Η ηρωίνη είναι το πιο δυνατό παυσίπονο στον κόσμο. Είναι μία από τις ουσίες (τα οπιούχα) που παράγονται από την οπιούχο παπαρούνα και που μειώνει τον πόνο και το άγχος. Εκτός του ότι χορηγούνται ως παυσίπονα, τα οπιούχα χρησιμοποιούνται ιατρικά και για τη θεραπεία του βήχα και της διάρροιας.
Το όπιο είναι το αποξηραμένο «γάλα» της οπιούχου παπαρούνας. Περιέχει μορφίνη και κωδεΐνη, πολύ αποτελεσματικά παυσίπονα και τα δύο. Η ηρωίνη παράγεται από τη μορφίνη και είναι γνωστή και ως διαμορφίνη. Στην καθαρή της μορφή είναι μια λευκή αφράτη σκόνη με διπλή δραστικότητα από εκείνη της μορφίνης. Οι γιατροί στις ΗΠΑ, αντίθετα απ’ ό,τι στη Μεγάλη Βρετανία, δεν χορηγούν ηρωίνη, ούτε και για την ανακούφιση του πόνου των καρκινοπαθών σε τελευταίο στάδιο. Μπορούν να χορηγήσουν μορφίνη, αλλά η ηρωίνη δρα πιο γρήγορα -ακόμα κι αν μετατρέπεται σε μορφίνη μέσα στο σώμα-, είναι περισσότερο λιποδιαλυτή κι έτσι φτάνει στον εγκέφαλο πιο γρήγορα.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ηρωίνη παρασκευάστηκε πρώτη φορά το 1874 από τον Άλντερ Ράιτ, ένα χημικό με έδρα το νοσοκομείο St. Mary στο Λονδίνο. Έκανε πειράματα με τη μορφίνη (που είχε ανακαλυφθεί το 1806), προσπαθώντας να αποβάλει τις εθιστικές της ιδιότητες. Μετά τα πειράματα του, ο Ράιτ έβαλε στο ράφι τη νέα του ανακάλυψη, την οποία ανέλαβε αργότερα ο Μπάγιερ, ο Γερμανός βιομήχανος βαφών, που μετέτρεψε τη βιοτεχνία του σε φαρμακευτική εταιρεία. Το 1897 ο Μπάγιερ είχε ήδη προωθήσει στην αγορά την ηρωίνη, ως θεραπευτικό μέσο για μια σειρά ασθένειες, όπως είναι ο εθισμός στη μορφίνη, σε πάνω από 20 χώρες σε όλο τον κόσμο.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι γιατροί και οι φαρμακοποιοί άρχισαν να ανησυχούν, καθώς παρατηρούσαν τις ολοένα και αυξανόμενες ποσότητες από προϊόντα με βάση την ηρωίνη, που κατανάλωναν οι ασθενείς. Δεν είναι απορίας άξιο, που η εταιρεία Bayer σταμάτησε την παραγωγή της το 1913.
Στις ΗΠΑ, η ηρωίνη ήταν στην πραγματικότητα ένα από τα πρώτα ναρκωτικά που τέθηκαν υπό έλεγχο, σύμφωνα με τον Νόμο Harrison το 1914 – αυτός ήταν ο πρώτος Ομοσπονδιακός Νόμος που τέθηκε σε εφαρμογή ενάντια στη χρήση των ναρκωτικών. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20, τα βασικά παράνομα οπιούχα που χρησιμοποιούνταν ήταν το όπιο και η μορφίνη, αλλά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ηρωίνη διαδόθηκε περισσότερο, καθώς εισαγόταν λαθραία από την Τουρκία μέσω του οργανωμένου εγκλήματος.
Η χρήση της ηρωίνης αυξήθηκε σε όλο τον κόσμο στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, κυρίως (αλλά όχι μόνο) σε περιοχές των ΗΠΑ με έντονα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Με τη διάσπαση του «Γαλλικού Συνδέσμου» στις αρχές της δεκαετίας του ’70 (αυτός ήταν ο δρόμος διακίνησης ναρκωτικών της Μαφίας από την Τουρκία στον Λίβανο, τη Μασσαλία και τέλος στη Νέα Υόρκη), δημιουργήθηκαν νέοι δρόμοι διακίνησης στην Άπω Ανατολή.
Υπολογίζεται ότι σήμερα υπάρχουν μισό εκατομμύριο συστηματικοί χρήστες ηρωίνης στις ΗΠΑ με περίπου δυόμισι εκατομμύρια Αμερικανούς να παραδέχονται πως έχουν δοκιμάσει το ναρκωτικό αυτό τουλάχιστον μία φορά. Η ηρωίνη (μαζί με το κρακ) προκαλεί τα μεγαλύτερα προβλήματα παράνομης χρήσης ναρκωτικών για τα άτομα και τις οικογένειες τους, την τοπική κοινωνία και την κοινωνία ως σύνολο. Σε ολόκληρη την Ευρώπη και μετά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’80 τα προβλήματα με την ηρωίνη έχουν παγιωθεί. Στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ολλανδία υπάρχουν σημαντικοί πληθυσμοί χρόνιων χρηστών ηρωίνης. Παρά την εικόνα της ευμάρειας και των μυστικών τραπεζικών λογαριασμών, η Ελβετία έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης ηρωίνης στην Ευρώπη, ενώ και η Ρωσία έχει τεράστιο πρόβλημα.
ΜΕΘΟΔΟΣ ΧΡΗΣΗΣ – ΕΠΙΔΡΑΣΗ
Την ηρωίνη μπορεί κάποιος να τη σνιφάρει, να την καπνίσει ή να την πάρει σε ενέσιμη μορφή. Όταν κάποιος τη σνιφάρει, η ηρωίνη απορροφάται στην κυκλοφορία του αίματος μέσω της ρινικής μεμβράνης. Όταν καπνίζεται, οι αναθυμιάσεις εισέρχονται στους πνεύμονές και περνάνε στην κυκλοφορία του αίματος πολύ γρήγορα. Μπορεί να εισαχθεί απευθείας στο αίμα με ενδοφλέβια ένεση, αλλά μερικοί χρήστες προτιμούν να κάνουν την ένεση στους μυς ή στοχεύουν στο λιπώδη ιστό, ακριβώς κάτω από το δέρμα. Όπως και με το κάπνισμα, έτσι και με την ένεση, η δράση είναι άμεση, καθώς δεν χάνεται καθόλου ναρκωτικό πριν μπει στην κυκλοφορία του αίματος.
Τα οπιούχα, όπως είναι η ηρωίνη, είναι αποτελεσματικά παυσίπονα. Όπως και τα καταπραϋντικά, καταστέλλουν τη δραστηριότητα του νευρικού συστήματος, επιβραδύνοντας την αναπνοή και τον καρδιακό παλμό, και καταπιέζοντας το αντανακλαστικό του βήχα. Τα οπιούχα αυξάνουν επίσης το μέγεθος συγκεκριμένων αιμοφόρων αγγείων (δημιουργώντας έτσι την αίσθηση της ζεστασιάς) και καταστέλλουν τη λειτουργία του εντέρου (έχοντας συχνά ως αποτέλεσμα τη δυσκοιλιότητα).
Όταν εισάγεται με ένεση στη φλέβα, τότε όλη η ηρωίνη πηγαίνει μεμιάς στην κυκλοφορία του αίματος. Αυτό μπορεί να εντείνει την αρχική επίδραση με ένα σχεδόν άμεσο, σύντομο ξέσπασμα εξαιρετικά ευχάριστων αισθημάτων. Οι άλλοι τρόποι χρήσης της ηρωίνης προκαλούν λιγότερο έντονα αισθήματα, αν και μετά το κάπνισμα η επίδραση έρχεται πολύ γρήγορα, γιατί ο καπνός διαπερνά αμέσως σχεδόν το αιματοεγκεφαλικό φραγμό.
Η ηρωίνη έχει την πιο γρήγορη δράση απ’ όλα τα οπιούχα. Όταν γίνεται χρήση με ένεση, φτάνει στον εγκέφαλο σε 15-30 δευτερόλεπτα. Η ηρωίνη που καπνίζεται φτάνει στον εγκέφαλο σε 7 δευτερόλεπτα περίπου. Το αποκορύφωμα της εμπειρίας με αυτό τον τρόπο διαρκεί το πολύ μερικά λεπτά. Το κύμα της ευχαρίστησης φαίνεται να ξεκινά από την κοιλιακή χώρα. Ένα αίσθημα ζεστασιάς απλώνεται σε όλο το σώμα. Μετά από μια έντονη ευφορία, ακολουθεί μια περίοδος ηρεμίας, που διαρκεί μέχρι και μία ώρα. Οι έμπειροι χρήστες κάνουν ένεση 2-4 φορές την ημέρα.
Αντί να μπλοκάρει το αίσθημα του πόνου, η ηρωίνη το κάνει πιο υποφερτό, μειώνοντας τις συναισθηματικές αντιδράσεις απέναντι του. Αν και ο χρήστης νιώθει ακόμα τον πόνο, φαίνεται να μην τον πειράζει και τόσο. Η ηρωίνη προστατεύει το χρήστη από την ψυχολογική επίδραση όχι μόνο του πόνου, αλλά και της πείνας, του φόβου και του άγχους. Αυτή την ανακούφιση από τον πόνο πολλοί άνθρωποι τη νιώθουν ως αίσθημα ικανοποίησης και ευτυχίας. Οι χρήστες λένε ότι νιώθουν σαν να είναι «μέσα σε βαμβάκι» και ξεχνούν όλα τους τα προβλήματα. Οι άνθρωποι που αισθάνονται άσχημα για τον εαυτό τους και νιώθουν ότι η ζωή τους δεν έχει νόημα μπορεί να βρουν τη χρήση της ηρωίνης πολύ ελκυστική.
Ακόμα και με δόσεις που προκαλούν αυτά τα αισθήματα, ο χρήστης συνήθως μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά. Συνήθως είναι σε θέση να σκέφτεται, να μιλάει και να ενεργεί με λογικό ειρμό. Σε μεγαλύτερες δόσεις αρχίζει η νάρκωση και ο χρήστης νιώθει υπνηλία. Η αρχική εμπειρία της ηρωίνης δεν είναι πάντα ευχάριστη. Μετά από μια ένεση με το ναρκωτικό, ο χρήστης μπορεί να νιώσει άρρωστος και να κάνει εμετό, ειδικά τις πρώτες φορές που κάνει χρήση.
Για κάποιον που δεν περιμένει τίποτα άλλο παρά το επίδομα της ανεργίας, το να γίνει χρήστης ηρωίνης του δίνει σκοπό (όσο αυτοκαταστροφικός κι αν είναι αυτός). Ο χρήστης πρέπει να βρει τα χρήματα για να αγοράσει ναρκωτικά, πουλώντας πιθανόν ό,τι του περισσεύει ή βρίσκοντας έναν τρόπο να ξεφορτωθεί κλεμμένα αγαθά, μετά πρέπει να συναντήσει τον έμπορο και στη συνέχεια να περάσει από ολόκληρη την τελετουργία της ένεσης. Αργότερα, όταν η επίδραση του ναρκωτικού ξεθυμάνει, το άτομο αυτό πρέπει να περάσει ξανά απ’ όλη αυτή τη διαδικασία. Έχει αποκτήσει ένα λόγο για να σηκωθεί το πρωί, αλλά επίσης ο χρήστης έχει αποκτήσει και ένα «κοινωνικό δίκτυο» – μέρη και στέκια να πάει και ανθρώπους να συναντήσει.
Παρόλο που η ηρωίνη δεν βλάπτει τα ζωτικά όργανα του σώματος, όπως κάνει το αλκοόλ, ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης είναι συχνά άρρωστος τον περισσότερο καιρό, εξαιτίας της κακής διατροφής, του κακού ύπνου, της γενικής παραμέλησης του και πολλών άλλων συνθηκών που είναι συνέπεια της ζωής ενός χρήστη που κάνει ενέσεις (όπως κάνουν οι περισσότεροι συστηματικοί χρήστες). Τα προβλήματα αυτά μπορεί να είναι από λιγότερο σοβαρά, όπως τα αποστήματα στο δέρμα και η δηλητηρίαση του αίματος, μέχρι εκείνα που θέτουν τη ζωή του χρήστη σε κίνδυνο, όπως είναι η ηπατίτιδα και ο ιός HIV. Είτε κάνουν ενέσεις είτε όχι, οι χρήστες ηρωίνης υποφέρουν σε μεγάλο ποσοστό από ασθένειες των πνευμόνων (κυρίως πνευμονία), που προκαλούνται από επαναλαμβανόμενες αναπνευστικές καταστολές, και μειωμένη ανθεκτικότητα στις λοιμώξεις.
Μπορεί επίσης να υπάρχουν μοιραίες αντιδράσεις από τις ουσίες πρόσμειξης, που λαμβάνονται μαζί με την ηρωίνη. Αν και η ηρωίνη σπάνια αραιώνεται με τοξικά χημικά, οι χρήστες πιθανόν να αναπτύξουν αλλεργίες σε μερικά πρόσθετα ή, όπως έχει συμβεί στη Μεγάλη Βρετανία, μερικοί πιθανόν να μολύνονται από επικίνδυνα βακτήρια που ευθύνονται για σοβαρές ή και μοιραίες λοιμώξεις. Σε ένα περιστατικό στη Μεγάλη Βρετανία, η μόλυνση οφειλόταν στο ότι η ηρωίνη θάφτηκε στο έδαφος για κάποιο διάστημα, πριν πουληθεί, και μολύνθηκε από βακτήρια που υπήρχαν στο χώμα.
Ο θάνατος από υπερβολική δόση είναι πιο πιθανός σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, π.χ. αν ο χρήστης βρίσκε-ται υπό την επίδραση και άλλων κατα-σταλτικών ουσιών, όπως είναι το αλκο-όλ, τα ηρεμιστικά ή άλλα οπιούχα. Μερικές φορές ο χρήστης μπορεί να χάσει την ανοχή σε ένα οπιούχο, αν διακόψει και ξαναρχίσει. Η αποτυχία να μειώσει τη δόση, όταν ξαναρχίσει, μπορεί να τον οδηγήσει σε υπερβολική δόση. Έχει καταγραφεί ότι ένας αριθμός πρόσφατα αποφυλακισμένων πήραν υπερβολική δόση και πέθαναν, γιατί άρχισαν να παίρνουν ξανά ηρωίνη στην ίδια δόση με εκείνη που έπαιρναν πριν φυλακιστούν.
Η ηρωίνη μερικές φορές καπνίζεται μαζί με κρακ. Ο συνδυασμός αυτός δημιουργεί ακόμα πιο έντονα ευχάριστη εμπειρία απ’ ό,τι η καθεμιά από αυτές τις ουσίες χωριστά. Τα “speedball” είναι πολύ εθιστικά, εξαιρετικά ακριβά και πολύ επικίνδυνα. Ένας τέτοιος συνδυασμός οπιούχου και διεγερτικού σκότωσε τον κωμικό Τζον Μπελούσι.
Η σωματική επίδραση της μακροχρόνιας χρήσης της ηρωίνης περιλαμβάνει χρόνια δυσκοιλιότητα και στις γυναίκες ακανόνιστο κύκλο περιόδου. Σε μεγαλύτερες δόσεις μπορεί να επέλθει χρόνια καταστολή, αλλά σε μέτριες δόσεις ο χρήστης μπορεί να λειτουργήσει κανονικά. Οι γυναίκες γενικά παραμένουν γόνιμες, ακόμα και αν πάρουν μεγάλες δόσεις ηρωίνης, και μπορούν να κυοφορήσουν. Η εμφάνιση διάρροιας κατά τη διάρκεια της στέρησης μπορεί να αναιρέσει τη δράση του αντισυλληπτικού.
ΕΞΑΡΤΗΣΗ
Η ηρωίνη είναι εθιστική σε μεγάλο βαθμό. Η επαναλαμβανόμενη χρήση για δύο ή τρεις εβδομάδες οδηγεί συνήθως σε ανοχή, που σημαίνει ότι ο χρήστης πρέπει να πάρει μεγαλύτερη δοσολογία.
Οι χρήστες ανακαλύπτουν ότι πρέπει να αυξήσουν τη δόση και/ή να αλλάξουν μέθοδο χρήσης. Η ενδοφλέβια ένεση μεγιστοποιεί την επίδραση μιας συγκεκριμένης ποσότητας ηρωίνης και προκαλεί μια πολύ πιο έντονη, άμεση εμπειρία. Καθώς αυξάνεται η ανοχή, μπορεί να υπάρχει η τάση να περάσει ο χρήστης από το σνιφάρισμα ή το κάπνισμα στην ένεση. Αυτό μπορεί βραχυπρόθεσμα να ωφελεί οικονομικά, αλλά μακροπρόθεσμα θα είναι πολύ πιο βλαβερό.
Η ανοχή αναπτύσσεται πολύ πιο γρήγορα με την ένεση, γιατί η δόση που έχει αποτέλεσμα είναι μεγαλύτερη, και αυτό απαιτεί μεγαλύτερες ποσότητες και περισσότερα χρήματα. Αν ο χρήστης δεν μπορεί να αυξήσει τη δόση για να ξεπεράσει την ανοχή θα φτάσει σε κάποιο σημείο, που η δόση δεν θα μπορεί να του δημιουργεί την επιθυμητή επίδραση.
Τα συμπτώματα του στερητικού συνδρόμου υποχωρούν σε 7-10 μέρες, όμως το αίσθημα αδυναμίας και κακής κατάστασης μπορεί να διαρκέσει αρκετούς μήνες. Η ξαφνική διακοπή της ηρωίνης σπάνια είναι επικίνδυνη για τη ζωή, και συγκριτικά είναι λιγότερο επικίνδυνη από την αποστέρηση από ουσίες, όπως το αλκοόλ ή τα βαρβιτουρικά.
Η εμπειρία των συμπτωμάτων στέρησης μπορεί να είναι ένα ισχυρό κίνητρο για τη συνέχιση ή το νέο ξεκίνημα της χρήσης της ηρωίνης, που έχει τότε ως αποτέλεσμα τη σωματική εξάρτηση. Αλλά ακόμα κι όταν υποχωρούν αυτά τα συμπτώματα, πολλοί χρήστες ξαναγυρνούν στην ηρωίνη. Γι’ αυτόν το λόγο είναι γενικά αποδεκτό ότι η σωματική εξάρτηση δεν είναι τόσο σημαντική όσο η έντονη ψυχολογική εξάρτηση που μπορεί να αναπτύξει κάποιος με την επίδραση της ηρωίνης και με τη ρουτίνα και τον τρόπο ζωής που έχει ένας συστηματικός χρήστης ηρωίνης.
ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ
Η χρήση οπιούχων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει ως αποτέλεσμα μικρότερα και ελλιποβαρή μωρά, που είναι πιθανό να έχουν συμπτώματα στερητικού συνδρόμου μετά τη γέννα. Αυτό συνήθως αντιμετωπίζεται με υποστηρικτική θεραπεία (η οποία μπορεί να περιλαμβάνει ή όχι φαρμακευτική αγωγή), μέχρι να κάνει το στερητικό σύνδρομο τον κύκλο του– ωστόσο, αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο, αν δεν υπάρχει ιατρική φροντίδα.
Το στερητικό σύνδρομο οπιούχου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί επίσης να προκαλέσει το θάνατο του εμβρύου, οπότε η επιλογή που προτιμάται είναι συνήθως να συνεχίσει η μητέρα (άρα και το έμβρυο) να παίρνει σταθερές δόσεις οπιούχων μέχρι τη γέννηση ή να μειώνεται η δόση αργά, σε ελεγχόμενες συνθήκες. Η κατάλληλη προγεννητική ιατρική φροντίδα μπορεί να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους και για τη μητέρα και για το μωρό.