Η παρωνυχία αποτελεί μια φλεγμονώδη αντίδραση, η οποία προσβάλλει τις δερματικές πτυχές που περιβάλλουν τον όνυχα του δακτύλου της άκρας χειρός. Χαρακτηρίζεται από οξύ ή χρόνιο πυώδες, ευαίσθητο και επώδυνο οίδημα των περιονύχιων ιστών που οφείλεται στο απόστημα, το οποίο έχει δημιουργηθεί στην ονυχιαία πτυχή. Όταν η λοίμωξη καταστεί χρόνια, εμφανίζονται εγκάρσια επάρματα στη βάση του όνυχα. Νέα επάρματα δημιουργούνται κατά τη διάρκεια υποτροπιαζόντων επεισοδίων.
Ο πρωταρχικός προδιαθεσικός παράγοντας, ο οποίος έχει αναγνωρισθεί είναι ο διαχωρισμός του επωνυχίου από την ονυχιαία πλάκα. Ο διαχωρισμός αυτός προκαλείται συνήθως από τραυματισμό, οφειλόμενο σε διαβροχή των ονυιαίων πτυχών από το συνεχές πλύσιμο των άκρων χειρών. συσχέτιση αυτή είναι αρκετά ισχυρή για να δικαιολογήσει την αντιμετώπιση της χρόνιας παρωνυχίας ως επαγγελματική πάθηση που εμφανίζεται στους εργαζομένους σε μπαρ, τους σερβιτόρους, τις νοσηλεύτριες και σε άλλους, οι οποίοι διαβρέχουν συχνά τα χέρια τους.
Οι έφυγρες αύλακες του όνυχα και της ονυχιαίας πτυχής επιμολύνονται από πυο¬γόνους κόκκους και ζυμομύκητες. Τα υπεύθυνα βακτήρια είναι συνήθως ο S. aureus, S. pyogenes, στελέχη Pseudomonas και Proteus ή αναερόβια. Ο παθογόνος ζυμομύκητας είναι συχνότερα η Candida albicans.
Τα βακτήρια προκαλούν συνήθως οξέως το σχηματισμό ενός αποστήματος (Staphylococcus) (πρώτη φωτογραφία) ή ερυθήματος και οιδήματος (Streptococcus) (δεύτερη φωτογραφία), ενώ η Candida albicans οδηγεί συχνότερα στην εμφάνιση χρόνιου οιδήματος.
Αν υπάρχει η υποψία αποστήματος, η εφαρμογή ελαφρός πίεσης με το δείκτη στη περιφερική καμπτική επιφάνεια του προσβεβλημένου δακτύλου θα αποκαλύψει σαφέστερα την έκταση της συλλογής πύου, δημιουργώντας μια καλά αφοριζόμενη λεύκανση. Τα επιχρίσματα από το πυώδες υλικό βοηθούν στην τεκμηρίωση της κλινικής εντύπωσης. Οι περιονύχιες μυρμηκιές μπορεί μερικές φορές να μιμούνται κλινικά την παρωνυχία.
Έχει αναφερθεί ότι οι υπονύχιες μελανές κηλίδες που ακολουθούνται από τη δημιουργία οιδήματος και άλγους αποτελούν σημεία οστεομυελίτιδας προκαλούμενης από S. aureus ή Streptococcus viridans, στα παιδιά με ατοπική δερματίτιδα.
Η θεραπεία της πυογόνου παρωνυχίας συνίσταται κατά κύριο λόγο στην προστασία από τους τραυματισμούς και στις επικεντρωμένες προσπάθειες να διατηρηθούν οι προσβεβλημένοι όνυχες σχολαστικά στεγνοί. Θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ελαστικά ή πλαστικά γάντια πάνω από βαμβακερά κάθε φορά που τα χέρια εμβαπτίζονται σε νερό.
Συνιστάται η διάνοιξη και παροχέτευση των πυογόνων αποστημάτων που χαρακτηρίζονται από οξεία φλεγμονή. Τα αποστήματα είναι δυνατόν να διανοιχθούν με την απομάκρυνση της ονυχιαίας πτυχής από την ονυχιαία πλάκα. Στην οξεία διαπυητική παρωνυχία, ειδικά όταν διαπιστώνονται πυογόνοι κόκκοι με τις κατάλληλες χρώσεις, θα πρέπει να χορηγούνται από το στόμα μια ημισυνθετική πενικιλλίνη ή μια κεφαλοσπορίνη με άριστη αντισταφυλοκοκκική δράση.
Αν αυτά αποδειχθούν αναποτελεσματικά θα πρέπει να τίθεται η υποψία MRSA ή μικτής αναερόβιας βακτηριακής λοίμωξης. To Augmentin για την τελευταία περίπτωση ή η θεραπεία που υπογορεύεται από την ευαισθησία των μικροοργανισμών, οι οποίοι απομονώνονται στην καλλιέργεια επιφέρουν τη βελτίωση των ποσοστών ίασης. Σπανίως, απαιτείται η μακροχρόνια αντιβιοτική θεραπεία.
Ενώ η Candida αποτελεί το συχνότερο μικροοργανισμό που ανευρίσκεται κατ’ επανάληψη στη χρόνια παρωνυχία, τα τοπικά ή τα λαμβανόμενα από το στόμα αντιμυκητιασικά οδηγούν σε ίαση στο 50% μόνο των περιπτώσεων. Αν χρησιμοποιηθούν τοπικά στεροειδή για τη μείωση της φλεγμονής και επιτραπεί η αποκατάσταση των ιστών επέρχεται πιο σίγουρα η ίαση (σχεδόν 80% σε μία μελέτη). Συχνά συνδυάζεται ένα αντιμυκητιασικά υγρό, όπως είναι η μικοναζόλη με μία τοπική κρέμα ή αλοιφή κορτικοοτεροειδούς.