To LSD (ή διαιθυλαμίνη του λυσεργικού οξέος) είναι ένα παραισθησιογόνο ναρκωτικό που αρχικά παρασκευάστηκε από την ερυσίβη – έναν παρασιτικό μύκητα που αναπτύσσεται στη σίκαλη και σε άλλα χορτάρια. Το όνομα του προέρχεται από τη γερμανική συντομογραφία του ναρκωτικού, Lyserg Saeure Diaethylamid.
Δεν υπάρχουν αναγνωρισμένες ιατρικές χρήσεις του LSD. Ωστόσο, από το 1950 στις ΗΠΑ και το 1953 στη Μεγάλη Βρετανία, το LSD χρησιμοποιούνταν σε μεγάλη έκταση για τη θεραπεία της εξάρτησης στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, και για εκείνους με διαταραγμένη προσωπικότητα και πολύ σοβαρά ψυχικά προβλήματα. Χρησιμοποιούνταν επίσης σε ασθενείς στο τελικό στάδιο της ασθένειας τους, για την ανακούφιση του πόνου και για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το θάνατο.
To LSD αξιοποιήθηκε επίσης για την ιδιότητα του να μεταφέρει αυτό που ένας “συγγραφέας αναφέρει ως το «μπιγκ-μπανγκ» στη μνήμη ενός καταπιεσμένου νευρωτικού, ώστε να απελευθερώσει θαμμένες αναμνήσεις και καταπιεσμένα συναισθήματα.
Οι ιατρικές γνώμες παρέμειναν διχασμένες όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και (σε μικρότερο βαθμό) την ασφάλεια του LSD στην ψυχοθεραπεία. Μια μεγάλη βρετανική έρευνα που διεξήχθη το 1968 χρησιμοποίησε ερωτηματολόγια από κλινικούς μελετητές, που ερευνούσαν τη χρήση LSD σε θεραπείες, για να συγκροτήσουν μια τράπεζα πληροφοριών από περίπου 50.000 συνεδρίες. Η έρευνα κατέληξε ότι το πιθανό όφελος του LSD περιοριζόταν σε «ουσιαστικά δυνατούς ανθρώπους, των οποίων η νεύρωση κατά κάποιον τρόπο θολώνει την απόλαυση της ζωής».
Άλλοι ειδικοί ανέφεραν σαφή επιτυχία με μια πιο ευρεία γκάμα διαταραχών προσωπικότητας, που συμπεριλάμβαναν ακόμα και ασθενείς που υποφέρουν από μακροχρόνιες, σοβαρές ψυχικές διαταραχές.
Οι φόβοι για τη δημόσια ασφάλεια με τη ραγδαία αύξηση στην περιστασιακή χρήση του LSD οδήγησαν στον περιορισμό του ναρκωτικού στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, και το 1971, Βρετανοί αξιωματούχοι δήλωναν ότι οι θεραπευτές έπρεπε να έχουν άδεια για την κλινική χρήση του LSD, που είχε ως συνέπεια τη σχεδόν ολοκληρωτική διακοπή της νόμιμης χρήσης. Το 1995, ένας αριθμός ασθενών που στη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60 έκανε ψυχοθεραπεία με LSD στη Μ. Βρετανία ισχυρίστηκε ότι υπέφεραν από επακόλουθη ψυχική ασθένεια, και κίνησαν νομικές διαδικασίες κατά της αρμόδιας υπηρεσίας υγείας.
ΙΣΤΟΡΙΑ
To LSD ανακαλύφθηκε το 1938 από τον Άλμπερτ Χόφμαν, που εργαζόταν τότε ως υπάλληλος στη Φαρμακευτική Εταιρεία Sandoz στη Γενεύη. Η ουσία παρασκευάστηκε για πρώτη φορά σε μια απόπειρα να βρεθούν νέες θεραπευτικές ουσίες από την ερυσίβη. Το έργο αυτό ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της παραπάνω εταιρείας, από την ανακάλυψη της εργοταμίνης, το 1918. To LSD ήταν το 25ο (εξ ου και “LSD 25”) από μια σειρά ουσιών που παρασκευάστηκαν από το λυσεργικό οξύ, με αρχικό σκοπό τη δημιουργία μιας νέας διεγερτικής ουσίας.
Οι απογοητευτικές προκαταρκτικές δοκιμές σε ζώα σήμαιναν ότι περαιτέρω ερευνητικές προσπάθειες θα έμεναν στο ράφι, μέχρι το 1943. Στη διάρκεια μετέπειτα δοκιμών, ο Χόφμαν κατάπιε κατά λάθος μια πολύ μικρή ποσότητα, ικανή να προκαλέσει το πρώτο «ταξίδι» με LSD. θεωρώντας το LSD ως την αιτία της παράξενης εμπειρίας του, ο Χόφμαν ξεκίνησε μια σειρά από πειράματα στον εαυτό του και τους συνεργάτες του. Η επιβεβαίωση ήταν άμεση. Με μια πολύ μικρή δόση LSD, που ήταν απαραίτητη για να προκαλέσει την εμπειρία, ο Χόφμαν είχε πέσει πάνω σε ένα από τα πιο δραστικά ψυχοτρόπα ναρκωτικά που ανακαλύφθηκαν ποτέ.
Γρήγορα κατάλαβε ότι η ουσία θα μπορούσε να βρει κάποιες εφαρμογές στην ψυχιατρική, όμως το LSD τράβηξε επίσης και την προσοχή του στρατού και των υπηρεσιών κατασκοπίας ως μια πιθανή ουσία «πλύσης εγκεφάλου» και «ορού της αλήθειας», και μια ουσία που θα μπορούσε να εξουδετερώσει ένα στρατό με μη μάχιμο τρόπο.
Η ουσία χορηγήθηκε στο στρατιωτικό προσωπικό χωρίς να το γνωρίζουν και τότε κάποιοι αυτοκτόνησαν, γιατί πίστευαν ότι είχαν τρελαθεί. Οι δοκιμές αυτές τελικά εγκαταλείφθηκαν στη δεκαετία του ’60. Όμως στη διάρκεια των στρατιωτικών δοκιμών, μερικά από τα πιο επιφανή αμερικανικά πανεπιστήμια και νοσοκομεία έγιναν κέντρα δοκιμών χρησιμοποιώντας φοιτητές ως εθελοντές και απόφοιτους ως βοηθούς. Ένα τέτοιο νοσοκομείο ήταν συνδεδεμένο με το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Όταν οι φοιτητές και οι ακαδημαϊκοί άρχισαν να δίνουν πληροφορίες για τις εμπειρίες τους, αυτό τράβηξε την προσοχή των ψυχολόγων του Χάρβαρντ, των Τίμοθι Λίρι και Ρίτσαρντ Άλπερτ.
Οι Λίρι και Άλπερτ διεξήγαγαν τα δικά τους πειράματα πάνω στη φύση και την αξία της «ψυχεδελικής» εμπειρίας (όρος που διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1957 από τον δρ Χάμφρεϊ Όσμοντ, έναν από τους πρωτοπόρους στην έρευνα για,το LSD). Αντιμετώπισαν το LSD ως ένα «χημικό κλειδί», που θα μπορούσε να ανοίξει το μυαλό σε νέες εμπειρίες αυτογνωσίας και διαφωτισμού. Ένας σημαντικός αριθμός ατόμων που αποτελούσαν την «Αδελφότητα της Αγάπης», πίστευαν ότι το LSD θα μπορούσε να ωφελήσει το ανθρώπινο είδος συνολικά. Δημοσιοποιώντας ωστόσο τις απόψεις του, ο Λίρι έγινε ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του LSD. Οι πανεπιστημιακές αρχές τρόμαξαν και στη συνέχεια απέλυσαν και τον Λίρι και τον Άλπερτ. Ο Λίρι αποκήρυξε αργότερα την προηγούμενη θέση του ως αφελή, και αφιερώθηκε στην έρευνα του κυβερνοχώρου θεωρώντας τον τη μεγάλη απελευθερωτική δύναμη της ανθρωπότητας.
Η κληρονομιά του ήταν το λανσάρισμα του LSD στο κοινό. Με τις επίπονες προσπάθειες χημικών που δούλευαν παράνομα, το LSD κυκλοφορούσε ελεύθερα ανάμεσα στους φοιτητές, τους διανοούμενους, τους καλλιτέχνες και τους μουσικούς, και η ιδέα του LSD ως μέσου αυτοβελτίωσης άρχισε να γίνεται δημοφιλής. Αναπόφευκτα, η χρήση του LSD εξαπλώθηκε σε ένα πιο ευρύ νεανικό κοινό, που δεν ενδιαφερόταν τόσο «να βρει τον εαυτό του», αλλά απλά τους άρεσε να το παίρνουν για την επίδραση που προκαλούσε. To LSD έγινε άλλο ένα ναρκωτικό του δρόμου, που «απειλούσε» τη νεολαία, και έτσι συνάντησε την απαξίωση της κοινής γνώμης.
Έτσι το ναρκωτικό περιήλθε σε αυστηρό έλεγχο. Εκφράστηκαν ανησυχίες για τον αντίκτυπο του στη δημόσια υγεία. Υπήρχαν φόβοι για εγκεφαλικές βλάβες, παραμορφωμένα μωρά, ψυχώσεις, ανθρωποκτονίες, αυτοκτονίες και ιστορίες ανθρώπων που πίστευαν ότι μπορούσαν να πετάξουν. Κάποιοι από αυτούς τους κινδύνους ήταν πραγματικοί, ενώ άλλοι δεν είχαν βάση. Ωστόσο, το εύρος της ανησυχίας για το LSD, έφτασε σε σημείο να θεωρηθεί ναρκωτικό του «τρόμου», όπως είχε συμβεί με την κάνναβη τη δεκαετία του ’30, την ηρωίνη τη δεκαετία του ’50, τη φαινκυκλιδίνη (PCP) τη δεκαετία του ’70, καθώς και το κρακ στις δεκαετίες του ’80 και του ’90.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, το ενδιαφέρον για το LSD μειώθηκε κατά πολύ, καθώς η ιδεολογία των χίπηδων που το υποστήριζε έπαψε να είναι δημοφιλής στα πλαίσια της δυτικής κουλτούρας. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 υπήρχε μια αύξηση του ενδιαφέροντος για το LSD, σε συνδυασμό με τη χορευτική κουλτούρα, αλλά η πρόσφατη έρευνα δείχνει μια δραματική πτώση της χρήσης του. Στις έρευνες στα αμερικάνικα νοικοκυριά από το 2000 ως το 2001, το 6,6% των τελειόφοιτων του γυμνασίου ανέφεραν ότι είχαν πάρει LSD την προηγούμενη χρονιά. Το 2002, ο αριθμός έπεσε στο 1,9%.
Η Αμερικανική Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών (DEA) αναφέρει ότι έχει υπάρξει μείωση στην ισχύ του LSD με το πέρασμα των χρόνων, από 100-200 μικρογραμμάρια στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στα 20-80 μικρογραμμάρια σήμερα. To LSD είναι πολύ δύσκολο να παρασκευαστεί και πιθανόν να υπάρχουν λιγότερα από μία ντουζίνα εργαστήρια στις ΗΠΑ σήμερα, που να παρασκευάζουν το ναρκωτικό.
ΜΕΘΟΔΟΣ ΧΡΗΣΗΣ – ΕΠΙΔΡΑΣΗ
To LSD κυκλοφορεί σε διάφορες μορφές. Οι πιο κοινές είναι τα αυτοκόλλητα ή το στυπόχαρτο, που γίνεται με τον εμποτισμό ενός φύλλου χαρτιού με διάλυμα LSD και αλκοόλ, συχνά βότκα. Το κάθε χαρτί έχει συνήθως το δικό του σχέδιο, που το καλύπτει ολόκληρο ή μόνο τη μία δόση (συνήθως 7×7 χιλιοστά). Στα σχέδια συμπεριλαμβάνονται αστραπές, ουράνια τόξα, χαμόγελα, φράουλες και Βούδες.
Ένα στυπόχαρτο από τη μαύρη αγορά του LSD έχει τυπωμένο πάνω του ένα σχέδιο. Το χαρτί φέρει διάτρηση, που το χωρίζει σε «δόσεις» (7×7 χιλιοστά). Τα φύλλα του χαρτιού (χωρισμέ¬να συνήθως σε 100 διάτρητα τετραγωνάκια) εμποτίζονται σε διάλυμα που περιέχει μια συγκεκριμένη ποσότητα LSD ή του ρίχνουν LSD με ένα σταγονόμετρο δημιουργώντας περίπου ίδιες δοσολογίες σε κάθε τετραγωνάκι.
To LSD πωλείται επίσης με τη μορφή υγρού ή μικρών άχρωμων δισκίων (μεγέθους κεφαλής καρφίτσας ή microdots). Ως υγρό περιέχεται σε σωληνάρια (με δεκάδες ή και εκατοντάδες δόσεις). Τα δισκία έχουν μέγεθος 2 χιλιοστά.
To LSD είναι ένα απίστευτα ισχυρό ναρκωτικό. Η ποσότητα του LSD που φτάνει για 2.500 δόσεις ζυγίζει περίπου όσο ένα γραμματόσημο. Επτάμισι λίτρα καθαρού LSD θα επαρκούσαν για όλους τους κατοίκους των ΗΠΑ.
Ένα «ταξίδι» ξεκινά περίπου μισή με μία ώρα μετά τη λήψη του LSD, και κορυφώνεται σε 2-6 ώρες, ενώ η επίδραση αρχίζει να περνά μετά από 8-12 ώρες, ανάλογα με τη δόση. Το τι ακριβώς συμβαίνει, όταν κάποιος παίρνει το ναρκωτικό, συχνά καθορίζεται από το τι περιμένει ο χρήστης να συμβεί, καθώς και από τις περιστάσεις στις οποίες χρησιμοποιείται. Από τη στιγμή που ξεκινά το «ταξίδι», δεν μπορεί να το σταματήσει, ακόμα και αν η εμπειρία είναι δυσάρεστη.
Οι χρήστες συχνά αναφέρουν οπτικές ψευδαισθήσεις, όπως έντονα χρώματα, παραμορφωμένα σχήματα και μεγέθη, καθώς και κίνηση σε σταθερά αντικείμενα. Υπάρχουν και ακουστικές παραισθήσεις, όπως και αλλαγές στην αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Γενικά ο χρήστης γνωρίζει ότι οι επιδράσεις αυτές δεν είναι πραγματικές. Οι πραγματικές παραισθήσεις (όταν δηλαδή ο χρήστης πιστεύει πως συμβαίνουν στην πραγματικότητα) είναι σχετικά σπάνιες. Υπάρχουν σωματικές επιδράσεις (όπως διαστολή στις κόρες των ματιών, μικρή αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος και ανατριχίλες) αυξημένη αυτογνωσία και μυστικιστικές ή εκστατικές εμπειρίες. Συχνά αναφέρονται και εμπειρίες διαχωρισμού από το σώμα.
Δυσάρεστες εμπειρίες είναι πιο πιθανές, σε περίπτωση που ο χρήστης έχει άγχος ή κατάθλιψη. Συμπεριλαμβάνουν άγχος, κατάθλιψη, ζάλη, αποπροσανατολισμό και μερικές φορές ένα σύντομο ψυχωσικό επεισόδιο, με παραισθήσεις και παρά-νοια, γνωστό ως «κακό ταξίδι». Το ίδιο άτομο μπορεί να έχει και καλά και άσχημα ταξίδια ή φάσεις σε διαφορετικές περιστάσεις, ακόμα και μέσα στο ίδιο ταξίδι.
Ενώ η εμπειρία του LSD έχει μεγαλύτερη ποικιλία σε σχέση με πολλά άλλα ναρκωτικά, εξαρτάται επίσης από τις προθέσεις του χρήστη και τις προτάσεις των άλλων. Έτσι, η φιλική διαβεβαίωση είναι ένα αποτελεσματικό αντίδοτο σε ένα κακό ταξίδι. Οι έμπειροι χρήστες μπορούν συχνά να «καθοδηγήσουν» το ταξίδι προς μια περιοχή που θέλουν να βιώσουν ή να εξερευνήσουν.
ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ
Είναι δύσκολο να συνδυαστεί το «ταξίδι» με μια δραστηριότητα που απαιτεί συγκέντρωση, και επίσης η οδήγηση σίγουρα γίνεται επικίνδυνη. Αυτοκτονίες ή θάνατοι εξαιτίας του LSD, αν και αποκτούν μεγάλη δημοσιότητα, συμβαίνουν σπάνια. Περιστατικά μοιραίων υπερβολικών δόσεων δεν είχαν αναφερθεί στην ιατρική βιβλιογραφία μέχρι το 1985, όταν βρέθηκε σε νεκροψία η διπλάσια δόση απ’ όση είχε βρεθεί ποτέ και χωρίς την παρουσία άλλου ναρκωτικού.
Δεν υπάρχουν γνωστοί κίνδυνοι για το σώμα, που να αποδίδονται σε μακροχρόνια χρήση LSD. Δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που να δείχνουν ότι το LSD προκαλεί εγκεφαλική βλάβη ή βλάβη στους απογόνους του χρήστη. Επιβλαβείς ψυχολογικές επιδράσεις είναι πιθανές μετά από ένα «ταξίδι», είναι όμως πιο συνηθισμένες σε συστηματικούς χρήστες. Για κάποιους χρήστες, η εμπειρία των παραισθήσεων μπορεί να προκαλέσει μεγάλη καταπόνηση και να περιλαμβάνει αισθήματα παράνοιας και φοβίας, καθώς και παραισθήσεις. Αυτά θα χρειαστούν χρόνο για να υποχωρήσουν, από τη στιγμή που ο χρήστης αρχίσει να συνέρχεται από την εμπειρία. Σοβαρά επιβλαβείς ψυχολογικές αντιδράσεις έχουν αναφερθεί στη βιβλιογραφία, αλλά εμφανίζονται σπάνια.
Ένας αριθμός χρηστών LSD αναφέρει μια σύντομη, ζωντανή αναβίωση ενός περασμένου ταξιδιού, το γνωστό “flashback” (αναδρομή στο παρελθόν). Ένας λόγος που ανέδειξε το LSD στα ΜΜΕ σε ναρκωτικό του τρόμου ήταν οι ισχυρισμοί ότι οι χρήστες μπορούσαν να έχουν τέτοιες αναδρομές, που να διαρκούν μέρες ή και εβδομάδες. Στην πραγματικότητα, μια αναδρομή του LSD (που μπορεί να συμβεί και μήνες μετά τη χρήση του ναρκωτικού) συνήθως διαρκεί μερικά λεπτά και σπάνια είναι επικίνδυνη, αν και μπορεί να αφήσει στο άτομο μια αίσθηση άγχους, κατάθλιψης και αποπροσανατολισμού.
ΕΞΑΡΤΗΣΗ
Δεν υπάρχει σωματική εξάρτηση από το LSD, αλλά η ανοχή επέρχεται πολύ γρήγορα. Μετά από 24 ώρες, η επίτευξη των ίδιων επιδράσεων απαιτεί πολύ μεγαλύτερη δόση. Μετά από 3-4 μέρες αυξημένων δόσεων, ο χρήστης φτάνει σε ένα όριο, όπου καμία δόση δεν είναι πλέον αποτελεσματική. Θα χρειαστεί μια διακοπή γύρω στις 3 μέρες, για να επανέλθει η ευαισθησία στο LSD. Μόνο μια μικρή μειοψηφία αυτών που παίρνουν LSD αποκτούν ψυχολογική εξάρτηση.