Η Ελκώδης Κολίτιδα είναι μια πάθηση που προκαλεί φλεγμονή και πληγές, τα ονομαζόμενα «έλκη», τα οποία εμφανίζονται στις επιφανειακές στιβάδες (βλεννογόνος) που επικαλύπτουν τον αυλό του παχέος εντέρου. Η φλεγμονή αυτή παρουσιάζεται συνήθως στα τελικά μέρη του παχέος εντέρου, αλλά μπορεί να προσβάλει το παχύ έντερο σε όλο του το μήκος.
Χαρακτηρίζεται από διάρροια. Τα έλκη σχηματίζονται σε περιοχές στις οποίες λόγω της φλεγμονής έχουν νεκρωθεί τα κύτταρα που καλύπτουν το εσωτερικό τοίχωμα του παχέος εντέρου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρατηρείται σε αυτές τις περιοχές αιμορραγία και έκκριση βλέννης και πύου.
Η Ελκώδης Κολίτιδα υπάγεται στις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου (γενικότερη ονομασία για τις παθήσεις που προκαλούν φλεγμονή στο έντερο).
Η διάγνωση μπορεί να είναι δύσκολη, γιατί παρόμοια συμπτώματα μπορεί να εμφανίσουν και άλλες διαταραχές του εντέρου, όπως είναι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (αυτό που συχνά αποκαλείται «Σπαστική Κολίτιδα») και η νόσος του Crohn (ένας άλλος τύπος φλεγμονώδους νόσου του εντέρου). Η τελευταία διαφέρει από την Ελκώδη Κολίτιδα, γιατί προκαλεί φλεγμονή σε βαθύτερες στιβάδες του τοιχώματος του εντέρου. Η νόσος του Crohn εμφανίζεται συνήθως στο λεπτό έντερο, αλλά μπορεί, επίσης, να προσβάλει το στόμα, τον οισοφάγο, το στομάχι, το δωδεκαδάκτυλο, τη σκωληκοειδή απόφυση, το παχύ έντερο και τον πρωκτό, πρακτικά δηλαδή οποιοδήποτε τμήμα του γαστρεντερικου σωλήνα.
Η Ελκώδης Κολίτιδα παρατηρείται συχνότερα σε άτομα ηλικίας μεταξύ 15 και 40 ετών, αν και μπορεί να προσβάλει και παιδιά ή άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Εμφανίζεται με την ίδια συχνότητα σε άνδρες και γυναίκες.
Aιτία
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για τα αίτια που προκαλούν Ελκώδη Κολίτιδα, αλλά καμιά από αυτές δεν έχει πλήρως τεκμηριωθεί. Ωστόσο, σύμφωνα με τη δημοφιλέστερη εξ αυτών, το ανοσοποιητικό σύστημα του ατόμου αντιδρά σε βακτήρια που υπάρχουν φυσιολογικά στο έντερο προκαλώντας έτσι μια αλυσιδωτή φλεγμονώδη αντίδραση στο τοίχωμα του εντέρου, με αποτέλεσμα ο οργανισμός να βλάπτει τελικά τα ίδια του τα κύτταρα.
Ασθενείς με Ελκώδη Κολίτιδα παρουσιάζουν διαταραχές της λειτουργίας του ανοσοποιητικού τους συστήματος. Είναι άγνωσο, εάν αυτό αποτελεί την αιτία ή το αποτέλεσμα της νόσου.
Η ψυχολογική πίεση και η ευαισθησία σε συγκεκριμένες τροφές, αν και θεωρούνται δύο παράγοντες που μπορεί να πυροδοτήσουν σε ορισμένες περιπτώσεις την εμφάνιση των εκδηλώσεων της Ελκώδους Κολίτιδας, δεν αποτελούν τις κύριες αιτίες της νόσου.
Συμπτώματα
Τα πιο συνηθισμένα συμπτώμα της Ελκώδους Κολίτιδας είναι ο πόνος στην κοιλιά και οι αιματηρές διαρροϊκές κενώσεις. Οι ασθενείς ενδέχεται να παραπονούνται και για:
- Εύκολη κόπωση
- Απώλεια βάρους
- Ανορεξία
- Απώλεια υγρών και θρεπτικών συστατικών
Οι μισοί περίπου από τους ασθενείς εκδηλώνουν ήπιες μορφές της νόσου. Άλλοι εμφανίζουν συχνά πυρετό, αιματηρές διάρροιες, ναυτία (τάση για εμετό) και έντονο πόνο στην κοιλιά.
Η Ελκώδης Κολίτιδα μπορεί, επίσης, να προκαλέσει προβλήματα και σε άλλα όργανα του σώματος εκτός από το έντερο, όπως αρθρίτιδα, φλεγμονή στα μάτια, βλάβες στο ήπαρ (λιπώδες ήπαρ, ηπατίτιδα, κίρρωση και πρωτοπαθή σκληρυντική χολαγγειίτιδα), οστεοπόρωση, εξάνθημα στο δέρμα (οζώδες ερύθημα), αναιμία και πέτρες στους νεφρούς. Κανείς δεν γνωρίζει την αιτία των επιπλοκών αυτών, αλλά πιστεύεται ότι το πάσχον ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών ενεργοποιεί τη φλεγμονή και σε άλλα σημεία του οργανισμού. Τα προβλήματα αυτά δεν είναι συνήθως σοβαρά και ορισμένα υποχωρούν με τη θεραπεία της Κολίτιδας.
Διάγνωση
Για τη διάγνωση της Ελκώδους Κολίτιδας απαιτείται τις περισσότερες φορές καλή κλινική εξέταση και σειρά εξετάσεων.
Εξετάσεις αίματος γίνονται για να διαπιστωθεί η αναιμία, η οποία μπορεί να οφείλεται στην απώλεια αίματος με τις αιματηρές διαρροϊκές κενώσεις (αιμορραγία από κάποιο τμήμα του παχέος εντέρου). Ο υψηλός αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων στη γενική εξέταση αίματος μπορεί ν’ αποτελέσει ενδεικτικό στοιχείο για ύπαρξη φλεγμονής σε κάποιο σημείο του οργανισμού. Ακόμα, η εξέταση κοπράνων μπορεί να δείξει εάν υπάρχει αιμορραγία ή λοίμωξη στο έντερο.
Η κολονοσκόπηση αποτελεί μια άλλη εξέταση, μέσω της οποίας ο γιατρός μπορεί να δει τον αυλό του παχέος εντέρου με τη βοήθεια ενός οργάνου που λέγεται ενδοσκόπιο (στην προκειμένη περίπτωση κολοσκόπιο). Πρόκειται για ένα μακρύ και εύκαμπτο σωλήνα, που έχει φωτισμό και συνδέεται με ηλεκτρονικό υπολογιστή και οθόνη, τον οποίο εισάγει ο Γαστρεντερολόγος στο παχύ έντερο του ασθενούς από τον πρωκτό. Με τον τρόπο αυτόν ο γιατρός μπορεί να διαπιστώσει εάν υπάρχουν έλκη ή σημεία αιμορραγίας και φλεγμονής στο τοίχωμα του εντέρου και να προβεί σε βιοψία της βλάβης, εάν αυτή υφίσταται, δηλαδή σε αφαίρεση ενός πολύ μικρού δείγματος ιστού, προκειμένου αυτό να εξεταστεί στο μικροσκόπιο.
Ο βαριούχος υποκλυσμός είναι μια άλλη ακτινολογική εξέταση κατά την οποία το παχύ έντερο γεμίζει με βάριο, ένα διάλυμα άσπρου χρώματος που μοιάζει με ασβέστη. Το βάριο επαλείφει το τοίχωμα του παχέος εντέρου και έχει την ιδιότητα να φαίνεται με την ακτινογραφία, οπότε ο Ακτινολόγος μπορεί να διαπιστώσει εάν υπάρχουν βλάβες του αυλού του εντέρου (όπως, για παράδειγμα, έλκη).
Αντιμετώπιση
Η θεραπεία της Ελκώδους Κολίτιδας εξαρτάται από τη σοβαρότητα της νόσου.
Οι περισσότεροι ασθενείς θεραπεύονται με φαρμακευτική αγωγή, αλλά σε σοβαρές καταστάσεις μπορεί να απαιτηθεί χειρουργική επέμβαση για να αφαιρεθεί το τμήμα του παχέος εντέρου που πάσχει. Ίαση της νόσου επιτυγχάνεται μόνο με τη χειρουργική επέμβαση.
Σε κάποιους ασθενείς η αποφυγή συγκεκριμένων τροφών, που ευθύνονται για την πρόκληση ερεθισμού του εντέρου, αποτελεί έναν τρόπο ελέγχου της νόσου. Η θεραπεία πρέπει να εξατομικεύεται, διότι κάθε ασθενής βιώνει διαφορετικά την ίδια νόσο. Σημαντική σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η ψυχολογική υποστήριξη.
Μερικοί ασθενείς εμφανίζουν υφέσεις της νόσου (περιόδους όπου τα συμπτώματα παύουν να υπάρχουν), οι οποίες διαρκούν για μήνες ή ακόμη και για χρόνια. Παρόλα αυτά, στους περισσότερους ασθενείς τα παραπάνω συμπτώματα θα παρουσιαστούν ξανά. Εξαιτίας της εναλλαγής αυτής δεν μπορεί κανείς ν’ αποφανθεί για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
Ένα άτομο που πάσχει από Ελκώδη Κολίτιδα μπορεί να χρειάζεται να πάρει φαρμακευτική αγωγή για κάποιο χρονικό διάστημα και να επισκέπτεται τακτικά το γιατρό, ο οποίος προβαίνει στην εκτίμηση της κατάστασης του.
Φάρμακα. Οι περισσότεροι ασθενείς με ήπια ή μέτριας σοβαρότητας νόσο αντιμετωπίζονται σε πρώτη φάση με παράγοντες του 5 -αμινοσαλικυλικού οξέος (5-ASA) (ένα συνδυασμό των φαρμάκων σουλφοναμίδη, σουλφαπυριδίνη και σαλικυλικό οξύ), που βοηθά στον έλεγχο της φλεγμονής. Από την κατηγορία αυτή η σουλφασαλαζίνη είναι το φάρμακο που χρησιμοποιείται πιο συχνά (για όσο διάστημα είναι απαραίτητη) και μπορεί να χορηγηθεί σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα. Όσοι δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία με σουλφασαλαζίνη μπορεί να ωφεληθούν από τη δράση άλλων φαρμάκων, που υπάγονται στην ίδια κατηγορία. Η ναυτία, οι έμετοι, η διάρροια και ο πονοκέφαλος είναι μερικές πιθανές παρενέργειες που μπορεί να εμφανιστούν.
Ασθενείς που πάσχουν από σοβαρή μορφή της νόσου και δεν ανταποκρίνονται στα σκευάσματα του αμινοσαλικυλικού οξέος μπορεί να αντιμετωπιστούν με κορτικοστεροειδή, τα οποία μπορεί να χορηγηθούν από το στόμα, ενδοφλεβίως, με υποκλυσμό ή με τη μορφή υπόθετου, ανάλογα με την εντόπιση της φλεγμονής. Αύξηση του σωματικού βάρους, ακμή, υπερτρίχωση του προσώπου, υπέρταση, διαταραχές της ψυχικής διάθεσης και αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης λοιμώξεων αποτελούν ορισμένες παρενέργειες αυτών των φαρμάκων. Γι’ αυτό οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά από γιατρό.
Η χορήγηση άλλων φαρμάκων μπορεί να συμβάλει στην ανακούφιση από τον πόνο, τις διάρροιες ή στην καταπολέμηση μιας πιθανής λοίμωξης.
Σε ορισμένες περιπτώσεις τα συμπτώματα είναι τόσο σοβαρά που ο ασθενής πρέπει να νοσηλευθεί σε νοσοκομείο. Πα παράδειγμα, κάποιος μπορεί να εμφανίσει σοβαρή αιμορραγία ή αφυδάτωση μετά από πολλές επαναλαμβανόμενες διαρροϊκές κενώσεις. Σε αυτή την περίπτωση ο γιατρός καλείται να αντιμετωπίσει την απώλεια αίματος, υγρών και ηλεκτρολυτών (ουσίες διαλυμένες μέσα στο αίμα που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία των κυττάρων). Ένας τέτοιος ασθενής μπορεί να χρειάζεται ειδική δίαιτα, χορήγηση θρεπτικών ουσιών ενδοφλεβίως, φαρμακευτική αγωγή ή μερικές φορές χειρουργική επέμβαση.
Άλλα ανοσοτροποποιητικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της Ελκώδους Κολίτιδας είναι η αζαθειοπρίνη και κυκλοσπορίνη Α.
Το 25 με 40% περίπου των ασθενών μπορεί να χρειαστεί να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση τμήματος του παχέος εντέρου που πάσχει, λόγω μαζικής αιμορραγίας, μεγάλης κρισιμότητας της νόσου, ρήξης του εντέρου ή αυξημένου κινδύνου εμφάνισης καρκίνου. Μερικές φορές όταν ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στη φαρμακευτική αγωγή ή όταν εμφανίζονται ανεπιθύμητες ενέργειες από κορτικοστεροειδή ή άλλα φάρμακα, που, ενδεχομένως, είναι απειλητικές για τη ζωή του, ο θεράπων γιατρός μπορεί να προτείνει τη χειρουργική επέμβαση.