Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος που προκαλεί πόνο, οίδημα (πρήξιμο), δυσκαμψία και απώλεια της λειτουργικότητας των αρθρώσεων.
Παρουσιάζει μερικά χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από άλλα είδη αρθρίτιδας. Για παράδειγμα, η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα συνήθως εκδηλώνεται με συμμετρική προσβολή πολλών αρθρώσεων. Δηλαδή, εάν πάσχει το δεξιό γόνατο ή οι αρθρώσεις του δεξιού χεριού, πάσχουν και οι αντίστοιχες αρθρώσεις από την αριστερή πλευρά του σώματος.
Αν και προς το παρόν για τη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα δεν υπάρχει πλήρης ίαση, εντούτοις, η αντιμετώπιση μπορεί να είναι αποτελεσματική στους περισσότερους ασθενείς, με σωστή και έγκαιρη θεραπευτική αγωγή.
ΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Η νόσος συχνά προσβάλλει τον καρπό και τις κεντρικές μεσοφαλαγγικές αρθρώσεις των δαχτύλων. Εκτός από τις αρθρώσεις είναι δυνατό να προσβάλει και άλλα μέρη του σώματος. Επίσης, οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν συμπτώματα κόπωσης, περιστασιακά πυρετό και γενικά αίσθημα κακοδιαθεσίας (κακουχία).
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της νόσου είναι ότι εκδηλώνεται διαφορετικά από άτομο σε άτομο. Η ήπια μορφή της νόσου χαρακτηρίζεται από περιόδους, κατά τις οποίες, τα συμπτώματα χειροτερεύουν (εξάρσεις) και περιόδους βελτίωσης (υφέσεις). Σε πιο βαριά μορφή της νόσου η ασθένεια μπορεί να ενεργεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα και ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές λειτουργικές βλάβες των αρθρώσεων.
- Ευαίσθητες, θερμές και διογκωμένες αρθρώσεις.
- Προσβολή πολλών αρθρώσεων (πολυαρθρική προσβολή). Συχνά, προσβάλλονται οι αρθρώσεις του καρπού και οι εγγύς φαλαγγικές αρθρώσεις των δακτύλων των χεριών. Επίσης, μπορεί να προσβληθούν οι αρθρώσεις του αυχένα, οι ώμοι, οι αγκώνες, τα ισχία, τα γόνατα, οι ποδοκνημικές αρθρώσεις και οι αρθρώσεις των άκρων ποδών.
- Συμμετρική προσβολή. Για παράδειγμα, εάν πάσχει το ένα γόνατο, πάσχει και το αντίστοιχο στην άλλη πλευρά του σώματος.
- Εύκολη κόπωση, περιστασιακή εμφάνιση πυρετού, γενικό αίσθημα κακοδιαθεσίας.
- Πόνος και παρατεταμένη δυσκαμψία των αρθρώσεων κατά την αφύπνιση μετά από παρατεταμένη ακινησία.
- Προσβολή -εκτός των αρθρώσεων- και άλλων οργάνων του σώματος. Η συμπτωματολογία μπορεί να επιμένει για πολλά χρόνια.
- Τα συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή.
Αν και η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του ασθενή, οι σύγχρονες θεραπευτικές παρεμβάσεις- όπως η χορήγηση φαρμάκων, η ανάπαυση και η άσκηση, η εκπαίδευση του ασθενή, καθώς και ποικίλα προγράμματα κοινωνικής και ψυχολογικής υποστήριξης – επιτρέπουν στους περισσότερους ασθενείς να είναι δραστήριοι.
ΑΙΤΙΕΣ
Η φυσιολογική άρθρωση -δηλαδή η περιοχή όπου συνενώνονται δύο οστά -περιβάλλεται από τον αρθρικό θύλακο (σάκο), ο οποίος τη στηρίζει και την προστατεύει. Τα άκρα των δυο οστών που συμμετέχουν στην άρθρωση επικαλύπτονται από χόνδρο.
Στη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, το ανοσολογικό σύστημα του οργανισμού για αδιευκρίνιστους λόγους επιτίθεται στα κύτταρα του ίδιου του οργανισμού μέσα στον αρθρικό θύλακα με καταστροφικά αποτελέσματα. Άλλωστε, για το λόγο αυτόν η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα θεωρείται «αυτοάνοσο νόσημα». Με την εμφάνιση της νόσου τα λευκά αιμοσφαίρια, που αποτελούν μέρος του φυσιολογικού ανοσολογικού συστήματος, συγκεντρώνονται στον αρθρικό υμένα και προκαλούν φλεγμονή. Η φλεγμονή αυτή ονομάζεται υμενίτιδα και εμφανίζει συμπτώματα όπως: θερμότητα, ερυθρότητα, οίδημα και πόνο, δηλαδή τυπικά συμπτώματα της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας.
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ: Είναι πιθανό ότι κάποιος περιβαλλοντικός παράγοντας (π.χ. λοιμώδης, όπως κάποιος ιός ή ένα βακτήριο) πυροδοτεί την ενεργοποίηση της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας σε άτομα των οποίων το γενετικό υπόστρωμα τα καθιστά ευάλωτα στη νόσο αυτή. Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα δεν είναι μεταδοτική.
ΟΡΜΟΝΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ: Πιθανότατα υπάρχουν διάφοροι ορμονικοί παράγοντες που ευθύνονται και αυτοί για την εμφάνιση της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας όπως και άλλων αυτοανόσων νοσημάτων. Πιστεύεται δε ότι η διαταραχή κάποιων ορμονών μπορεί να προκαλέσει την ενεργοποίηση της νόσου σ’ ένα άτομο με γενετική προδιάθεση που έχει ήδη εκτεθεί σε κάποιο εκλυτικό περιβαλλοντικό παράγοντα.
ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΒΛΗΘΟΥΝ
Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα, εκτός από τις αρθρώσεις, είναι δυνατό να προσβάλει και άλλα μέρη του σώματος. Το ένα πέμπτο περίπου των ασθενών εμφανίζει ρευματοειδή οζίδια. Πρόκειται για υποδόρια (δηλαδή κάτω από το δέρμα) ογκίδια που συνήθως εμφανίζονται κοντά στις αρθρώσεις.
Πολλοί ασθενείς εμφανίζουν αναιμία (μείωση του φυσιολογικού αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων). Άλλα, λιγότερο συχνά συμπτώματα είναι ο πόνος στον αυχένα, η ξηρότητα των οφθαλμών (ξηροφθαλμία) και η ξηρότητα του στόματος (ξηροστομία).
Πολύ σπάνια οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν φλεγμονή των αιμοφόρων αγγείων (αγγειίτιδα), του περιβλήματος (υπεζωκότα) των πνευμόνων (πλευρίτιδα) ή του σάκου της καρδιάς (περικαρδίτιδα).
Συνήθως η νόσος αρχίζει κατά την 3η ή 4η δεκαετία της ζωής του ασθενούς, αλλά είναι δυνατό να προσβάλει και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Ωστόσο, όχι σπάνια, η νόσος μπορεί να εμφανιστεί σε νέους ενήλικες, ενώ ακόμα και τα παιδιά μπορούν να προσβληθούν από μια ειδική μορφή της νόσου που ονομάζεται νεανική χρόνια ή ιδιοπαθής αρθρίτιδα. Όπως σε άλλα είδη αρθρίτιδας και αυτοανόσων νοσημάτων, η συχνότητα εμφάνισης της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας είναι κατά δυο με τρεις φορές μεγαλύτερη στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες. Υπολογίζεται ότι το 1% των ενηλίκων πάσχουν από Ρευματοειδή Αρθρίτιδα.
Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα έδειξαν ότι η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα εμφανίζει αρκετές ιδιομορφίες σε σύγκριση με άλλα κράτη. Για παράδειγμα, όσον αφορά τη σοβαρότητα της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας, ο ελληνικός πληθυσμός εμφανίζεται σχετικά ευνοημένος.
Καθώς η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα εξελίσσεται, τα κύτταρα που διηθούν τον αρθρικό υμένα επεκτείνονται, εισβάλλουν και διαβρώνουν τους αρθρικούς ιστούς καταστρέφοντας τους χόνδρους και τα οστά. Οι σύνδεσμοι και οι τένοντες, οι οποίοι ενισχύουν και σταθεροποιούν την άρθρωση, εξασθενούν και δεν είναι σε θέση να λειτουργήσουν φυσιολογικά. Έτσι, προκαλείται πόνος και παραμόρφωση των αρθρώσεων, οι οποίες είναι συχνές εκδηλώσεις της νόσου.
Επιπλέον, οι φλεγμονώδεις αντιδράσεις στη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα συντελούν στην απώλεια της οστικής μάζας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε οστεοπόρωση (οστά εύθραυστα, επιρρεπή σε κατάγματα). Πιστεύεται ότι η καταστροφή των οστών αρχίζει από τον πρώτο με δεύτερο χρόνο έναρξης της νόσου. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης και της πρώιμης έναρξης χορήγησης θεραπευτικής αγωγής για την αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας.
Καθώς η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα εξελίσσεται, τα κύτταρα που διηθούν τον αρθρικό υμένα επεκτείνονται, εισβάλλουν και διαβρώνουν τους αρθρικούς ιστούς καταστρέφοντας τους χόνδρους και τα οστά. Οι σύνδεσμοι και οι τένοντες, οι οποίοι ενισχύουν και σταθεροποιούν την άρθρωση, εξασθενούν και δεν είναι σε θέση να λειτουργήσουν φυσιολογικά. Έτσι, προκαλείται πόνος και παραμόρφωση των αρθρώσεων, οι οποίες είναι συχνές εκδηλώσεις της νόσου.
Επιπλέον, οι φλεγμονώδεις αντιδράσεις στη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα συντελούν στην απώλεια της οστικής μάζας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε οστεοπόρωση (οστά εύθραυστα, επιρρεπή σε κατάγματα). Πιστεύεται ότι η καταστροφή των οστών αρχίζει από τον πρώτο με δεύτερο χρόνο έναρξης της νόσου. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης και της πρώιμης έναρξης χορήγησης θεραπευτικής αγωγής για την αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας.
Έχει διαπιστωθεί ότι ορισμένα από τα γονίδια, που ευθύνονται για την προδιάθεση εμφάνισης της νόσου, ελέγχουν τη λειτουργία του ανοσολογικού συστήματος. Αυτό δε σημαίνει ότι οι ασθενείς με τέτοιου είδους γονίδια θα νοσήσουν οπωσδήποτε, αφού είναι φανερό ότι και άλλα, ακόμα άγνωστα γονίδια, καθώς και ορισμένοι περιβαλλοντικοί και άλλοι παράγοντες παίζουν κάποιο ρόλο στην ενεργοποίηση της ασθένειας.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Για να ερμηνευθούν τα συμπτώματα των ασθενών και να προχωρήσουν οι θεράποντες γιατροί στη διάγνωση της νόσου γίνονται πολλές εργαστηριακές εξετάσεις. Μια κοινή εξέταση είναι η δοκιμασία για την ανεύρεση του ρευματοειδούς παράγοντα (RA test), δηλαδή ενός παθολογικού αντισώματος που ανιχνεύεται στο αίμα των περισσοτέρων ασθενών με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα.
Εντούτοις, όλοι οι ασθενείς δεν είναι θετικοί στο ρευματοειδή παράγοντα και ούτε το σύνολο των ατόμων, που έχουν ρευματοειδή παράγοντα στον ορό του αίματος τους πάσχει από Ρευματοειδή Αρθρίτιδα. Άλλες κοινές εξετάσεις είναι η γενική αίματος, η ταχύτητα καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ΤΚΕ), η γενική ούρων και οι πρωτεΐνες οξείας φάσης με κύριο εκπρόσωπο την C-αντιδρώσα πρωτείνη [(CRP) οι τιμές της υποδηλώνουν την παρουσία ή απουσία φλεγμονής ή λοίμωξης], καθώς και άλλες βιοχημικές εξετάσεις που ελέγχουν τη λειτουργία των νεφρών και του ήπατος.
Οι ασθενείς με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα υποβάλλονται σε ακτινολογικό έλεγχο των αρθρώσεων, προκειμένου να εκτιμηθούν η παρουσία και ο βαθμός των αρθρικών βλαβών. Ακόμα, όταν κριθεί απαραίτητο, διάφορες άλλες εξετάσεις (ακτινογραφίες, αξονική τομογραφία, υπερηχογράφημα κ.λπ.) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διερεύνηση της μορφολογίας άλλων οργάνων.