Τα βακτήρια εμφανίζονται συνήθως σαν κοντά ραβδιά (βάκιλοι) ή σαν στρογγυλά κύτταρα (κόκκοι).
Ανάλογα με τη συμπεριφορά των βακτηρίων στη χρώση κατά Gram, ταξινομούνται αυτά σε Gram-θετικά (χρωματίζονται μωβ-μπλέ) και Gram-αρνητικά (χρωματίζονται κόκκινα ή φούξια). Η διάκριση αυτή έχει μεγάλη κλινική σημασία και σχετίζεται άμεσα με την ευαισθησία των βακτηρίων στα αντιβιοτικά.
Οι βακτηριακές λοιμώξεις στο δέρμα συχνά έχουν χαρακτηριστικά μορφολογικά γνωρίσματα, τα οποία θα πρέπει να θέτουν σε επιφυλακή τον ιατρό για την ύπαρξη μιας δυνητικά αντιμετωπίσιμης και αναστρέψιμης κατάστασης. Τα δερματικά αυτά σημεία μπορεί να αποτελούν ένδειξη μιας γενικευμένης συστηματικής εξεργασίας ή απλά μιας μεμονωμένης επιφανειακής κατάστασης.
Οι ανοσοανεπάρκειες που χαρακτηρίζονται από χαμηλά επίπεδα ανοσοσφαιρινών, ουδετεροπενία, μειωμένη χυμειοταξία και καταστροφική ικανότητα των ουδετεροφίλων, καθώς επίσης και η νόσος που προκαλείται από τον ανθρώπινο ιό της ανοσοανεπάρκειας (ΗIV) είναι δυνατόν να συσχετίζονται με σοβαρής μορφής ή ανθεκτικές πυογόνες λοιμώξεις.
Οι λοιμώξεις αυτές ταξινομούνται αρχικά σε εκείνες που οφείλονται στα Gram θετικά βακτήρια, στη συνέχεια σε αυτές που προκαλούνται από Gram αρνητικά βακτήρια και τέλος σε διάφορες παθήσεις που αποδίδονται σε ρικέτσιες, μυκοπλάσματα, χλαμύδια, και σπειροχαίτες.
Οι δερματικές βλάβες που προκαλούνται από Gram θετικούς κόκκους εμφανίζονται συνήθως ως φλύκταινες, δοθιήνες, ή διαβρώσεις με μελιτόχροες εφελκίδες. Παρ’ όλα αυτά οι πομφόλυγες, το εκτεταμένο ερύθημα και η απολέπιση, ή τα βλαστικά πυοδέρματα μπορεί επίσης να αποτελούν δείκτες λοίμωξης από Staphylococcus aureus (χρυσίζων σταφυλόκοκκος).
Η πυώδης πορφύρα μπορεί να υποδηλώνει βακτηριαιμία ή ενδοκαρδίτιδα οφειλόμενη σε Staphylococcus aureus, ή, σε ανοσοκατεσταλμένο ασθενή, σε Staphylococcus epidermidis.
Δύο χαρακτηριστικές δερματικές εκδηλώσεις της ενδοκαρδίτιδας είναι τα οζίδια του Osier και η βλάβη ή κηλίδα Janeway. Το πρώτο είναι ένα επώδυνο, ερυθηματώδες οζίδιο με ωχρό κέντρο, εντοπιζόμενο στις κορυφές των δακτύλων των άκρων χειρών. Η τελευταία είναι μια μη ευαίσθητη, γωνιώδης αιμορραγική βλάβη των παλαμών και των πελμάτων. Οι βλάβες αυτές πιθανόν να οφείλονται σε σηπτικά έμβολα.
Ο Staphylococcus aureus αποτελεί μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας της μύτης στο 20% έως 40% των ενηλίκων και επίσης αποικίζει τα χέρια και το περίνεο σε μικρότερο αριθμό ατόμων.
Οι ρινικοί φορείς είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στις λοιμώξεις που προκαλεί αυτό το βακτήριο, εξαιτίας της διαρκούς παρουσίας του στο δέρμα και το ρινικό βλεννογόνο. Η διασπορά της λοίμωξης στο νοσοκομειακό περιβάλλον αποδίδεται συχνά στα χέρια του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού.
Η κατάλληλη τεχνική πλυσίματος των χεριών είναι εξαιρετικά σημαντική για τον περιορισμό αυτής της νοσοκομειακής επιπλοκής.
Οι ασθενείς που έχουν προσβληθεί από HIV είναι τουλάχιστον δύο φορές συχνότερα ρινικοί φορείς και συνήθως φιλοξενούν τον χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο σε υψηλότερη συχνότητα και πυκνότητα σε άλλες περιοχές του σώματος. Ως εκ τούτου καθίστανται επιρρεπείς για την ανάπτυξη τόσο δερματικών όσο και συστηματικών λοιμώξεων.
Η αντοχή στα αντιβιοτικά έχει αρχίσει να αποτελεί έναν κλινικά σοβαρό προβληματισμό σε πολλές λοιμώξεις. Όμως ο ανθεκτικός στην μεθικιλλίνη χρυσίζων σταφυλόκοκκος (MRSA), ο οποίος συνιστά ενδονοσοκομειακό πρόβλημα επί σειρά ετών, είναι σήμερα σε κάποιες περιοχές μια συχνά αποκτούμενη δερματική λοίμωξη της κοινότητας. Είναι δυνατόν να υποπτευθεί κάποιος μια MRSA λοίμωξη βασιζόμενος στη γνώση των τοπικών μορφών αντοχής, την απουσία ανταπόκρισης στην αρχική θεραπεία που κατευθύνεται προς τον ευαίσθητο στημεθικιλλίνη χρυσίζων σταφυλόκοκκο (MSSA), όπως είναι η κεφαλεξίνη, και τους παράγοντες που προδιαθέτουν στον εποικισμό και την λοίμωξη από αυτόν τον μικρο¬οργανισμό.
Οι προδιαθεσικοί αυτοί παράγοντες περιλαμβάνουν την ηλικία (μεγαλύτεροι των 65 ετών), την έκθεση σε άλλες λοιμώξεις με MRSA, προηγούμενη αντιβιοτική θεραπεία, και πρόσφατη νοσηλεία ή χρόνιο νόσημα. Σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου, είναι πιθανή η ανάπτυξη αντοχής σε πολλά φάρμακα και η ανάγκη ενδοφλέβιας χορήγησης βανκομυκίνης ή λινεζολίδης.
Στους ασθενείς που έχουν αποκτήσει τη λοίμωξη στην κοινότητα και δεν έχουν παράγοντες κινδύνου, η χορήγηση κλινταμυκίνης, τριμεθοπρίμης-σουλφαμεθοξαζόλης (ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με ριφαμπικίνη), μινοκυκλίνη, ή λινεζολίδη από το στόμα είναι συχνά αποτελεσματική.
Η οριστική αντιβιοτική θεραπεία καθορίζεται από την ευαισθησία στο αντιβιοτικό των μικροοργανισμών που ανευρίσκονται στην καλλιέργεια.