Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι η κατανάλωση κουκουτσιών βερίκοκου κάθε ημέρα κάνει καλό σε όλους για την πρόληψη του καρκίνου. Έτσι κουκούτσια από βερίκοκα (ωμή ψίχα) εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πωλούνται ως αντικαρκινικό φάρμακο. Όμως Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφαλείας Τροφίμων (European Food Safety Authority ή EFSA) προειδοποιεί ότι τα κουκούτσια των βερίκοκων μπορούν να προκαλέσουν δηλητηρίαση.
Η ψίχα του βερίκοκου περιέχει μία ουσία που ονομάζεται αμυγδαλίνη (χημικός τύπος C20H27NO11) και αποτελείται από δύο σάκχαρα (γλυκόζη) μία βενζαλδεΰδη και ένα κυάνιο συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το κυάνιο και η βενζαλδεΰδη είναι τοξικές ουσίες. Η δηλητηρίαση από κυάνιο μπορεί να προκαλέσει ναυτία, πυρετό, πονοκέφαλο, αϋπνία, δίψα, λήθαργο, νευρικότητα, πόνους στους μυς και τις αρθρώσεις και μείωση της αρτηριακής πίεσης, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις να κοστίσει τη ζωή.
Η αμυγδαλίνη απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1830 από την πικραμυγδαλιά. Υπάρχει στα κουκούτσια πολλών φρούτων σε ποσότητες περίπου 2-3% (π.χ. μήλων, βερίκοκων, ροδάκινων, κερασιών, δαμάσκηνων νεκταρινιών). Υπάρχει επίσης στα πικρά αμύγδαλα (η αμυγδαλίνη έχει πικρή γεύση – τα γλυκά αμύγδαλα δεν την περιέχουν ούτε η γλυκιά ψίχα βερίκοκου). Μαζί με μια τροποποιημένη μορφή της, η οποία ονομάζεται λεατρίλη (laetrile) έχουν προταθεί ως φάρμακα για τη θεραπεία του καρκίνου, στη Ρωσία για πρώτη φορά το 1845 και στις ΗΠΑ την δεκαετία του 1920.
Στη δεκαετία του 1970, η λεατρίλη έγινε δημοφιλής αντικακρικινική ουσία ενώ πάνω από 70,000 άτομα τη χρησιμοποιούσαν ως θεραπευτικό μέσο, καθώς ήταν νόμιμη σε πάνω από 20 Αμερικανικές Πολιτείες. Υπήρξε ωστόσο δικαστική διαμάχη και σήμερα η λεατρίλη δεν είναι εγκεκριμένη για χρήση στις ΗΠΑ, ενώ ο οργανισμός Food and Drug Administration επέτυχε να καταδικαστεί ένας από τους διανεμητές της ουσίας.
Συνήθως τα ονόματα λεατρίλη και αμυγδαλίνη χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την ίδια ουσία (μερικές φορές αναφέρονται και ως βιταμίνη Β17) αν και είναι διαφορετικές χημικές ενώσεις. Θεωρούνται τοξικές όταν καταναλωθούν από το στόμα, επειδή ορισμένα βακτήρια του εντέρου και μερικά φυτά που καταναλώνονται συχνά περιέχουν ένζυμα που ονομάζονται βήτα-γλυκοσιδάσες (beta-glucosidases) και ενεργοποιούν την απελευθέρωση του κυανίου. Ο ισχυρισμός είναι ότι το κυάνιο σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα αλλά σύμφωνα με τον EFSA δηλητηριάζει τον οργανισμό.
Οι μελέτες δείχνουν ότι η θανατηφόρος δόση του κυανίου είναι 0,5-3,5 mg ανά κιλό σωματικού βάρους. Το όριο ασφαλείας που έχει τεθεί στην έκθεση για μία και μόνο φορά είναι 25 φορές μικρότερη από τη θανατηφόρα δόση. Πρακτικά, το όριο για έναν ενήλικα είναι η κατανάλωση τριών μικρών κουκουτσιών από βερίκοκο (370 mg) ενώ για τα μικρά παιδιά είναι μόλις μισή ωμή ψίχα (60 mg).
Το πρόβλημα αφορά την κατανάλωση κουκουτσιών του βερίκοκου και όχι το φρούτο. Η αμυγδαλίνη δεν έρχεται σε επαφή με τον καρπό του βερίκοκου διότι περιέχεται στην ψίχα η οποία περιβάλλεται από ένα σκληρό περίβλημα.