Αρκετές γυναίκες, περίπου το 20%, παίρνουν βάρος μετά τη πρώτη εγκυμοσύνη το οποίο στη συνέχεια δεν το χάνουν. Αυτό όμως αυξάνει τον κίνδυνο να χάσουν το μωρό τους κατά τη δεύτερη εγκυμοσύνη.
Κίνδυνο επιπλοκών αντιμετωπίζουν όσες γυναίκες παίρνουν βάρος ανάμεσα σε δύο εγκυμοσύνες, βρήκε μια επιδημιολογική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lancet. Το αυξημένο βάρος στη δεύτερη εγκυμοσύνη αποτελεί παράγοντα κινδύνου θανάτου του μωρού πριν ή μετά τη γέννα (θνησιγένειας).
Ερευνητές του Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, με επικεφαλής τον καθηγητή Κλινικής Επιδημιολογίας Σβεν Κνατίνγκιους, ανέλυσαν στοιχεία που αφορούσαν πάνω από 450.000 γυναίκες.
Οι γυναίκες με κανονικό βάρος στην πρώτη εγκυμοσύνη (δηλαδή με Δείκτη Μάζας Σώματος λιγότερο από 25) που έπαιρναν 6 κιλά, ανάμεσα στον πρώτο και στον δεύτερο τοκετό αντιμετώπιζαν κίνδυνο θνησιγένειας. Όσο περισσότερο βάρος παίρνει μια γυναίκα ανάμεσα στις δύο εγκυμοσύνες, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος. Αν η αύξηση του βάρους είναι πάνω από 11 κιλά, ο κίνδυνος αυξάνεται 50%, συγκριτικά με το φυσιολογικό βάρος.
Οι πιθανές αιτίες των επιπλοκών
Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες που είναι υπέρβαρες στην πρώτη εγκυμοσύνη και στη συνέχεια χάνουν κιλά ανάμεσα στους δύο τοκετούς, μειώνουν τον κίνδυνο χάσουν το μωρό τους. Όταν μια γυναίκα έχει χάσει 6 κιλά πριν τη δεύτερη εγκυμοσύνη, ο κίνδυνος μειώνεται κατά 50%.
Οι αιτίες θανάτου του μωρού πριν ή μετά τη γέννα ήταν αφορούν γενετικές ανωμαλίες, ασφυξία, λοιμώξεις και το σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. Σημειώνεται ότι η ηλικία της γυναίκας και το κάπνισμα επίσης συντελούν σε περαιτέρω αύξηση των επιπλοκών.
Δεν είναι σαφές γιατί τα παραπανίσια κιλά ανάμεσα στους τοκετούς έχει κίνδυνο για το έμβρυο αλλά οι ερευνητές υποθέτουν ότι ο μεγαλύτερος λιπώδης ιστός της γυναίκας και ο διαβήτης κύησης που παρουσιάζεται ορισμένες φορές μπορούν να επιβαρύνουν το καρδιαγγειακό σύστημα του εμβρύου και να μειώσουν την παροχή οξυγόνου.