύπνο REM, την περίοδο εκείνη δηλαδή στον κύκλο του ύπνου, που είναι απαραίτητη για έναν «καλό ύπνο».
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ
Η καταπραϋντική/υπνωτική ουσία που προκαλεί τα περισσότερα προβλήματα στην κοινωνία είναι το αλκοόλ, το οποίο σχετίζεται με μια ολόκληρη γκάμα αντικοινωνικών συμπεριφορών, από την επικίνδυνη οδήγηση και την ενδοοικογενειακή βία μέχρι τους τσακωμούς στο δρόμο και τις πράξεις παραβατικότητας.
Ασθένειες που σχετίζονται με το αλκοόλ είναι υπεύθυνες για το 4% των θανάτων και των αναπηριών σε όλο τον κόσμο. Εδώ και πολύ καιρό υπάρχουν ανησυχίες για την υπερβολική συνταγογράφηση και την εκτεταμένη, επαναλαμβανόμενη συνταγογράφηση ηρεμιστικών βενζοδιαζεπινών από γιατρούς, πολύ μετά την περίοδο κατά την οποία αυτά είναι κλινικά αποτελεσματικά.
Τα βαρβιτουρικά φάρμακα έχουν συνδεθεί με την ευκολία λήψης υπερβολικής δόσης είτε κατά λάθος είτε ως μέσο αυτοκτονίας. To GHB λειτουργεί ως καταπραϋντικό-υπνωτικό και ο πρόσφατος συσχετισμός του με σεξουαλικές επιθέσεις το δυσφήμησε ακόμα περισσότερο. Η κατάχρηση των πτητικών ουσιών, που έχουν καταπραϋντική/υπνωτική επίδραση, είχε προκαλέσει ανησυχία από τη δεκαετία του ’60, κυρίως επειδή η χρήση τους συνδέθηκε με πολύ μικρά παιδιά. Οι θάνατοι στη Μεγάλη Βρετανία κυμαίνονται σε 1-2 την εβδομάδα κάθε χρόνο.
Το αν κάποιος γίνεται ή όχι αλκοολικός καθορίζεται από ένα σύνολο παραγόντων, πέρα από την ποσότητα του ποτού που καταναλώνει. Ένα άτομο μπορεί να πίνει πολύ και πιθανόν να προκαλεί βλάβες στο σώμα του, χωρίς κατ’ ανάγκη να γίνει αλκοολικό. Κάποιος που πίνει πολύ μπορεί να το περιορίζει σε κοινωνικές περιστάσεις, ενώ το άτομο που πίνει για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του μπορεί να καταναλώνει αλκοόλ μόλις ξυπνάει το πρωί και επίσης να πίνει μόνο του.
Επιστημονικές έρευνες δείχνουν να υπάρχει μια γενετική προδιάθεση για τον αλκοολισμό, αν και αυτό μπορεί να είναι απλά μια επίκτητη συμπεριφορά, αφού το παιδί αντιμετωπίζει το αλκοόλ ως τον τρόπο με τον οποίο ο γονιός του χειρίζεται τα προβλήματα του.
Η προσπάθεια απεξάρτησης από το αλκοόλ (καθώς και από τα βαρβιτουρικά) ενέχει κινδύνους και πρέπει να επιχειρείται μόνο με ιατρική παρακολούθηση.