Τα τελευταία 15 χρόνια, τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D στον ανθρώπινο οργανισμό έχουν συνδεθεί με διάφορα προβλήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένων των καρδιαγγειακών νοσημάτων, της κατάθλιψης, της υπέρτασης, του διαβήτη τύπου 2 αλλά και διαφόρων ειδών καρκίνου.
Η βιταμίνη έχει δύο μορφές: την χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3) και την εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2). Η μορφή D3 παράγεται από το δέρμα όταν αυτό εκτίθεται στον ήλιο.
Να σημειωθεί ότι η βιταμίνη D αποτελεί σημαντικό τμήμα του μηχανισμού με τον οποίο διαχειρίζεται ο οργανισμός το ασβέστιο και τον φώσφορο των τροφίμων και γι’ αυτό είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη και διατήρηση υγιών των οστών.
Τώρα, σύμφωνα με μελέτη στο περιοδικό Cell Reports η ανεπάρκεια της βιταμίνης D3 συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων ασθενειών της τρίτης ηλικίας, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ, η νόσος Πάρκινσον, η γνωστική δυσλειτουργία και ο καρκίνος.
Στην τρίτη ηλικία, ο κίνδυνος για έλλειψη της βιταμίνης D αυξάνεται σημαντικά λόγω της μειωμένης διατροφικής πρόσληψης αλλά και μειωμένης δερματικής σύνθεσης της. Αυτό έχει πυροδοτήσει σημαντικές συζητήσεις στην επιστημονική κοινότητα σχετικά με τα συμπληρώματα βιταμίνης D σε ηλικιωμένους και εάν οι ελλείψεις σε βιταμίνη D αποτελούν μια ένδειξη της κακής υγείας ή αυξάνουν την ευαισθησία ενός ατόμου στην ανάπτυξη χρόνιων ασθενειών.
Στη συγκεκριμένη μελέτη, οι επιστήμονες εξέτασαν τον μηχανισμό με τον οποίο η βιταμίνη D επηρεάζει τη γήρανση και βρήκαν ότι η D3 κατέστειλε μια σημαντική μοριακή παθολογία της γήρανσης του πληθυσμού, και εμπόδισε την τοξικότητα που προκαλείται από την πρωτεΐνη β-αμυλοειδούς η οποία βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα στον εγκέφαλο των ασθενών που πάσχουν από Αλτσχάιμερ.
Αν και η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταλήξει για τα βέλτιστα επίπεδα της βιταμίνης στο σώμα, όλοι συμφωνούν πως αν είναι κάτω από 10 ng/ml είναι πάρα πολύ χαμηλά και αν είναι κάτω από 30 ng/ml δεν είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Το 90% της βιταμίνης D που προσλαμβάνει ο οργανισμός προέρχεται από τον ήλιο. Περίπου 20 λεπτά έκθεσης στον ήλιο, τρεις φορές την εβδομάδα, θεωρείται ότι αρκεί για να έχουν ικανοποιητικά επίπεδα βιταμίνης D οι περισσότεροι άνθρωποι. Όμως οι ακτίνες του ήλιου πρέπει να είναι σχετικά κατακόρυφες ενώ τα αντηλιακά μπλοκάρουν την δημιουργία την βιταμίνης στο δέρμα.
Καλές φυσικές πηγές της είναι τα λιπαρά ψάρια, όπως ο σολομός και οι σαρδέλες, καθώς και τα αυγά και οι γαρίδες. Υπάρχουν επίσης εμπλουτισμένα τρόφιμα (γάλα, χυμοί, δημητριακά κ.λπ.).
Οι ιώσεις
Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Journal of the American Geriatrics Society έδειξε ότι η λήψη βιταμίνης D μπορεί να μειώσει τη συχνότητα των σοβαρών λοιμώξεων του αναπνευστικού στους ηλικιωμένους. Αυτό μπορεί να είναι σωτήριο για τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα η οποία κινδυνεύει πάρα πολύ από τον ιό της γρίπης. Να σημειωθεί ότι τα επίπεδα της βιταμίνης στον οργανισμό μας είναι χαμηλότερα τον χειμώνα, την κατ’ εξοχήν εποχή των αναπνευστικών ιώσεων.
Στη μελέτη συμμετείχαν 107 άτομα, μέσης ηλικίας 84 ετών, τους οποίους παρακολούθησαν επί 12 μήνες ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Οι μισοί από τους ηλικιωμένους έπαιρναν καθημερινά μεγάλες δόσεις βιταμίνης D και οι υπόλοιποι μέτριες έως χαμηλές.
«Διαπιστώσαμε ότι μεταξύ όσων έπαιρναν υψηλές δόσεις της βιταμίνης υπήρξε μείωση κατά 40% των οξέων αναπνευστικών λοιμώξεων», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Αντίτ Γκίντε, καθηγητής Επείγουσας Ιατρικής στο πανεπιστήμιο. Ο ίδιος ανέφερε ότι η βιταμίνη D βελτιώνει την ικανότητα του ανοσοποιητικού να καταπολεμά τις λοιμώξεις και έτσι αποτρέπει ασθένειες όπως η γρίπη, η βρογχίτιδα και η πνευμονία, ενώ μπορεί να δράσει προφυλακτικά και εναντίον των παροξύνσεων της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας.
Επίσης, οι μελέτες έχουν δείξει ότι η βιταμίνη μετριάζει την βλαβερή φλεγμονώδη αντίδραση των λευκών αιμοσφαιρίων που αναπτύσσεται καθώς προσπαθούν να καταπολεμήσουν τους ιούς.
Όπως έχουν επισημάνει επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι συνηθισμένο πρόβλημα, προσβάλλοντας σχεδόν έναν στους επτά ανθρώπους όλων των ηλικιών παγκοσμίως. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ανεπτυγμένες χώρες οι γιατροί αρχίζουν να ξαναβλέπουν κρούσματα ραχίτιδας σε παιδιά – μιας ασθένειας που οφείλεται στην εξασθένηση των οστών και σε μεγάλο βαθμό είχε εκλείψει από τότε που άρχισε ο εμπλουτισμός των τροφίμων με βιταμίνη D.
Στην Ελλάδα, οι μελέτες έχουν δείξει ότι παρά την ηλιοφάνεια, η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι συχνή το χειμώνα ενώ το 70% των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών παρουσιάζουν έλλειψη της βιταμίνης. Ο λόγος της ανεπάρκειας είναι ότι η βιταμίνη D έχει χρόνο ημιζωής μόνο 15 μέρες. Δηλαδή, δύο εβδομάδες μετά από την τελευταία μέρα του καλοκαιριού έχουμε τη μισή βιταμίνη D στο σώμα μας και κάθε 15 μέρες απομένει η μισή της προηγούμενης ποσότητας.