Το 1981, Καναδοί ερευνητές χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά τον όρο του γλυκαιμικού δείκτη των τροφών, ο οποίος αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις της διατροφολογίας τα τελευταία 40 χρόνια. Ο γλυκαιμικός δείκτης (GI) των τροφίμων, δείχνει την ταχύτητα με την οποία ανεβαίνει η γλυκόζη στο αίμα λόγω κατανάλωσης ενός τροφίμου που περιέχει κυρίως υδατάνθρακες.
Από τότε πολλά γράφτηκαν για τον γλυκαιμικό δείκτη και το γλυκαιμικό φορτίο των τροφών και βέβαια ήταν εξαρχής γνωστό ότι οι άνθρωποι μεταξύ τους διαφέρουν ως προς την αντίδραση του σακχάρου του αίματος (γλυκόζης) απέναντι στις ίδιες τροφές. Έτσι ο γλυκαιμικός δείκτης είναι ένας μέσος όρος της ανόδου του γλυκόζης που προκαλούν οι πλούσιες σε υδατάνθρακες τροφές.
Φαίνεται όπως ότι οι ατομικές αντιδράσεις στο σάκχαρο του αίματος είναι είναι αρκετά διαφορετικές από άνθρωπο σε άνθρωπο, σύμφωνα με μια μελέτη που έγινε από Ισραηλινούς επιστήμονες και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cell.
Οι ερευνητές εφοδίασαν 800 άτομα με μία συσκευή συνεχούς μέτρησης του σακχάρου, η οποία ήταν κολλημένη στην κοιλιά τους επί μία εβδομάδα. Τους έδωσαν να τρώνε τυποποιημένα γεύματα, κοινά για όλους. Μέσα σε μια εβδομάδα, οι συμμετέχοντες κατανάλωσαν 46.898 γεύματα ενώ έγιναν 1,5 εκατομμύριο μετρήσεις στο σάκχαρό τους.
Στο τέλος, οι ερευνητές συνέκριναν ό,τι είχαν φάει και είχαν πιει οι εθελοντές με τις ενδείξεις του σακχάρου τους. Η σύγκριση αποκάλυψε ότι υπήρχαν μεγάλες αποκλίσεις στην άνοδο της γλυκόζη απέναντι στα ίδια τρόφιμα. Ορισμένοι είχαν κατακόρυφη αύξηση του σακχάρου με ένα γλυκό αλλά όχι με ένα φρούτο, και άλλοι το αντίστροφο.
Να σημειωθεί ότι ο γλυκαιμικός δείκτης των τροφών χρησιμοποιείται όχι μόνο στην περίπτωση των διαβητικών και όσων θέλουν να ελέγξουν το “ζάχαρο” του αίματος αλλά και στην περίπτωση αυτών που θέλουν να αδυνατίσουν. Τροφές με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη προκαλούν σκαμπανεβάσματα στη γλυκόζη η οποία είναι γνωστό ότι, ως καύσιμο του εγκεφάλου, επιδρά στην όρεξη. Μια απότομη μείωση της γλυκόζης (υπογλυκαιμία) προκαλεί μια προσωρινή αύξηση της επιθυμίας για φαγητό ακόμα κι αν δεν έχει περάσει πολύς χρόνος από το προηγούμενο γεύμα.
Εξατομικευμένο διαιτολόγιο
Η παρούσα μελέτη δείχνει όμως ότι η δίαιτα του χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη δεν μπορεί να είναι ίδια για όλα τα άτομα, όσον αφορά τις συγκεκριμένες τροφές που περιλαμβάνει. «Το μήνυμα της μελέτης μας είναι ότι ο γλυκαιμικός δείκτης των τροφίμων δεν αποτελεί πανάκεια», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης Έραν Σίγκαλ, καθηγητής Βιολογίας στο πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Επιστήμης Weizmann, στο Ρεχοβότ. «Αν κάνετε μία δίαιτα που δεν αποδίδει, μπορεί να μην ευθύνεστε εσείς. Απλώς δεν είναι κατάλληλη για εσάς και πρέπει να δοκιμάσετε κάποια άλλη», πρόσθεσε.
Το πόρισμα είναι ότι με το ίδιο διαιτολόγιο κάποιος μπορεί να παχαίνει και άλλος να αδυνατίζει επειδή η επίδραση των τροφών στο σάκχαρο του αίματος είναι πολύ διαφορετική.
Να σημειωθεί ότι η ιδέα της δίαιτας του χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη βασίζεται στις ξεχωριστές τροφές που είναι πλούσιες σε υδατάνθρακες και ότι στα πλήρη γεύματα που αποτελούνται από συνδυασμό τροφών, περιέχοντας πρωτεΐνες και λίπος, ο γλυκαιμικός δείκτης χάνει ουσιαστικά το νόημά του. O γλυκαιμικός δείκτης ενός γεύματος λίγο καθορίζεται από τους επί μέρους γλυκαιμικούς δείκτες των ξεχωριστών τροφών γιατί οι πρωτεΐνες και το λίπος αλλάζουν την αντίδραση της γλυκόζης.
Η μελέτη βρήκε μεγάλη διαφορά στην αντίδραση του σακχάρου του αίματος μεταξύ των συμμετεχόντων διότι τους παρείχε καθημερινές τροφές που περιείχαν όλα τα μακροθρεπτικά στοιχεία (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες και λίπος). Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι η μελέτη κατάγραψε ότι το μικροβίωμα των συμμετεχόντων (το είδος των βακτηρίων που υπάρχουν στο έντερο) επηρεάζει την αντίδραση του σακχάρου.