Η γρίπη μπορεί να εξασθενήσει το ανοσοποιητικό σύστημα, επιτρέποντας στα βακτήρια που καραδοκούν (ή στον ίδιο τον ιό) να βρουν τον δρόμο προς τους πνεύμονες και να προκληθεί πνευμονία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η πνευμονία οφείλεται στον στρεπτόκοκκο της πνευμονίας (πνευμονιόκοκκο) για τον οποίο υπάρχουν δύο εμβόλια για διαφορετικά στελέχη του.
Υπολογίζεται ότι το 30% των κρουσμάτων πνευμονίας κάθε χρόνο έχουν ως αιτία, άμεσα ή έμμεσα, τη γρίπη, και ότι μέχρι το 20% των ασθενών με πνευμονία μπορεί να χάσει τη ζωή του.
Ακόμα κι ένα τμήμα ενός πνεύμονα αν μολυνθεί από βακτήριο ή ιό, υπονομεύεται μία από τις βασικότερες λειτουργίες του οργανισμού και αυτό απαιτεί άμεσο ιατρικό έλεγχο, διότι αν η κατάσταση είναι βαριά ο ασθενής μπορεί να χρειασθεί διασωλήνωση και νοσηλεία σε εντατική μονάδα.
Πώς προκαλείται η πνευμονία
Κάθε πνεύμονας διαθέτει περίπου 300 εκατομμύρια μικροσκοπικούς ασκούς, τις κυψελίδες, όπου γίνεται η ανταλλαγή αερίων, δηλαδή οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα. Όταν εισβάλουν στον ιστό του πνεύμονα παθογόνα μικρόβια, οι κυψελίδες γεμίζουν με υγρά και πύον και αυτό έχει ως συνέπεια να δυσχεραίνεται η ανταλλαγή αερίων και να προκαλούνται συμπτώματα όπως βήχας, δύσπνοια, πυρετός με ρίγη, γρήγορη αναπνοή, πόνος στο στήθος κατά την αναπνοή και κόπωση, ενώ ειδικά στους ηλικιωμένους παρατηρείται και νοητική σύγχυση.
Κατά τη διάγνωση της πνευμονίας, ο γιατρός αποφασίζει αν χρειάζεται νοσηλεία με βάση τα εξής κριτήρια:
- Πόσο έχει επηρεαστεί η αναπνευστική λειτουργία.
- Τη γενική αιματολογική εικόνα (π.χ. αν υπάρχει σοβαρή αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων που είναι τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος).
- Αν έχουν προσβληθεί άλλα όργανα όπως οι νεφροί κάτι που φαίνεται από τα επίπεδα της ουρίας στο αίμα.
- Αν έχει πέσει η αρτηριακή πίεση.
- Αν ο ασθενής ανήκει σε κάποια ομάδα υψηλού κινδύνου για βαριά πνευμονία, και αν έχει ηλικία άνω των 65 ετών.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η πνευμονία έχει αιτία το βακτήριο που ονομάζεται στρεπτόκοκκος της πνευμονίας (πνευμονιόκοκκος), οπότε αντιμετωπίζεται με αντιβιοτικά. Ο πνευμονιόκοκκος είναι ένα σημαντικό παθογόνο μικρόβιο που προκαλεί μεγάλη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Μπορεί να προκαλέσει βαριά πνευμονία, μηνιγγίτιδα και σήψη. Δεν ζει στο περιβάλλον αλλά αποικίζει φυσιολογικά τους βλεννογόνους της μύτης και του φάρυγγα πολλών ανθρώπων (μέχρι και 40% και παιδιά και 10% στους ενήλικες), χωρίς να προκαλεί λοιμώξεις.
Αν και η πνευμονία συνήθως είναι ήπια νόσος και δεν αφήνει κατάλοιπα στα άτομα που είναι υγιή, είναι πιθανό να προκαλέσει επιπλοκές (π.χ. απόστημα, εμπύημα) στα άτομα τα οποία ήδη έχουν επιβαρημένη πνευμονική λειτουργία συνήθως από το κάπνισμα.
Επιπλέον, αν κάποιος έχει πνευμονική ίνωση και πάθει πνευμονία, μπορεί να παρουσιάσει σοβαρότερη αναπνευστική ανεπάρκεια σε σχέση με πριν ενώ αν έχει χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) είναι πιθανό να χρειαστεί οξυγόνο ακόμα και στο σπίτι.
Ένας σπάνιος κίνδυνος είναι να διεγερθεί το ανοσοποιητικό σύστημα και να εκδηλωθεί το αυτοάνοσο νόσημα που λέγεται σύνδρομο Goodpasture. Η ασθένεια αυτή είναι πολύ σοβαρή, καθώς προκαλεί αιμορραγία των κυψελίδων και νεφρική ανεπάρκεια, και γι’ αυτό έχει υψηλό ποσοστό θνησιμότητας. Η πάθηση είναι πιθανότερη στους καπνιστές που εκδηλώνουν πνευμονία εξαιτίας του ιού της γρίπης.
Οι επιζώντες από πνευμονιοκοκκική μηνιγγίτιδα παρουσιάζουν μεγάλο ποσοστό νευρολογικών επιπλοκών.
Τα εμβόλια
Ο καλύτερος τρόπος προστασίας από την πνευμονία είναι ο εμβολιασμός κατά της γρίπης και κατά του πνευμονιοκόκκου.
Το αντιγριπικό εμβόλιο πρέπει να το κάνουν όλοι οι άνθρωποι που είναι πάνω από 65 χρονών, οι καπνιστές και όλοι όσοι πάσχουν από οποιοδήποτε χρόνιο νόσημα, ανεξάρτητα από την ηλικία. Σημαντικό είναι να εμβολιάζονται οι γιατροί και οι νοσηλευτές. Να σημειωθεί ότι το αντιγριπικό εμβόλιο μειώνει 50-60% τα κρούσματα ή τη σοβαρότητα της γρίπης.
Για τον πνευμονιόκοκκο υπάρχουν δύο εμβόλια, “τα εμβόλια της πνευμονίας”, ένα που προστατεύει από 23 στελέχη του βακτηρίου και ένα που προστατεύει από 13 στελέχη. Το 23δυναμο προκαλεί ανοσία για περίπου 5 χρόνια αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παιδιά κάτω των 2 ετών. Το 13δύναμο, που είναι μεταγενέστερο, εφαρμόζεται χωρίς περιορισμό και στα παιδιά μέχρι ηλικίας 5 ετών.
Ειδικά για τους ηλικιωμένους, το εμβολιακό σχήμα είναι ως εξής:
- Αν είναι πάνω από 65 ετών και δεν έχουν κάνει κανένα εμβόλιο, να κάνουν πρώτα το 13δυναμο και μετά από 6-12 μήνες το 23δυναμο.
- Αν έχουν περάσει τα 65 χρόνια και έχουν κάνει το 23δυναμο, να κάνουν το 13δυναμο μετά από τουλάχιστον 1 χρόνο.
- Αν έχουν κάνει το 23δυναμο εμβόλιο πριν τα 65 και τώρα είναι πάνω από 65, πρέπει να κάνουν το 13δυναμο (εφ’ όσον πέρασε τουλάχιστον ένας χρόνος από το 23δυναμο) και μετά από 6-12 μήνες ακόμα μία δόση του 23δυναμου.