Η νόσος του Crohn προκαλεί φλεγμονή του εντέρου. Προσβάλλει συνήθως το κατώτερο τμήμα του λεπτού εντέρου, το οποίο ονομάζεται ειλεός, αλλά πρακτικά μπορεί να προσβάλει οποιοδήποτε τμήμα του γαστρεντερικού σωλήνα από την αρχή μέχρι το τέλος του (από το στόμα μέχρι τον πρωκτό). Η φλεγμονή επεκτείνεται και στις βαθύτερες στιβάδες του τοιχώματος του εντέρου. Έτσι, προκαλείται πόνος και το έντερο λόγω αυτού του ερεθισμού αδειάζει γρήγορα (διάρροια).
Πρόκειται για μια φλεγμονώδη νόσο, όπως ονομάζονται γενικώς οι παθήσεις που προκαλούν φλεγμονή του εντέρου. Είναι πολύ σημαντικό να μπορεί ο γιατρός να τη διακρίνει από το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου και από την Ελκώδη Κολίτιδα, δεδομένου ότι οι παθήσεις αυτές προκαλούν παρόμοια συμπτώματα.
Η νόσος του Crohn προσβάλλει στο ίδιο ποσοστό άνδρες και γυναίκες και απ’ ό,τι φαίνεται συναντάται συχνότερα σε κάποιες οικογένειες. Περίπου το 20% των ασθενών έχουν ένα συγγενή εξ αίματος που πάσχει από φλεγμονώδη νόσο του εντέρου και συγκεκριμένα κάποιον αδελφό ή αδελφή, σπανιότερα κάποιο παιδί ή κάποιον από τους γονείς.
Αιτίες
Υπάρχουν πολλές θεωρίες για την αιτία της νόσου του Crohn, αλλά καμία από αυτές δεν έχει τεκμηριωθεί. Σύμφωνα με τη δημοφιλέστερη, το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδρά στην παρουσία βακτηρίων που υπάρχουν φυσιολογικά στο έντερο με αποτέλεσμα να προκαλείται συνεχής φλεγμονή στο έντερο.
Οι ασθενείς με νόσο του Crohn παρουσιάζουν διαταραχές του ανοσοποιητικού τους συστήματος, αλλά κανείς δε γνωρίζει αν αυτές οι διαταραχές αποτελούν την αιτία ή το αποτέλεσμα της πάθησης.
Τα συμπτώματα και η διάγνωση
Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα της νόσου του Crohn είναι ο πόνος στην κοιλιά, συχνά στο κατώτερο δεξιό μέρος και η διάρροια. Οι ασθενείς μπορεί, επίσης, να αναφέρουν αιμορραγία από το ορθό, απώλεια βάρους και πυρετό. Η αιμορραγία μπορεί να είναι σοβαρή και επίμονη και να οδηγήσει σε αναιμία. Σε παιδιά που πάσχουν από τη νόσο του Crohn μπορεί να καθυοπερήσει η ανάπτυξη τους.
Τις περισσότερες φορές για τη διάγνωση της νόσου απαιτούνται προσεκτική κλινική εξέταση και μια σειρά εξετάσεων.
Εξετάσεις αίματος μπορούν να γίνουν για να διαπιστωθεί το ενδεχόμενο αναιμίας, η οποία μπορεί να σημαίνει αιμορραγία στο έντερο. Μπορεί ακόμα να διαπιστωθεί αυξημένος αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων στο αίμα, στοιχείο που υποδηλώνει την παρουσία φλεγμονής. Η εξέταση κοπράνων βοηθά το γιατρό να δει αν υπάρχει αιμορραγία ή φλεγμονή στο έντερο.
Ο γιατρός μπορεί, επίσης, να προβεί σε διάβαση του ανώτερου πεπτικού συστήματος για να εξετάσει το λεπτό έντερο. Σε αυτή την περίπτωση ο ασθενής καταπίνει βάριο και αλείφει το τοίχωμα του λεπτού εντέρου και εν συνεχεία υποβάλλεται σε μια σειρά ακτινογραφιών. Το βάριο έχει την ιδιότητα να φαίνεται στην ακτινογραφία αποκαλύπτοντας με τον τρόπο αυτόν τυχόν βλάβες που υπάρχουν στον αυλό του λεπτού εντέρου.
Μπορεί, επίσης, να γίνει κολονοσκόπηση. Με τον τρόπο αυτόν ο γιατρός μπορεί να διαπιστώσει εάν υπάρχει αιμορραγία ή φλεγμονή στο παχύ έντερο ή στον τελικό ειλεό και να προβεί σε βιοψία, δηλαδή σε αφαίρεση ενός μικρού δείγματος ιστού από το έντερο, προκειμένου αυτό να εξεταστεί στο μικροσκόπιο.
Αν με τις παραπάνω εξετάσεις διαπιστωθεί ότι πρόκειται για νόσο του Crohn, τότε απαιτούνται και ακτινολογικές εξετάσεις για τη διερεύνηση ολόκληρου του γαστρεντερικού σωλήνα για τον εντοπισμό και άλλων σημείων της νόσου.
Επιπλοκές
Η πιο συνηθισμένη επιπλοκή είναι η απόφραξη του εντέρου, η οποία συμβαίνει γιατί η νόσος έχει την τάση να προκαλεί πάχυνση του εντερικού τοιχώματος με οίδημα και σχηματισμό ουλών οδηγώντας έτσι σε στένωση του αυλού απ’ όπου διέρχεται το εντερικό περιεχόμενο.
Η νόσος του Crohn μπορεί, επίσης, να προκαλέσει πληγές και έλκη, τα οποία διεισδύουν μέσω της περιοχής που έχει υποστεί φλεγμονή στους γειτονικούς ιστούς, όπως είναι η ουροδόχος κύστη, ο κόλπος ή το δέρμα, με αποτέλεσμα το σχηματισμό συριγγίων. Συχνά προσβάλλονται οι περιοχές γύρω από τον πρωκτό και το ορθό.
Τα συρίγγια είναι συνήθης επιπλοκή και πολλές φορές, επιμολύνονται. Αντιμετωπίζονται με φαρμακευτική αγωγή, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση.
Οι επιπτώσεις στη θρέψη των ασθενών αποτελεί συχνή επιπλοκή της νόσου του Crohn. Έχει διαπιστωθεί ότι οι ασθενείς εμφανίζουν έλλειψη πρωτεϊνών, θερμίδων και βιταμινών λόγω ανεπαρκούς διατροφικής πρόσληψης, απώλειας θρεπτικών συστατικών από το έντερο ή κακής απορρόφησης (δυσαπορρόφησης).
Άλλες επιπλοκές που σχετίζονται με τη νόσο του Crohn είναι: η αρθρίτιδα, βλάβες του δέρματος (εξανθήματα), φλεγμονή στα μάτια ή στο στόμα, πέτρες στους νεφρούς (νεφρολιθίαση), στη χοληδόχο κύστη (χολολιθίαση) ή άλλες παθήσεις του ήπατος και των χολαγγείων. Μερικά από αυτά τα προβλήματα υποχωρούν κατά το διάστημα χορήγησης της θεραπείας για την προσβολή του γαστρεντερικου συστήματος από τη νόσο, ενώ άλλα πρέπει να αντιμετωπιστούν εξειδικευμένα.
Αντιμετώπιση
Η θεραπεία της νόσου του Crohn εξαρτάται από την εντόπιση, τη σοβαρότητα, τις επιπλοκές της νόσου και την προγενέστερη χορηγηθείσα θεραπεία. Σκοπός της είναι ο έλεγχος της φλεγμονής, η αποκατάσταση της δυσαπορρόφησης και η ανακούφιση από διάφορα συμπτώματα, όπως είναι ο πόνος, οι διάρροιες και οι αιμορραγίες από το ορθό.
Η θεραπεία περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, χειρουργική επέμβαση, διατροφική υποστήριξη και το συνδυασμό αυτών. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει οριστική θεραπεία της νόσου. Αν και ορισμένοι ασθενείς παρουσιάζουν μεγάλες περιόδους ύφεσης που διαρκούν χρόνια, η νόσος συνήθως υποτροπιάζει πολλές φορές στη διάρκεια της ζωής τους και γι’ αυτό τα παραπάνω άτομα χρειάζονται στενή ιατρική παρακολούθηση. Δυστυχώς, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ούτε το χρόνο ούτε τη σοβαρότητα της υποτροπής.
Να σημειωθεί ότι μια πρόσφατη μελέτη βρήκε ότι η νόσος έχει δύο διακριτούς υποτύπους, κάτι που εξηγεί γιατί δεν ανταποκρίνονται όλοι οι ασθενείς στην κλασσική θεραπεία.
Φάρμακα. Η θεραπεία περιλαμβάνει τέσσερις μεγάλες κατηγορίες φαρμάκων: τα αμινοσαλικυλικά, τα κορτικοστεροειδή, τα ανοσοκατασταλτικά και τους νέους βιολογικούς ανπφλεγμονώδεις παράγοντες. Οι περισσότεροι ασθενείς αρχικά υποβάλλονται σε αγωγή με αμινοσαλικυλικά, ουσίες που ελέγχουν τη φλεγμονή μέσω του δραστικού συστατικού 5-αμινοσαλικυλικό οξύ ή μεσαλαζίνη. Η σουλφασαλαζίνη είναι το φάρμακο αυτής της κατηγορίας που χρησιμοποιείται συχνότερα. Ασθενείς που παρουσιάζουν δυσανεξία στο σκεύασμα αυτό μπορούν να λάβουν μεσαλαζίνη ή ολσαλαζίνη Οι παρενέργειες των φαρμάκων αυτών είναι σχετικά σπάνιες, μπορεί, όμως, να προκαλέσουν ναυτία, έμετο, διάρροιες και κεφαλαλγίες.
Τα κορτικοστεροειδή χρησιμοποιούνται, επίσης, για τον έλεγχο της φλεγμονής και είναι ιδιαίτερα δραστικά, η μακροχρόνια, όμως, χρήση τους προκαλεί πολλές παρενέργειες, όπως οστεοπόρωση, καταρράκτη, σακχαρώδη διαβήτη κ.ά., με κυριότερη την ευαισθησία στις λοιμώξεις.
Φάρμακα που καταστέλλουν το ανοσολογικό σύστημα του οργανισμού είναι, επίσης, αποτελεσματικά. Το φάρμακο που χορηγείται συνηθέστερα είναι η αζαθειοπρίνη η οποία μεταβολίζεται σε 6-μερκαπτοπουρίνη.Τα φάρμακα αυτά χορηγούμενα σε συνδυασμό με κορτικοστεροειδή συμβάλλουν σημαντικά στην ελάττωση της δόσης των τελευταίων. Έχουν και αυτά παρενέργειες, όπως ναυτία, έμετο, διάρροια και κυρίως, ευαισθησία στις λοιμώξεις.
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται βιολογικοί παράγοντες στη θεραπεία των αυτοανόσων νοσημάτων του εντέρου, δηλαδή ουσίες που έχουν στόχο συγκεκριμένα συστατικά του ανοσολογικού συστήματος. Μια τέτοια ουσία είναι η ινφλιξιμάμπη (Remicade), ένα μονοκλωνικό αντίσωμα, το οποίο δρα κατά του παράγοντα νέκρωσης των όγκων, που βρέθηκε ότι συμμετέχει στη δημιουργία της φλεγμονής στη νόσο του Crohn.
Η ινφλιξιμάμπη έχει εγκριθεί για τη θεραπεία της μέτριας προς σοβαρή μορφής της νόσου που δεν ανταποκρίνεται στη συμβατική θεραπεία (αμινοσαλικυλικά, κορτικοστεροειδή και ανοσοκατασταλτικά), καθώς και στην περίπτωση ενεργών συριγγίων.
Τα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται τόσο ως συμπλήρωμα της θεραπείας, όσο και για τον έλεγχο των μικροβίων της εντερικής χλωρίδας, όταν υπάρχουν συρίγγια, στενώσεις του αυλού ή πριν από τη χειρουργική επέμβαση. Τα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται είναι οι κεφαλοσπορίνες, οι κινολόνες και η μετρονιδαζόλη.
Οι διάρροιες και τα κοιλιακά άλγη συνήθως υποχωρούν μετά τον έλεγχο της φλεγμονής, αλλά σε μερικές περιπτώσεις κρίνεται απαραίτητη η χορήγηση και άλλων φαρμάκων. Τα αντιδιαρροϊκά, όπως η λοπεραμίδη, η κωδεΐνη και η διφενοξυλάτη είναι χρήσιμα, ενώ άλλες φορές ο ασθενής πρέπει να πάρει υγρά και ηλεκτρολύτες ενδοφλεβίως, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αφυδάτωση.
Διατροφικά συμπληρώματα. Ο γιατρός μπορεί να συστήσει τη χορήγηση διατροφικών συμπληρωμάτων, ιδίως στα παιδιά που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη, μέσω ειδικών σκευασμάτων υψηλής ενεργειακής αξίας. Μικρός αριθμός ασθενών μπορεί να χρειαστεί χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής ενδοφλεβίως σε περιπτώσεις, όπου απαιτείται ανάπαυση του εντέρου ή όταν λόγω της βαριάς φλεγμονής δεν είναι δυνατή η απορρόφηση των συστατικών των τροφών.
Χειρουργική αντιμετώπιση. Πολλοί ασθενείς υποβάλλονται σε εκτομή τμήματος του εντέρου είτε για να ελεγχθούν τα συμπτώματα, όταν αυτά δεν υποχωρούν με τη χορήγηση φαρμάκων είτε για να αντιμετωπιστούν επιπλοκές, όπως είναι η ρήξη του εντέρου, τα αποστήματα, ο ειλεός ή η μεγάλη αιμορραγία. Δυστυχώς, η αφαίρεση τμήματος του εντέρου δε λύνει το πρόβλημα, αφού η νόσος μπορεί να υποτροπιάσει σε διπλανά τμήματα του.
Σε ασθενείς, στους οποίους η νόσος προσβάλλει το παχύ έντερο η ολική κολεκτομή, δηλαδή η αφαίρεση ολοκλήρου του παχέος εντέρου και η δημιουργία μόνιμης ειλεοστομίας αποτελεί θεραπευτική μέθοδο για την αντιμετώπιση της νόσου. Η ειλεοστομία (παρά φύσιν έδρα), δηλαδή η έξοδος του τελικού τμήματος του λεπτού εντέρου στη επιφάνεια του δέρματος (συνήθως στο δεξιό κατώτερο τμήμα του κοιλιακού τοιχώματος) από όπου εξέρχονται τα κόπρανα, δεν επηρεάζει σημαντικά την καθημερινή ζωή των ασθενών. Μερικές φορές γίνεται εκτομή μόνο του πάσχοντος τμήματος του εντέρου και τα τελικά μέρη ενώνονται, χωρίς να απαιτείται η δημιουργία κολοστομίας.
Επειδή η νόσος συχνά υποτροπιάζει μετά από χειρουργική επέμβαση, οι ασθενείς θα πρέπει να σταθμίσουν προσεκτικά τα οφέλη και τους κινδύνους της εγχείρησης συγκριτικά με άλλες θεραπευτικές μεθόδους. Εξάλλου, η χειρουργική επέμβαση δεν είναι η καταλληλότερη αντιμετώπιση για όλους. Για το λόγο αυτόν συστήνεται στους ασθενείς να συμβουλεύονται το γιατρό τους προκειμένου να βρεθεί η καταλληλότερη θεραπεία που ενδείκνυται για την περίπτωση τους.
Οι ασθενείς που πάσχουν από τη νόσο του Crohn παρουσιάζουν συνήθως καλή γενική κατάσταση και για μεγάλα χρονικά διαστήματα δεν εμφανίζουν συμπτώματα, εφόσον η νόσος δεν έχει ενεργοποιηθεί. Αν και οι ασθενείς χρειάζεται να λαμβάνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα φάρμακα και περιστασιακά να νοσηλεύονται, εντούτοις στην πλειοψηφία τους μπορούν να εργάζονται, να έχουν οικογένεια και γενικά να είναι ενεργά μέλη της κοινωνίας.