Το ανδρικό μόριο δεν διαθέτει κόκκαλο στο εσωτερικό του, σε αντίθεση με πολλά άλλα αρσενικά θηλαστικά συμπεριλαμβανομένων των χιμπατζήδων, των μπονόμπο, των λιονταριών, των σκύλων κ.ά.
Σύμφωνα με δύο ανθρωπολόγους του University College του Λονδίνου, αιτία για αυτή τη διαφορά είναι η μονογαμία που εμφανίστηκε κατά την ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι δύο επιστήμονες εκτιμούν ότι ο άνδρας απέκτησε ασπόνδυλο μόριο την εποχή του Homo erectus (Όρθιου ανθρώπου) πριν από 1,5-2 εκατομμύρια χρόνια.
Ο Christopher Opie και η Matilda Brindle, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Proceedings of the Royal Society B’ μελέτησαν την εξελικτική ιστορία του οστού αυτού το οποίο εκτιμάται ότι εμφανίστηκε πριν από 145 έως 95 εκατομμύρια χρόνια στα αρσενικά θηλαστικά. Η μορφολογία του διαφέρει αρκετά μεταξύ των ειδών τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς το σημείο στο οποίο ακριβώς βρίσκεται. Το 2007 βρέθηκε στη Σιβερία ένα οστό θαλάσσιου ελέφαντα μήκους 59 εκατοστών ενώ σε άλλα ζώα μπορεί να είναι μόνο λίγα εκατοστά – οι μεγάλοι σε μέγεθος σκύλοι έχουν μήκος 10 εκατοστά. Επίσης μπορεί να βρίσκεται στην άκρη του μορίου και όχι στη βάση.
Η ύπαρξη του οστού θεωρείται ότι βοηθά σε μια παρατεταμένη επαφή μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Τα πολυγαμικά αρσενικά ζώα, όπως οι χιμπατζήδες και οι μπονόμπο έχουν κάθε λόγο να διαθέτουν οστό γιατί έτσι γίνονται πιο ικανά για περισσότερες επαφές αυξάνοντας την πιθανότητα να αφήσουν απογόνους.
Ο Opie ανέφερε ότι το μήκος του οστού είναι μεγαλύτερο στα αρσενικά ζώα που έχουν παρατεταμένες επαφές και όταν η πράξη της διείσδυσης διαρκεί περισσότερο από τρία λεπτά. Η παρατεταμένη επαφή βοηθά ένα αρσενικό να αποκρούει τον ανταγωνισμό από άλλα αρσενικά.
Το ανθρώπινο μόριο είναι αιμοδυναμικό, που σημαίνει ότι η διόγκωσή του επιτυγχάνεται μόνο με την πίεση του αίματος. Σε ζώα με κόκκαλο, η αρτηριακή πίεση εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, αλλά η ύπαρξη οστού προσφέρει πλεονεκτήματα παρέχοντας μια δομική υποστήριξη. Οι επιστήμονες υποθέτουν ότι μπορεί να τονώνει το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα ερεθίζοντας τις ωοθήκες να απελευθερώσουν τα ωάρια.
Στους χιμπατζήδες, οι οποίοι θεωρούνται οι πιο κοντινοί συγγενείς του ανθρώπου, το οστό είναι μικρό και όχι μεγαλύτερο από ένα ανθρώπινο νύχι διότι οι επαφές σ’ αυτό το ζώο είναι πολύ σύντομες – κατά μέσο όρο επτά δευτερόλεπτα. Οι επαφές στο κοπάδι κάθε άλλο παρά μονογαμικές είναι κι αυτό θεωρείται πως συμβαίνει για να μειωθεί η πιθανότητα ένα αρσενικό να σκοτώσει τα μωρά αφού κανείς δεν γνωρίζει ποιος είναι ο πατέρας.
Οι δύο επιστήμονες θεωρούν ότι ο άνδρας ήταν εύκολο να χάσει το μικρό αυτό οστό (υποθέτοντας ότι έχει την ίδια γραμμή εξέλιξης με τον χιμπατζή) όταν η μονογαμία αναδείχθηκε ως η κυρίαρχη αναπαραγωγική στρατηγική την περίοδο του Homo erectus πριν περίπου 1,9 εκατομμύρια χρόνια. Ο λόγος είναι ότι η μονογαμία μειώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των ανδρών. Να σημειωθεί ότι η μελέτη δεν βρήκε ότι το μέγεθος του οστού στα διάφορα θηλαστικά συσχετίζεται με κάποιο άλλο μέγεθος του σώματος.
Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2016 από ερευνητές του University of Southern California και βασίστηκε σε πάνω από 1.000 θηλαστικά βρήκε ότι το οστό εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε 9-10 φορές στην εξελικτική πορεία των θηλαστικών. Αξίζει να αναφερθεί ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η μονογαμία επικράτησε πράγματι στην εποχή του Homo erectus και άρα ενδέχεται να είναι άλλη η αιτία που εξαφανίστηκε στο οστό στο ανθρώπινο είδος.
Ο γνωστός εξελικτικός βιολόγος Richard Dawkins έχει στο παρελθόν υποθέσει ότι το οστό χάθηκε στον άνδρα επειδή η γυναίκα αναζητά “τίμια σήματα” της υγείας του, που σημαίνει ότι αν η πίεση του αίματος στον άνδρα δεν είναι αρκετά καλή για μια παρατεταμένη επαφή χωρίς τη βοήθεια του οστού, τότε δεν είναι υγιής.