Οι γυναίκες που έχουν πυκνούς μαστούς μπορούν να βοηθηθούν από το υπερηχογράφημα σχετικά με τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού σύμφωνα με μελέτη που έγινε από Πανεπιστημιακού Ιατρικού Κέντρου του Πίτσμπουργκ και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Journal of the National Cancer Institute.
Σήμερα, ο υπέρηχος χρησιμοποιείται ως εξέταση παρακολούθησης όταν ένας δυνητικός όγκου μαστού έχει ανακαλυφθεί μέσω μαστογραφίας ή φυσικής εξέτασης, σύμφωνα με την Αμερικανική Cancer Society (ACS).
Όμως τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι η μαστογραφία και το υπερηχογράφημα είναι εξίσου αποτελεσματικά στην ανίχνευση του καρκίνου του μαστού, στην περίπτωση των γυναικών που έχουν πυκνούς μαστούς, κι έναν επιπλέον παράγοντα κινδύνου. Να σημειωθεί ότι οι νεαρές γυναίκες έχουν συνήθως τόσο πυκνό στήθος που δε βγαίνουν καλές οι ακτινογραφίες.
“Η μια εξέταση δεν είναι ανώτερη από την άλλη”, ανέφερε η δρ Lusi Tumyan, επικεφαλής της μελέτης. “Είναι συμπληρωματικές. Θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως τέτοιες και όχι ως υποκατάστατο της άλλης. Τουλάχιστον στις χώρες που είναι ευρέως διαθέσιμες”.
Υπερηχογράφημα και διάγνωση
Οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία που αφορούσαν 2.809 γυναίκες που είχαν πυκνούς μαστούς και έναν άλλο παράγοντα κινδύνου για καρκίνο του μαστού – οι πυκνοί μαστοί από μόνοι τους αποτελούν παράγοντα κινδύνου.
Κάθε γυναίκα είχε υποβληθεί σε τρεις ελέγχους σε διάστημα τριών ετών, με μαστογραφία και υπερηχογράφημα. Εντοπίστηκαν 111 καρκίνοι μαστού εκ των οποίων το 80% ήταν διηθητικοί με μέση διάμετρο όγκου τα 12 χιλιοστά.
Και οι δυο εξετάσεις εντόπισαν περίπου τον ίδιο αριθμό καρκίνων, με 129 γυναίκες να χρειάζονται υπέρηχο ή 127 να χρειάζονται μαστογραφία για να εντοπιστεί ένας καρκίνος.
Η μαστογραφία ήταν καλύτερη στον εντοπισμό των καρκίνων χωρίς αποτιτανώσεις, όπως το πορογενές καρκίνωμα in situ που είναι η συχνότερη μορφή μη διηθητικού καρκίνου του μαστού. Η συγκεκριμένη μορφή καρκίνου είναι απειλητική μόνο αν κάνει μετάσταση..
Το συμπέρασμα των ερευνητών ήταν ότι το υπερηχογράφημα ήταν ανώτερο στον εντοπισμό των διηθητικών καρκίνων και αυτών χωρίς αποτιτανώσεις. Πιθανόν οι καρκίνοι που εντοπίζονται με το υπερηχογράφημα να είναι πιο σημαντικοί από εκείνους που εντοπίζονται με μαστογραφία, ανέφεραν οι ερευνητές. Όμως, ο υπέρηχος παρήγαγε και περισσότερα ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, μόνο το 9% των βιοψιών που έγιναν βάσει των αποτελεσμάτων του υπερηχογραφήματος επιβεβαίωσαν διάγνωση καρκίνου, συγκριτικά με το 29% των βιοψιών με θετικό αποτέλεσμα μαστογραφίας.
Προς το παρόν δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι το υπερηχογράφημα βοηθάει στη διάγνωση του καρκίνου του μαστού στην περίπτωση των γυναικών που δεν έχουν αυξημένο κίνδυνο.