Αν και προς το παρόν για τη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα δεν υπάρχει πλήρης ίαση, εντούτοις, η νόσος μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά στους περισσότερους ασθενείς, με σωστή και έγκαιρη αγωγή.
Η αντιμετώπιση της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια και συνεργασία μεταξύ ασθενούς και γιατρού, ενώ συχνά κρίνεται αναγκαία και η συμμετοχή εξειδικευμένου ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού. Στη σύγχρονη πρακτική, ομάδα στελεχωμένη από γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, εξειδικευμένους νοσηλευτές, φυσικοθεραπευτές, ψυχολόγους, διαιτολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς αναλαμβάνει τη φροντίδα και την παρακολούθηση των ασθενών αυτών. Ο συντονιστής / επικεφαλής της ομάδας αυτής μπορεί να είναι ο θεράπων Ρευματολόγος.
Μελέτες έδειξαν ότι οι σωστά ενημερωμένοι ασθενείς, που συμμετέχουν ενεργά στη ρύθμιση της πορείας της νόσου, αντιμετωπίζουν λιγότερα προβλήματα και επισκέπτονται λιγότερο συχνά το γιατρό. Τόσο τα προγράμματα εκπαίδευσης και αυτοεξυπηρέτησης ασθενών με αρθρίτιδα, όσο και οι ομάδες υποστήριξης συμβάλλουν στην καλύτερη ενημέρωση του ασθενούς και στην υιοθέτηση από τον ίδιο ενεργητικής στάσης απέναντι στη νόσο.
Στα προγράμματα αυτοεξυπηρέτησης οι ασθενείς ενημερώνονται σχετικά με τη νόσο και τη θεραπεία της, τις υπάρχουσες τεχνικές ασκήσεων και χαλάρωσης, ενώ παράλληλα έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και γενικά να επιλύσουν διάφορα προβλήματα.
Αντικειμενικοί στόχοι της θεραπείας είναι:
- η ύφεση της νόσου (δηλαδή η μείωση ή η εξάλειψη της φλεγμονής)
- η ανακούφιση από τον πόνο
- ο περιορισμός της καταστροφής των αρθρώσεων και
- η βελτίωση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής των ασθενών.
Η θεραπεία συνίσταται κυρίως στη χορήγηση δραστικών ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων που εμποδίζουν την ανάπτυξη της φλεγμονής, ενώ παράλληλα ο ασθενής ακολουθεί ειδική υποστηρικτική αγωγή, η οποία έχει ως στόχο να βελτιώσει τον τρόπο ζωής του.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΜΕ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ
Οι ασθενείς με μακροχρόνιο ιστορικό (και συχνά ελλιπή θεραπευτική αγωγή), μόνιμες βλάβες αλλά χωρίς στοιχεία φλεγμονής, συνήθως αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Στην περίπτωση αυτή ακολουθείται συντηρητική θεραπευτική αγωγή σε συνδυασμό με χειρουργικές επεμβάσεις.
ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ. Η άσκηση και η ανάπαυση βοηθούν σημαντικά. Για τους ασθενείς με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα χρειάζεται να υπάρχει ισορροπία με περιόδους μεγαλύτερης ανάπαυσης, όταν η νόσος βρίσκεται σε έξαρση και με περισσότερη άσκηση, όταν αυτή βρίσκεται σε ύφεση. Με την ανάπαυση αποφεύγεται η καταπόνηση των αρθρώσεων και μειώνονται η φλεγμονή και ο πόνος. Το χρονικό διάστημα που απαιτείται για ανάπαυση διαφέρει από άτομο σε άτομο, αλλά σε γενικές γραμμές, μικρά διαστήματα ανάπαυσης ωφελούν περισσότερο απ’ ό,τι η παρατεταμένη κατάκλιση.
Η άσκηση είναι σημαντική για την ενδυνάμωση των μυών, τη διατήρηση της ευκινησίας και της ευλυγισίας των αρθρώσεων. Επίσης, μειώνει τον πόνο, διατηρεί το σωματικό βάρος σε κανονικά επίπεδα, εξασφαλίζει καλύτερο ύπνο και δημιουργεί ευεξία. Το πρόγραμμα ασκήσεων θα πρέπει να σχεδιάζεται και να εκτελείται σωστά λαμβάνοντας υπόψη τις φυσικές ικανότητες του ατόμου, τα όρια αντοχής του και τις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες του.
ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΑΣΧΟΥΝ. Η χρησιμοποίηση νάρθηκα για μικρό χρονικό διάστημα στην πάσχουσα άρθρωση ανακουφίζει μερικούς ασθενείς. Οι νάρθηκες χρησιμοποιούνται κυρίως στον καρπό και στο χέρι, καθώς επίσης στον αστράγαλο και στο πόδι. Ο γιατρός ή ο φυσιοθεραπευτής μπορεί να βοηθήσει στη σωστή τοποθέτηση και στην εφαρμογή του νάρθηκα. Προκειμένου να μειωθεί η καταπόνηση των αρθρώσεων, επινοούνται διάφοροι τρόποι αυτοεξυπηρέτησης του ασθενούς (π.χ. ενδύματα με φερμουάρ, χρησιμοποίηση γλώσσας υποδημάτων με μακριά λαβή) και εφευρίσκονται ειδικές κατασκευές, οι οποίες βοηθούν τον ασθενή όταν κάθεται ή όταν σηκώνεται από την καρέκλα, από το κάθισμα της τουαλέτας και από το κρεβάτι, διευκολύνουν δε γενικότερα στην εκτέλεση των καθημερινών του κινήσεων.
ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΧΟΥΣ. Οι ασθενείς με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα αντιμετωπίζουν όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχολογικά προβλήματα. Συναισθήματα που προκαλούνται εξαιτίας της νόσου – φόβος, θυμός, απογοήτευση- συνδυαζόμενα με πόνο και περιορισμό της κινητικότητας του ατόμου μπορεί ν’ αυξήσουν το άγχος στον ασθενή. Αν και δεν έχει αποδειχθεί ότι το άγχος μπορεί να προκαλέσει τη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, εντούτοις, συχνά δυσχεραίνει τη ζωή του ασθενούς.
Το άγχος μειώνει την αντοχή στον πόνο. Έτσι, για την αντιμετώπιση του προτείνονται διάφορα μέσα, όπως ανάπαυση σε τακτά χρονικά διαστήματα και ασκήσεις χαλάρωσης. Επίσης, τα προγράμματα άσκησης, η συμμετοχή σε ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης και η σωστή επικοινωνία με τους θεραπευτές συμβάλλουν στην καταπολέμηση του άγχους.
ΥΓΙΕΙΝΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ. Εκτός από συγκεκριμένους τύπους ελαίων, δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι υπάρχει κάποιο είδος τροφής που βοηθά ή βλάπτει τους περισσότερους ασθενείς με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα. Από κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις Ελλήνων και ξένων ερευνητών, που όμως δεν έχουν πλήρως επιβεβαιωθεί, φάνηκε ότι ενδεχομένως σε άτομα που νηστεύουν και τρέφονται με ελαιόλαδο και χόρτα ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου είναι μικρότερος. Παρόλα αυτά, μια ισορροπημένη διατροφή με αρκετές (αλλά όχι υπερβολικές) θερμίδες, πρωτεΐνες και ασβέστιο παίζει σημαντικό ρόλο στην κατάσταση των ασθενών. Ορισμένοι δε από αυτούς ίσως χρειαστεί να είναι πιο προσεκτικοί στην κατανάλωση αλκοολούχων ποτών λόγω της λήψεως φαρμάκων.
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Ορισμένοι ασθενείς παρατηρούν ότι η αρθρίτιδα επιδεινώνεται με τις απότομες αλλαγές του καιρού. Εντούτοις, δεν έχει αποδειχθεί ότι υπάρχουν συγκεκριμένες κλιματολογικές συνθήκες που μπορούν να ωφελήσουν ή να επιδεινώσουν τη νόσο.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΜΕ ΦΑΡΜΑΚΑ
Η πλειοψηφία των ασθενών που πάσχει από Ρευματοειδή Αρθρίτιδα πρέπει να υποβάλλεται σε φαρμακευτική αγωγή εφ’ όρου ζωής. Μερικά φάρμακα χορηγούνται για την αντιμετώπιση της φλεγμονής, ενώ άλλα μόνο για την ανακούφιση από τον πόνο. Η γενική κατάσταση του ασθενούς, η υπάρχουσα αλλά και η αναμενόμενη εξέλιξη της νόσου, η χρονική διάρκεια χορήγησης των φαρμάκων, η αποτελεσματικότητα και οι πιθανές παρενέργειες αυτών, λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να συστηθεί η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.
Βασική φαρμακευτική αγωγή κατά της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας είναι η χορήγηση ειδικών δραστικών ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων που εμποδίζουν την ανάπτυξη των φλεγμονών. Σε μεγάλες δόσεις τα φάρμακα αυτά είναι τοξικά και ορισμένα έχουν χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία του καρκίνου. Ωστόσο, σε μικρές δόσεις έχουν αποδειχθεί πολύ αποτελεσματικά και ασφαλή για τη θεραπεία των χρόνιων ρευματικών νοσημάτων.
Με την άμεση και κατάλληλη θεραπευτική αγωγή στους ασθενείς, στους οποίους διαγνώστηκε προσφάτως η ύπαρξη της νόσου, επιτυγχάνεται καλύτερα η αποφυγή μη αναστρέψιμων βλαβών των αρθρώσεων ή των άλλων πασχόντων οργάνων. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, τα δραστικά αυτά θεραπευτικά φάρμακα και συγκεκριμένα τα ανοσοκατασταλτικά, χορηγούνται όσο το δυνατό νωρίτερα. Όταν η χορήγηση ενός μόνο φαρμάκου δεν επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ακολουθείται συνδυασμένη θεραπευτική αγωγή με δύο ή περισσότερα φάρμακα.
ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Οι ασθενείς που παρουσιάζουν σοβαρές, μη αναστρέψιμες βλάβες των αρθρώσεων τους μπορούν να υποβληθούν σε διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις. Πρωταρχικός σκοπός των επεμβάσεων αυτών είναι η μείωση του πόνου, η ανάκτηση της λειτουργικότητας των αρθρώσεων που πάσχουν και η βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς, έτσι ώστε αυτός να είναι σε θέση να εκτελεί τις καθημερινές του δραστηριότητες.
Όμως, η χειρουργική επέμβαση δεν ενδείκνυται σε όλες τις περιπτώσεις και η απόφαση θα πρέπει να ληφθεί μόνο μετά από προσεκτική εξέταση και συζήτηση μεταξύ ασθενούς και γιατρού. Μαζί θα πρέπει να εκτιμήσουν τη γενικότερη κατάσταση της υγείας του ασθενούς, την κατάσταση της άρθρωσης ή του τένοντα που πρόκειται να χειρουργηθεί, καθώς και το λόγο, τους κινδύνους και τα πλεονεκτήματα της χειρουργικής επέμβασης. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και το κόστος της επέμβασης. Η αντικατάσταση της άρθρωσης (αρθροπλαστική), η αποκατάσταση των τενόντων και η υμενεκτομή αποτελούν τις πιο συχνές χειρουργικές επεμβάσεις.
ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΘΡΩΣΗΣ (ΟΛΙΚΗ ΑΡΘΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ). Είναι η πιο συχνή επέμβαση σε ασθενείς με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα και γίνεται πρώτα απ’ όλα για να ανακουφιστεί ο ασθενής από τον πόνο και να βελτιωθεί ή να προστατευτεί η λειτουργικότητα της άρθρωσης. Οι τεχνητές αρθρώσεις δεν είναι πάντα μόνιμες και ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον χρειαστεί ν’ αντικατασταθούν.
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΕΝΟΝΤΩΝ. Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα μπορεί να προκαλέσει βλάβη -ακόμη και ρήξη- των τενόντων, δηλαδή των ιστών που συνδέουν το μυ με το οστούν. Στη συγκεκριμένη χειρουργική επέμβαση, που γίνεται συχνότερα στα χέρια, αποκαθίσταται ο κατεστραμμένος τένοντας με την προσάρτηση του σε άλλον υγιή τένοντα. Η επέμβαση αυτή μπορεί να αποκαταστήσει τη λειτουργικότητα του χεριού.
ΥΜΕΝΕΚΤΟΜΗ. Με τη χειρουργική αυτή επέμβαση ο Ορθοπεδικός, ουσιαστικά, αφαιρεί τον αρθρικό υμένα που φλεγμαίνει. Σπάνια πραγματοποιείται υμενεκτομή σήμερα, γιατί αφενός δεν μπορεί να εξαιρεθεί όλος ο αρθρικός υμένας και αφετέρου ο ιστός που αφαιρείται τελικά αναπλάσσεται.
Η πρόληψη της οστεοπόρωσης είναι πολύ σημαντική, ειδικά όταν ο ασθενής λαμβάνει, μακροχρόνια και συνεχώς, κορτικοστεροειδή. Στην οστεοπόρωση μειώνεται το ασβέστιο των οστών με αποτέλεσμα αυτά να γίνονται αδύναμα και εύθραυστα. Σε πολλές γυναίκες προχωρημένης ηλικίας ο κίνδυνος εμφάνισης οστεοπόρωσης αυξάνει, γίνεται δε μεγαλύτερος στους πάσχοντες από Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, ειδικά εάν ο ασθενής λαμβάνει και κορτικοστεροειδή, όπως πρεδνιζολόνη. Οι συγκεκριμένες ασθενείς θα πρέπει να συμβουλευτούν το γιατρό τους σχετικά με τα πλεονεκτήματα που μπορούν να τους προσφέρουν τα συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D, η φαρμακευτική υποκατάσταση ορμονών ή άλλες ειδικές για την οστεοπόρωση θεραπείες.
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ
Ειδική διατροφή, συμπληρώματα βιταμινών και άλλες εναλλακτικές μέθοδοι έχουν, επίσης, προταθεί για τη θεραπεία της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας.
Αν και πολλές από αυτές μπορεί να μην είναι επιζήμιες, εντούτοις, όπως έδειξαν εμπεριστατωμένες επιστημονικές μελέτες, δεν έχουν αποδειχτεί πλήρως τα ευεργετικά τους αποτελέσματα ή δεν έχουν ποτέ διαπιστωθεί. Κάποιες εναλλακτικές ή συμπληρωματικές θεραπείες, π.χ. ομοιοπαθητική, βελονισμός, μπορεί να βοηθήσουν τον ασθενή στην αντιμετώπιση ή στη μείωση του άγχους που δημιουργεί η χρόνια νόσος.
Όπως συμβαίνει με κάθε θεραπεία, οι ασθενείς πριν ξεκινήσουν μια εναλλακτική ή μια νέου τύπου θεραπεία θα πρέπει να συζητούν με τους θεράποντες ιατρούς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της. Εάν ο γιατρός εκτιμήσει ότι η μέθοδος αυτή αξίζει να χρησιμοποιηθεί και δεν είναι επιζήμια, τότε μπορεί αυτή να συμπεριληφθεί στη θεραπευτική αγωγή που θα ακολουθήσει ο ασθενής.