Γνωρίζουμε από την εμπειρία μας ότι κάποιοι μαθαίνουν ξένες γλώσσες εύκολα και άλλοι δύσκολα. Το γιατί υπάρχει μεγάλη απόκλιση προσπάθησε να εξηγήσει μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Neuroscience από ερευνητές του Πανεπιστημίου «McGill» στο Μόντρεαλ.
Η μελέτη βρήκε ότι αιτία είναι η διαφορά στην ισχύ των συνδέσεων μεταξύ συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου, και ότι οι άνθρωποι με λεκτική ευφράδεια μαθαίνουν πιο εύκολα ξένες γλώσσες.
Διάφορες περιοχές του εγκεφάλου επικοινωνούν μεταξύ τους, ακόμα και όταν αυτός ξεκουράζεται. Η ισχύς των συνδέσεων ποικίλει μεταξύ των ανθρώπων. Παλαιότερες μελέτες έχουν δείξει ότι οι διαφορές αυτές αποτυπώνονται στις λεκτικές ικανότητες.
Οι ερευνητές υπέβαλλαν σε εγκεφαλική απεικόνιση 15 αγγλόφωνα άτομα τα οποία στη συνέχεια άρχισαν ένα εντατικό πρόγραμμα εκμάθησης γαλλικών που κράτησε 12 εβδομάδες. Οι λεκτικές ικανότητες των συμμετεχόντων ελέγχθηκαν σε προφορικό και γραπτό επίπεδο, πριν και μετά το πρόγραμμα εκμάθησης της γαλλικής γλώσσας.
Εκείνοι που προχώρησαν περισσότερη στην εκμάθηση των γαλλικών διαπιστώθηκε ότι είχαν ισχυρότερες συνδέσεις μεταξύ αριστερού πρόσθιου νησιδιακού φλοιού και μετωπιαίας καλύπτρας, που παίζει ρόλο στην λεκτική ευφράδεια, και της αριστερής άνω κροταφικής έλικας, που είναι σημαντικό τμήμα του γλωσσικού δικτύου.
Τα άτομα με τη μεγαλύτερη βελτίωση στην αναγνωστική ταχύτητα είχαν ισχυρότερες συνδέσεις μεταξύ της περιοχής του οπτικού σχηματισμού των λέξεων και μια άλλης περιοχής της αριστερής άνω κροταφικής έλικας στην γλωσσική περιοχή.
Αυτό δείχνει ότι ορισμένα άτομα μπορεί να έχουν συγκεκριμένο πρότυπο νευρωνικής δραστηριότητας που μπορεί να προδιαθέτει σε καλύτερη μάθησης μιας ξένης γλώσσας.
Πάντως, η εγκεφαλική δικτύωση δεν είναι ο μόνος παράγοντας που επηρεάζει την ικανότητα ενός ανθρώπου να μάθει μια ξένη γλώσσα καθώς ο εγκέφαλος μπορεί να διαμορφωθεί από την ίδια της διαδικασία της μάθησης και τις εμπειρίες της ζωής, μια διαδικασία που ονομάζεται πλαστικότητα του εγκεφάλου.