Σύμφωνα με τις αμερικανικές κατευθυντήριες οδηγίες οι γυναίκες 50 ετών και άνω πρέπει ανά διετία να υποβάλλονται σε μαστογραφία, ενώ ορισμένες ιατρικές εταιρίες συστήνουν τον ετήσιο έλεγχο. Όμως, ενώ η μαστογραφία σώζει ζωές, μπορεί να καταλήγει σε “υπερδιάγνωση”.
Με τον όρο υπερδιάγνωση οι επιστήμονες εννοούν στον εντοπισμό μη απειλητικών για τη ζωή καρκίνων, οι οποίοι δεν θα χρειαστούν ποτέ θεραπεία. Να σημειωθεί ότι δεν είναι όλοι οι καρκίνοι του μαστού ταχέως αναπτυσσόμενοι και δυνητικά θανατηφόροι, και ως εκ τούτου δεν υπάρχει ανάγκη να αφαιρούνται όλοι. Οι γυναίκες που υπερδιαγιγνώσκονται με καρκίνο του μαστού βιώνουν φόβο και υποβάλλονται σε πιθανώς επιβλαβείς και μη αναγκαίες θεραπείες, όπως χειρουργείο και ακτινοθεραπεία.
Η λογική της μαστογραφίας είναι ότι εντοπίζοντας καρκίνους σε πρώιμα στάδια, αυτό οδηγεί σε λιγότερες καρκίνους προχωρημένου σταδίου. Αλλά με βάση ορισμένες μελέτες που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια, κάποιοι ειδικοί αμφισβητούν την αξία της ετήσιας μαστογραφίας να εντοπίζει τους επιθετικούς καρκίνους. Το θέμα είναι αμφιλεγόμενο και έχει δημιουργήσει σύγχυση στις γυναίκες.
Τώρα, μια μελέτη Δανών ερευνητών ρίχνει περισσότερο φως στο θέμα. Σύμφωνα με ερευνητές του Νοσοκομείου Rigshospitalet της Κοπεγχάγης, οι μαστογραφίες συχνά εντοπίζουν μικρούς καρκινικούς όγκους που ίσως δεν απειλήσουν ποτέ τη ζωή μιας γυναίκας ενώ χάνουν τους επιθετικούς όγκους για τους οποίους πρέπει να υπάρξει άμεση θεραπεία.
Σύμφωνα με τη μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Annals of Internal Medicine, περίπου μια στις τρεις γυναίκες ηλικίας 50-69 ετών που διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού έχει όγκο που δεν θέτει σε άμεσο κίνδυνο για την ζωή της και την υγεία της. Από την άλλη μεριά, η μαστογραφία δεν κάνει διάγνωση πολύ περισσότερων καρκίνων του μαστού που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο. «Αυτό σημαίνει ότι ο έλεγχος του μαστού μέσω μαστογραφίας είναι απίθανο να βελτιώσει την επιβίωση των καρκινοπαθών γυναικών ή να μειώσει τις επεμβατικές χειρουργικές θεραπείες. Ο μαστικός έλεγχος συντελεί σε υπερβολική διάγνωση και υπερβολική θεραπεία», ανέφερε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Karsten Jorgensen.
Υπερβολική διάγνωση
Οι επιστήμονες μελέτησαν στοιχεία από τα αρχεία της Δανίας, την περίοδο 1980-2010. Να σημειωθεί ότι στη Δανία κάθε περιοχή έχει υιοθετήσει δικό της πρόγραμμα ελέγχου του καρκίνου του μαστού, προσφέροντας έτσι πληροφορίες για την αποτελεσματικότητα της μαστογραφίας. Οι γυναίκες που ζουν γύρω από την πρωτεύουσα της χώρας, την Κοπεγχάγη, κάνουν συχνά μαστογραφία, αλλά αυτό δεν ισχύει για το 80% των γυναικών που ζουν στην υπόλοιπη χώρα. Οι ερευνητές συνέκριναν τη συχνότητα των προηγμένων όγκων σε γυναίκες ηλικίας 50-84 ετών σε περιοχές που είχαν εφαρμόσει τον τακτικό μαστικό έλεγχο, έναντι περιοχών που δεν τον είχαν εφαρμόσει.
Ο Jorgensen και οι συνεργάτες του βρήκαν ότι ο αριθμός των προχωρημένων καρκίνων του μαστού δεν ήταν πολύ χαμηλότερος μεταξύ των γυναικών που είχαν ελεγχθεί με μαστογραφία. Ο ετήσιος έλεγχος εντόπιζε κυρίως τις μικρότερες βλάβες. Ο Jorgensen υποψιάζεται ότι οι όγκοι που προκαλούν προχωρημένο στάδιο της νόσου έχουν την τάση να μεγαλώνουν γρήγορα – ανάμεσα στις ετήσιες μαστογραφίες. Όπως λέει ο ίδιος, “η μαστογραφία δεν εντοπίζει τους όγκους που θα θέλαμε να εντοπίζει. Αν μια γυναίκα κάνει την εξέταση μια φορά το χρόνο ή μια φορά κάθε δεύτερο έτος, οι πραγματικά επιθετικοί καρκίνοι είναι τόσο ταχέως αναπτυσσόμενοι που μπορεί να αναδυθούν στο μεσοδιάστημα και έτσι να μην εντοπιστούν”.
Αν είναι όμως έτσι, τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η μαστογραφία πρέπει να γίνεται συχνότερα ή ότι δεν είναι χρήσιμη; Η απάντηση δεν είναι εύκολη και ακριβώς γι’ αυτό το θέμα είναι αμφιλεγόμενο. Τα στοιχεία δεν δείχνουν ότι η εξέταση θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, αλλά, ο τρόπος που γίνεται σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου, είναι ξεπερασμένος, σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς.
“Είμαι υπέρ του ελέγχου, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι ο έλεγχος που γίνεται δεν είναι τόσο καλός όσο πρέπει», ανέφερε ο Otis Brawley, ιατρικός και επιστημονικός υπεύθυνος της American Cancer Society, ο οποίος έγραψε ένα συνοδευτικό άρθρο της μελέτης. Και πρόσθεσε: “Η μελέτη δείχνει ότι η υπερδιάγνωση του καρκίνου του μαστού είναι υπαρκτή, αλλά από την άλλη μεριά, ο έλεγχος της νόσου σώζει ζωές”. O ίδιος ανέφερε ότι οι μαστογραφίες σώζουν ζωές συνδυαστικά με τα γενετικά τεστ που έχουν πλέον στη διάθεσή τους οι γιατροί για να καθορίσουν την επικινδυνότητα κάθε όγκου ξεχωριστά.
Ο Jorgensen ανέφερε: «Δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται όλοι οι καρκίνοι του μαστού με τον ίδιο τρόπο, διότι δεν είναι ίδιοι. Οι γνώσεις μας για τη βιολογία του καρκίνου μάς λένε ότι ο καρκίνος του μαστού αντιπροσωπεύει ένα φάσμα διαφορετικών περιπτώσεων καρκίνου που συμπεριφέρονται με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Και δυστυχώς οι μαστογραφίες δεν διαχωρίζουν εκείνους του καρκίνους που θέλουμε να αφαιρέσουμε”.