Ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV ή cytomegalovirus) λέγεται επίσης μεγαλοκυτταροϊός και ανήκει στους ερπητοιούς, δηλαδή στην ίδια οικογένεια των ιών που προκαλούν την ανεμοβλογιά, τον έρπητα ζωστήρα, τον επιχείλιο έρπη και τον έρπη των γεννητικών οργάνων. Έχει επίσης την ονομασία HHV-5.
Από όλους τους ερπητοϊους, η λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό είναι η συχνότερη αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας στον αναπτυγμένο κόσμο.
Πολλοί άνθρωποι έχουν μολυνθεί στη ζωή τους από τον κυτταρομεγαλοϊό αλλά δεν το γνωρίζουν. Ο ιός δεν φεύγει από το σώμα αλλά παραμένει για πάντα σε λανθάνουσα κατάσταση σε διάφορα κύτταρα. Όταν ο ιός βρίσκεται σε ύπνωση εκφράζει μόνο μερικά από τα γονίδιά του.
Η νόσηση από τον κυτταρομεγαλοϊό δεν αφήνει ανοσία και επομένως η επαναμόλυνση είναι πάντα πιθανή. Η πρώτη φόρα που ένα άτομο μολύνεται από τον ιό ονομάζεται πρωτοπαθής, ενώ οι ακόλουθες χαρακτηρίζονται ως δευτεροπαθείς λοιμώξεις.
Ο ιός προσβάλλει τους ανθρώπους σε όλες τις ηλικίες και μπορεί να μολύνει το έμβρυο προκαλώντας έτσι σοβαρή, εκ γενετής λοίμωξη (συγγενής) του παιδιού. Αποτελεί την πιο συχνή λοίμωξη κατά την εγκυμοσύνη.
Βρίσκεται στο σάλιο και τα ούρα των ατόμων που έχουν μολυνθεί. Μεταδίδεται από άτομο σε άτομο μέσω της σεξουαλικής δραστηριότητας, κατά την εγκυμοσύνη ή τον τοκετό, κατά τη διάρκεια μεταμόσχευσης οργάνων, από μολυσμένες εκκρίσεις της μύτης, κολπικά υγρά, το αίμα και το μητρικό γάλα. Οι μεταγγίσεις αίματος (σε ποσοστό περίπου 5%) περιέχουν λανθάνοντα κυτταρομεγαλοϊό.
Η πρωτογενής λοίμωξη στα υγιή άτομα είναι συνήθως ασυπτωματική αλλά ορισμένα άτομα αναπτύσσουν συμπτώματα τύπου μονοπυρήνωσης (πυρετό, πονόλαιμο, πρησμένους αδένες). Τα συμπτώματα στους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς σχετίζονται με το οργανικό σύστημα το οποίο έχει μολυνθεί. Μπορεί να εμφανιστεί θολή όραση η οποία εξελίσσεται σε τύφλωση, βαριά διάρροια, βήχας και δύσπνοια.
Εγκυμοσύνη και μωρά
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η γυναίκα μπορεί να μεταδώσει τον ιό στο έμβρυο. Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, έχουν προσβληθεί από τον ιό κάποια στιγμή της ζωής τους ποσοστό 55-85%. Σε περίπτωση που η αρχική λοίμωξη συμβεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ο ιός έχει 30-40% πιθανότητες να περάσει τον πλακούντα. Αντίθετα αν υπάρξει επανενεργοποίηση του ιού κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι αντίστοιχες πιθανότητες είναι 2-3% ενώ υπάρχουν ηπιότερες συνέπειες για το έμβρυο. Ο κίνδυνος μετάδοσης παραμένει σταθερός καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης.
Η λοίμωξη από τον κυτταρομεγαλοϊό βρίσκεται στο 1% των νεογνών και είναι η συνηθέστερη συγγενής λοίμωξη. Η περιγεννητική μετάδοση μπορεί να επέλθει κατά τον τοκετό από μολυσμένες κολπικές εκκρίσεις ή μετά από αυτόν από μετάγγιση αίματος ή με το μητρικό γάλα, το οποίο μάλιστα αποτελεί την κύρια πηγή επίκτητης λοίμωξης κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής.
Το 90% από αυτά τα μωρά είναι χωρίς συμπτώματα. Η θνητότητα κυμαίνεται μεταξύ 2-30%, ενώ από τα παιδιά που θα επιζήσουν σοβαρές νευρολογικές εκδηλώσεις θα παρουσιάσει περίπου το 50-60%. Μικρότερο κίνδυνο για νευρολογικά συμπτώματα στο μέλλον εμφανίζουν τα ασυμπτωματικά μωρά.
Οι κλινικές εκδηλώσεις στα βρέφη μπορεί να περιλαμβάνουν ίκτερο, ηπατοσπληνομεγαλία, εγκεφαλικές αποτιτανώσεις, χοριαμφιβληστροειδοπάθεια, μικροκεφαλία, διανοητική καθυστέρηση και κώφωση (απώλεια ακοής).
Οι δερματικές εκδηλώσεις μπορεί να προκύπτουν από θρομβοπενία, με επακόλουθο πετέχειες, πορφύρα, και εκχυμώσεις.
Πορφυρικές βλάβες που μπορεί να είναι κηλίδες, βλατίδες, ή οζίδια μπορεί να υποδεικνύουν εξωμυελικές θέσεις αιμοποίησης (δερματική ερυθροποίηση).
Πολύ σπάνια μπορεί να παρατηρηθεί γενικευμένο φυσαλιδώδες εξάνθημα.
Οι περισσότερες συμπτωματικές περιπτώσεις θα συμβούν μέσα στους 2 πρώτους μήνες της ζωής.
Τα παιδιά κυρίως τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής τους έχουν υψηλό κίνδυνο μόλυνσης από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς. Μια μητέρα μπορεί να κολλήσει τον ιό από το παιδί της όταν του αλλάζει πάνες, ή τρώει από το πιάτο του ή σκουπίζει το στόμα του. Στη συνέχεια τον μεταφέρει στο έμβρυο που κυοφορεί. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να μειωθεί σημαντικά αν οι μητέρες κόψουν την συνήθεια να χρησιμοποιούν τα ίδια κουτάλια και πιρούνια με τα παιδιά τους και να πλένουν πολύ καλά τα χέρια τους μετά το άλλαγμα της πάνας.
Στους ενήλικες
Σε μεγαλύτερα παιδιά και σε ενήλικες, η μόλυνση από τον κυτταρομεγαλοϊό δεν προκαλεί ιδιαίτερα προβλήματα αν ο ασθενής δεν ανήκει σε ευπαθή ομάδα λόγω κάποιας άλλης ασθένειας.
Η μόλυνση ανοσοκατασταλμένων ασθενών από τον κυτταρομεγαλοϊό μπορεί να συμβεί είτε λόγω ενεργοποίησης του ιού που υπήρχε ήδη στο σώμα τους είτε λόγω του ότι μολύνθηκαν για πρώτη φορά από τον ιό.
Το 50-80% ανοσοεπαρκών ενηλίκων και μέχρι το 100% με ΗIV λοίμωξη ομοφυλόφιλων ανδρών έχουν μολυνθεί με CMV. Η λοίμωξη σε ενήλικες μπορεί να αποκτηθεί από την έκθεση σε μολυσμένα παιδιά, με σεξουαλική μετάδοση και τη μετάγγιση του μολυσμένου με κυτταρομεγαλοϊό αίμα.
Η συμπτωματική πρωτολοίμωξη στους ενήλικες είναι ασυνήθιστη και είναι ταυτόσημη με τη λοιμώδη μονοπυρήνωση. Ένα κνιδωτικό ή ιλαροειδές εξάνθημα ή οζώδες ερύθημα μπορεί να εμφανιστεί σε πρωτογενή λοίμωξη CMV σε ανοσοεπαρκείς ενήλικες. Η χορήγηση αμπικιλλίνης και αμοξυκιλλίνης θα προκαλέσει συχνά ένα ιλαροειδές εξάνθημα σε οξεία CMV λοίμωξη.
Η λοίμωξη είναι πολύ συχνή σε ασθενείς με AIDS, συνηθέστερα προκαλώντας αμφιβληστροειδοπάθεια (20% των ασθενών), κολίτιδα (15%), χολαγγειίτιδα, εγκεφαλίτιδα, πολυριζοπάθεια και επινεφρίτιδα. Εμφανίζεται στην κλινική εικόνα της πολύ προχωρημένης ΗIV λοίμωξης και έχει γίνει πολύ λιγότερο συχνή στην εποχή της υψηλής δραστικότητας αντιρετροϊκής θεραπείας.
Σε ένα πολύ μικρό ποσοστό των ασθενών με AIDS και ταυτόχρονη λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό μπορεί να εμφανιστούν δερματικές βλάβες, οι οποίες περιέχουν τέτοιες κυτταροπαθολογικές αλλοιώσεις.
Θεραπεία
Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα διαθέσιμο εμβόλιο. Υπάρχουν αντιιικά φάρμακα που είναι ενεργά κατά του κυτταρομεγαλοϊού όπως η γανκυκλοβίρη. Τα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται σε ασθενείς με σοβαρή μείωση της άμυνας του οργανισμού τους και σε νεογέννητα που εκδηλώνουν σημεία μόλυνσης από τον κυτταρομεγαλοϊό.
Τα φάρμακα αυτά έχουν σοβαρές παρενέργειες. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται μόνο σε ασθενείς με επιβεβαιωμένη και σοβαρή μόλυνση. Δεν χορηγούνται συστηματικά κατά την εγκυμοσύνη διότι είναι τοξικές για τη μητέρα και το έμβρυο.