Η γονοκοκκαιμία χαρακτηρίζεται από ένα αιμορραγικό φυσαλιδοφλυκταινώδες εξάνθημα, πυρετικά επεισόδια και αρθραλγία ή αληθή αρθρίτιδα μίας ή περισσότερων αρθρώσεων.
Οι δερματικές βλάβες ξεκινούν ως μικροσκοπικές ερυθηματώδεις κηλίδες που εξελίσσονται σε φυσαλιδοφλύκταινες, οι οποίες εδράζονται σε έντονα ερυθηματώδη ή αιμορραγική βάση ή μέσα σε πορφυρικές κηλίδες που μπορεί να φθάσουν τα 2 εκατοστά σε διάμετρο (φωτογραφία).
Οι πορφυρικές αυτές βλάβες εμφανίζονται στα άκρα, κυρίως στις παλάμες και τα πέλματα και πάνω από τις αρθρώσεις. Συνοδεύονται από πυρετό, ρίγη κακουχία μεταναστευτική πολυαρθρίτιδα, μυαλγία και τενοντοθυλακίτιδα. Οι φυσαλιδοφλύκταινες είναι συνήθως ευαίσθητες και ελάχιστες και παρουσιάζονται κυρίως στα άκρα. Η υποστροφή των βλαβών λαμβάνει χώρα σε 4 περίπου μέρες.
Πολλοί ασθενείς είναι γυναίκες με ασυμπτωματικές πρωκτογεννητικές λοιμώξεις, στις οποίες η διασπορά παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια της κύησης ή της εμμήνου ρύσεως. Οι διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας, η μυοκαρδίτιδα, η περικαρδίτιδα, η ενδοκαρδίτιδα και η μηνιγγίτια μπορεί να επιπλέξουν τη λοίμωξη αυτή. Σε σοβαρές ή υποτροπιάζουσες περιπτώσεις, θα πρέπει να διερευνάται η ανεπάρκεια του συμπληρώματος, ειδικά των τελικών (C5, C6, C7, C8) στοιχείων.
Ο υπεύθυνος μικροοργανισμός είναι το βακτήριο που λέγεται γονόκοκκος (Neisseria gonorrhoeae). Οι μικροοργανισμοί αυτοί ανευρίσκονται μερικές φορές στις πρώιμες δερματικές βλάβες με την ιστολογική εξέταση και με τη διενέργεια επιχρισμάτων ή καλλιεργειών. Οι γονόκοκκοι μπορεί να ανιχνευτούν στο αίμα, την ουρογεννητική οδό, το φάρυγγα, τις αρθρώσεις και το δέρμα.
Οι δερματικές βλάβες της γονοκοκκαιμίας μπορεί να είναι πανομοιότυπες με εκείνες που παρατηρούνται στην μηνιγγιτιδοκοκκαιμία, τη μη γονοκοκκική βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα, τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, τις ρικετσιώσεις, το συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, την οζώδη περιαρτηρίτιδα, τον πυρετό Haverhill και τον τυφοειδή πυρετό. Σηπτικά έμβολα με οποιοδήποτε gram-αρνητικό οργανισμό ή κάντιντα εκδηλώνεται κλασικά με τη μορφή αιμορραγικών φλυκταινών.
Η θεραπεία εκλογής για τη διάσπαρτη γονοκοκκική λοίμωξη είναι η κεφτριαξόνη σε δόση 1 gr την ημέρα που χορηγείται ενδοφλεβίως ή ενδομυικώς για διάστημα 24 έως 48 ωρών αφότου επέλθει βελτίωση. Στη συνέχεια είναι δυνατόν να αλλάξουμε θεραπεία και να χορηγήσουμε είτε κεφιξίμη, 400 mg από το στόμα δύο φορές ημερησίως, είτε σιπροφλοξασίνη, 500 mg από το στόμα δύο φορές την ημέρα, οφλοξασίνη, 400 mg από το στόμα δύο φορές την ημέρα ή λεβοφλοξασίνη, 500 mg την ημέρα.
Η θεραπεία με τους παράγοντες αυτούς θα πρέπει να συνεχίζεται για μια ολόκληρη εβδομάδα. Υπάρχουν αρκετά φάρμακα που χορηγούνται ως αρχική ενδοφλέβια θεραπεία, στα οποί α περιλαμβάνεται η κεφοταξίμη σε δόση 1 gr κάθε 8 ώρες ή οποιαδήποτε από τις κινολόνες σε ενδοφλέβια μορφή.
Η ενδομυϊκή χορήγηση οπεκτινομυκίνης, σε δόση 2 gr κάθε 12 ώρες μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άτομα αλλεργικά στα βήτα λακταμικά φάρμακα.
Η χορήγηση σιπροφλοξασίνης αντενδείκνυται σε παιδιά ηλικίας κάτω των 17 ετών, καθώς επίσης και σε έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες. Αν χρησιμοποιηθεί μια κεφαλοσπορίνη, θα πρέπει να δίδεται ταυτόχρονα είτε δοξυκυκλίνη σε δόση 100 mg δύο φορές την ημέρα για 7 ημέρες ή αζιθρομυκίνη, 1 gr ως εφάπαξ δόση, για την αντιμετώπιση συνυπάρχουσας χλαμυδιακής λοίμωξης. Θα πρέπει επίσης να διενεργείται ορολογικός έλεγχος για ΗIV λοίμωξη, καθώς επίσης και έλεγχος για σύφιλη. Οι ερωτικοί σύντροφοι θα πρέπει να προσέρχονται για θεραπεία μέσα σε 30 μέρες για την περίπτωση συμπτωματικής λοίμωξης και σε 60 μέρες για την περίπτωση ασυμπτωματικής λοίμωξης.