Η βιταμίνη D έχει πολλά οφέλη για τον οργανισμό επηρεάζοντας τουλάχιστον 2.000 γονίδια (περίπου το 10% του συνόλου των γονιδίων). Εκτός από το σημαντικό ρόλο που παίζει στην απορρόφηση του ασβεστίου από τον οργανισμό και στη μείωση των οστεοπορωτικών καταγμάτων, νεότερα στοιχεία δείχνουν ότι ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και συμβάλλει στην καλή λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα. Τυχόν έλλειψη βιταμίνης D κατά την εγκυμοσύνη δημιουργεί αυξημένη πιθανότητα να επηρεαστεί η ανάπτυξη του μωρού.
Η βιταμίνη D είναι µοναδική ανάµεσα στις βιταµίνες διότι εκτός του ότι υπάρχει στη διατροφή (με τη μορφή D2) μπορεί επίσης να παραχθεί στο δέρμα μετά από έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου (μορφή D3). Το περίεργο όμως είναι ότι παρά τις δύο αυτές πηγές, παρατηρείται ανεπάρκεια σε πολλά άτομα, ακόμα και σε χώρες με ηλιοφάνεια όπως είναι η Ελλάδα.
Η έλλειψη της βιταμίνης D έχει σχετιστεί με καρδιαγγειακές και μεταβολικές παθήσεις, όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, το έμφραγμα και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Επιπλέον, το 2010 δημοσιεύθηκε μια μελέτη που υπογραφόταν από 56 ερευνητές και έδειχνε ότι τα άτομα που έχουν στο αίμα τους λίγη βιταμίνη D έχουν αυξημένη πιθανότητα για καρκίνο του παχέος εντέρου.
Επειδή η ανεπάρκεια της βιταμίνη D φαίνεται να αποτελεί δείκτη νοσηρότητας, ορισμένοι ειδικοί θεωρούν απαραίτητη την διάγνωση των επιπέδων της στο γενικό πληθυσμό. Ζητήσαμε από τον δρ Χρήστο Κοσμίδη, ορθοπεδικό χειρουργό και Πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Μεταβολισμού των Οστών (ΕΕΜΜΟ) να μας μιλήσει για την ανεπάρκεια της βιταμίνης D και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την υγεία.
Κύριε Κοσμίδη, γιατί στην Ελλάδα, μια χώρα με ηλιοφάνεια, παρατηρείται ανεπάρκεια της βιταμίνης D στο σώμα των ανθρώπων;
Αιτία φαίνεται πως είναι η χαμηλή έκθεση στον ήλιο αλλά και το γεγονός ότι δεν τρώμε εκείνες τις τροφές που περιέχουν τη βιταμίνη. Ο κόσμος αποφεύγει να εκτίθεται στον ήλιο γιατί στη χώρα μας, αλλά και σε άλλες Μεσογειακές χώρες, ο ήλιος καίει το δέρμα. Αυτό συντελεί σε μειωμένη σύνθεση της βιταμίνης D3. Επίσης, με το πέρασμα την ηλικίας το δέρμα χάνει σταδιακά τη δυνατότητα να παράγει βιταμίνη D με τον ρυθμό που παρήγαγε σε νεαρότερες ηλικίες. Έτσι οι άνθρωποι άνω των 65 ετών παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανεπάρκεια.
Διαπιστώνουμε ότι και σε άλλες χώρες με ηλιοφάνεια όπως η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία και η Ινδία υπάρχει εκτεταμένη ανεπάρκεια βιταμίνης D που μπορεί να αφορά πάνω από το 50% των ενηλίκων. Στις βόρειες χώρες της Ευρώπης, ο κόσμος εκθέτει περισσότερο χρόνο το δέρμα του στον ήλιο διότι εκεί είναι λιγότερο καυτός. Βέβαια, η βασική πηγή της βιταμίνης D σ’ αυτές τις χώρες δεν είναι ο ήλιος αλλά η διατροφή και ειδικότερα ο εμπλουτισμός των τροφίμων με τη βιταμίνη, και ιδιαίτερα των μαργαρινών τις οποίες καταναλώνουν συχνά. Στη χώρα μας, η πρόσληψη της βιταμίνης D μέσω της διατροφής δεν είναι ικανοποιητική. Αν ήταν, δεν θα παρατηρούσαμε ανεπάρκεια σε τόσους πολλούς ανθρώπους. H βιταμίνη D2, η μορφή που υπάρχει στις τροφές, ανευρίσκεται κυρίως στα λιπαρά ψάρια, στο ζωικό συκώτι και στα αυγά των πουλερικών.
Μήπως οι συστάσεις των δερματολόγων τα τελευταία χρόνια για μικρότερη έκθεση στον ήλιο και μεγαλύτερη χρήση αντηλιακών ήταν υπερβολικές;
Οι συστάσεις αυτές έχουν σωστή βάση, αν και μερικές φορές μπορεί να αγγίζουν την υπερβολή. Ειδικά μετά την αραίωση του όζοντος στην ατμόσφαιρα, οι ακτίνες του ήλιου δημιουργούν κίνδυνο γέννεσης νεοπλασμάτων στο δέρμα και σωστά οι δερματολόγοι κρούουν τον κώδικα του κινδύνου από την παρατεταμένη έκθεσης στον ήλιο το μεσημέρι. Ο κίνδυνος δεν είναι μόνο το μελάνωμα, αλλά και άλλοι καρκίνοι όπως το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα το οποίο μπορεί να γεννηθεί από την εξέλκωση ενός σπίλου (ελιάς).
Σχετικά με το αντηλιακό, ξέρουμε πως όπου το βάζει κανείς στο δέρμα του δεν παράγεται βιταμίνη D για όσο διάστημα λειτουργεί προστατευτικά. Το σωστό αντηλιακό αποκλείει απολύτως τις UVA και UVB – κάτι που κάνουν τα περισσότερα αντηλιακά σήμερα – και δεν αφήνει να παραχθεί η βιταμίνη D. Εδώ ίσως υπάρχει ένα θέμα σχετικά με τις συστάσεις οι οποίες ίσως έχουν δώσει μεγαλύτερη έμφαση από αυτή που θα έπρεπε στην προστασία, καθώς ο ήλιος δεν κάνει μόνο κακό αλλά και καλό στην υγεία.
Ορισμένες μελέτες έδειξαν ότι για να παραχθεί περισσότερη βιταμίνη D πρέπει οι ακτίνες του ήλιου να πέφτουν σχετικά κατακόρυφα.
Είναι αληθές αλλά δεν μπορούμε να εστιάσουμε σ’ αυτό την προσοχή μας και να μετράμε τη γωνία των ηλιακών ακτίνων κάθε φορά. Πρακτικά, αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί σαν οδηγία προς το κοινό. Παράγεται βιταμίνη D και όταν οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν πλάγια στο δέρμα αλλά σε μικρότερο βαθμό. Είναι καλύτερα να βγαίνει κανείς έξω με τον ήλιο και να εκτίθεται στο φως έστω κι αν οι ακτίνες είναι πλάγιες, παρά να μην βγαίνει καθόλου.
Φτάνει η έκθεση στον ήλιο το καλοκαίρι για να προκαλέσει την επιθυμητή παραγωγή βιταμίνης D;
Δυστυχώς, η έκθεση στον ήλιο το καλοκαίρι δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες μας για ολόκληρη τη χρονιά. Η βιταμίνη D έχει χρόνο ημιζωής μόνο 15 μέρες. Δηλαδή, δύο εβδομάδες μετά από την τελευταία μέρα του καλοκαιριού που εκθέσαμε το δέρμα μας στον ήλιο έχουμε τη μισή βιταμίνη D. Και κάθε 15 μέρες απομένει στο σώμα μας η μισή της προηγούμενης. Έτσι, στα τέλη Οκτωβρίου είναι σαν να μην έχουμε κάνει ηλιοθεραπεία το καλοκαίρι γιατί είμαστε εκεί που ξεκινήσαμε. Τελικά, την άνοιξη, Μάρτιο-Απρίλιο, έχουμε τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα μας. Άρα υπάρχει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, πάνω από έξι μήνες, στο οποίο ο περισσότερος κόσμος δεν μπορεί να βασίζεται στην ηλιοφάνεια για να έχει βιταμίνη D. Όμως χρειαζόμαστε τη βιταμίνη 12 μήνες το χρόνο.
Αν δεν μπορούμε να βασιστούμε στον ήλιο και η διατροφή δεν προσφέρει αρκετή βιταμίνη D, τότε τι μπορούμε να κάνουμε;
Κατ’ αρχήν πρέπει να ξέρουμε την ποσότητα της βιταμίνης που έχουμε στο αίμα μας διότι κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Μπορεί κάποιος να έχει αρκετή βιταμίνη D ή μπορεί να νομίζει ότι έχει χωρίς αυτό να είναι αλήθεια. Η ποσότητα βρίσκεται με μια απλή εξέταση αίματος. Σήμερα, η εξέταση αυτή δεν καλύπτεται από τον ΕΟΠΥΥ, παρά από μόνο από ορισμένα δημόσια νοσοκομεία. Υπάρχει ένα γενικότερο συνταγογραφούμενο παραπεμπτικό στο οποίο ο γιατρός σημειώνει συγχρόνως και το τεστ για τη βιταμίνη D, και μ’ αυτό ορισμένα νοσοκομείο προχωρούν στην εξέταση. Είναι προτιμότερο η εξέταση να γίνεται στις αρχές την άνοιξης, όταν οργανισμός έχει την χαμηλότερη ποσότητα ώστε να διαπιστώνεται αν υπάρχει ανεπάρκεια.
Μεταξύ των ομάδων που έχουν αυξημένο κίνδυνο έλλειψης της βιταμίνης είναι παιδιά από οικογένειες που δεν τρέφονται καλά καθώς και έγκυες γυναίκες. Σήμερα, κατά κανόνα, μόλις ξεκινάει μια εγκυμοσύνη χορηγείται βιταμίνη D τόσο για την καλή πορεία της κύησης όσο και για την ίδια την μητέρα ή τη σωστή ανάπτυξη του παιδιού π.χ. αποφεύγονται ορισμένες παθήσεις στο παιδί όπως είναι το βρογχικό άσθμα. Μια άλλη κατηγορία που χρειάζεται έλεγχο είναι τα άτομα που ασχολούνται με τον αθλητισμό.
Αν κάποιος έχει έλλειψη, τότε θα πρέπει να πάρει χάπια που περιέχουν τη βιταμίνη. Ευτυχώς, η βιταμίνη D είναι ένα απλό μόριο που εύκολα παρασκευάζεται στο εργαστήριο και έτσι τα χάπια είναι φτηνά. Ο εξεταζόμενος έχει συμμετοχή το 25% και πληρώνει περίπου 1,5 ευρώ.
Τι μπορεί να σημαίνουν τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D για την γενικότερη υγεία;
Η χαμηλή βιταμίνη D στο αίμα μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να αποτελεί δείκτη νοσηρότητας, δηλαδή να δείχνει ότι κάποια πράγματα δεν πηγαίνουν καλά στον οργανισμό. H ανεπάρκεια έχει συνδυαστεί με αυξημένη νοσηρότητα από μικρόβια, δηλαδή λοιμώξεις, αυξημένη αγγειοπάθεια, σκλήρυσνη κατά πλάκας και καρκίνους.
Πολύ πρόσφατα δημοσιεύθηκε μια μελέτη που κράτησε πάνω από 20 χρόνια στη Φινλανδία. Μετρήθηκε η συγκέντρωση της βιταμίνης D σε ανθρώπους άνω των 75 ετών οι οποίοι στη συνέχεια τέθηκαν υπό ιατρική παρακολούθηση. Αυτοί που ξεκίνησαν με χαμηλή βιταμίνη είχαν 80% μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνουν από κάθε αιτία σε σχέση με αυτούς που είχαν φυσιολογικά επίπεδα στη διάρκεια της 15ετίας. Αυτό δεν οφειλόταν στα περισσότερα κατάγματα διότι ακόμα και αν αφαιρούσε κανείς τα κατάγματα, η πιθανότητα θανάτου ήταν αυξημένη κατά 80%.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι η έλλειψη βιταμίνης D είναι αιτία νοσηρότητας, διότι αυτό απαιτεί απόδειξη μιας σχέσης αιτίας-αιτιατού, αλλά μπορούμε να πούμε ότι σηματοδοτεί τη νοσηρότητα πολλών νόσων. Για παράδειγμα, υπάρχει η θεωρία του οξειδωτικού στρες που όταν είναι αυξημένο μπορεί κάποιος να εκδηλώσει π.χ. καρκίνο ή λοιμώξεις ανάλογα με τα γονίδια που επηρεάζονται. Ενδεχομένως το οξειδωτικό στρες να μειώνει την ποσότητα της βιταμίνης D που είναι διαθέσιμη στον οργανισμό. Έτσι, μια εξέταση που δείχνει χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D πρέπει να αφυπνίσει τον θεράποντα ιατρό, για να ψάξει να βρει στον ασθενή του τι μπορεί να συμβαίνει γενικότερα στην υγεία του, πέρα βέβαια από τον κίνδυνο για οστεοπόρωση που είναι αυξημένος.