Με κάθε δίαιτα μπορεί κανείς να χάσει κιλά αλλά είναι γνωστό ότι τα χαμένα κιλά πολύ συχνά επανέρχονται μετά από κάποιο διάστημα. Έτσι, η σημαντικότερη φάση σε μια δίαιτα είναι η τελευταία, η φάση της συντήρησης του χαμηλότερου βάρους. Αλλά ακριβώς αυτό είναι το αδύνατο σημείο κάθε προγράμματος διαίτης.
Τώρα μια μελέτη Δανών ερευνητών από το Τμήμα Βιοϊατρικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό European Journal of Endocrinology, βρήκε ότι μια φάση συντήρησης που διαρκεί 12 μήνες “εκπαιδεύει” τον οργανισμό να αποδέχεται το μειωμένο βάρος ως πιο φυσιολογικό.
«Μια δίαιτα δεν τελειώνει μόλις επιτευχθεί το βάρος-στόχος αλλά συνεχίζεται έως ότου αποδεχθεί το σώμα την απώλεια του βάρους και αποτραπεί ο κίνδυνος να προσπαθήσει να αντιστρέψει την κατάσταση, κάτι που φυσιολογικά γίνεται έπειτα από μία περίοδο έλλειψης θερμίδων», ανέφερε η επικεφαλής της μελέτης Signe Sorensen Torekov, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Faculty of Health and Medical Sciences, του University of Copenhagen.
Το σώμα, με τις διάφορες ορμόνες του, εγκαθιστά το σωματικό βάρος σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Όταν ύστερα από μια δίαιτα χάνονται κιλά, ο εγκέφαλος, αντιδρά στην απώλεια του βάρους προκαλώντας αυξημένη πείνα και μειώνοντας τον μεταβολισμό. Αν δεν υπήρχε αυτή η αντίδραση, όλα τα προγράμματα δίαιτας θα μπορούσαν να λήγουν με την επίτευξη του βάρους-στόχου αλλά δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι έτσι. Το μειωμένο βάρος πρέπει να διατηρηθεί για αρκετό χρόνο προκειμένου ο οργανισμός να “αποδεχτεί” το νέο βάρος.
Οι ορμόνες GLP-1 και PYY
Στη δανική μελέτη συμμετείχαν 20 παχύσαρκοι άνδρες και γυναίκες που ακολούθησαν επί οκτώ εβδομάδες ένα πρόγραμμα αδυνατίσματος πολύ χαμηλών θερμίδων, με αποτέλεσμα να χάσουν το 13% του αρχικού σωματικού βάρους τους.
Στη συνέχεια οι εθελοντές μπήκαν σε ένα πρόγραμμα συντήρησης του χαμηλότερου βάρους διάρκειας 12 μηνών, το οποίο περιελάμβανε επισκέψεις σε διαιτολόγο. Σε περίπτωση που έπαιρναν λίγο βάρος, έπρεπε αμέσως να το χάσουν.
Οι ερευνητές μέτρησαν στους εθελοντές τα επίπεδα ορισμένων ορμονών που σχετίζονται με την παχυσαρκία στην αρχή της μελέτης, μετά την επίτευξη της απώλεια βάρους και μετά από ένα έτος. Οι ορμόνες αυτές ήταν οι εντερικές GLP-1 (glucagon-like peptide-1) και PYY (πεπτίδιο ΥΥ), η γκρελίνη και η γλυκαγόνη. Η μέτρηση έγινε μετά από ένα γεύμα 600 θερμίδων.
Τα αποτελέσματα ήταν τα εξής:
- H GLP-1 ήταν αυξημένη 40% μετά την απώλεια βάρους και 65% μετά από ένα χρόνο. Η ορμόνη αυτή παράγεται από ένα μέρος του παχέος εντέρου, τον ειλεό. Αυξάνει τον όγκο των βήτα κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη και δημιουργεί αίσθηση πληρότητας.
- Η PYY ήταν αυξημένη 59% μετά την απώλεια βάρους και 14% μετά από ένα χρόνο. Το πεπτίδιο YY παράγεται από κύτταρα του λεπτού και του παχέος εντέρου και αναστέλλει την έκκριση των γαστρικών οξέων. Οι υπέρβαροι φαίνεται πως παράγουν μικρότερες ποσότητες από τους αδύνατους.
- Η γκρελίνη ήταν αυξημένη 23% μετά την απώλεια βάρους αλλά μετά από ένα χρόνο ήταν αυξημένη μόνο 14% σε σχέση με την περίοδο πριν την απώλεια βάρους. Η ορμόνη αυτή προκαλεί όρεξη.
- Η γλυκαγόνη δεν επηρεάστηκε.
Οι αλλαγές αυτές συνολικά σημαίνουν, κατά τους ερευνητές, ότι μετά από 12 μήνες συντήρησης του χαμηλότερου βάρους, ο οργανισμός αλλάζει συμπεριφορά και αποδέχεται καλύτερα το μειωμένο βάρος.
«Το ενδιαφέρον της μελέτης μας είναι πως εάν κάποιος είναι σε θέση να διατηρήσει την απώλεια βάρους για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε έχει “περάσει ένα κρίσιμο σημείο” και μετά από αυτό είναι ευκολότερο να διατηρήσει την απώλεια βάρους», ανέφερε η Torekov.
Πηγή: Eva Winning Iepsen, Julie Rehne Lundgren, Jens Juul Holst, Sten Madsbad, Signe Sørensen Torekov. Successful weight loss maintenance includes long-term increased meal responses of GLP-1 and PYY 3-36. European Journal of Endocrinology, 2016; EJE-15-1116 DOI: 10.1530/EJE-15-1116.