ABESYL: Φύλλο οδηγιών

ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ 

Καψάκια, σκληρά 5 και 10 mg

Σύνθεση

Δραστική ουσία: Amlodipine (ως besylate)

Έκδοχα: Καψάκια σκληρά 5 mg /cap : microcrystalline cellulose, starch maize, magnesium stearate, titanium dioxide (E171), quinoline yellow (E104), gelatin. Καψάκια σκληρά 10 mg /cap : microcrystalline cellulose, starch maize, magnesium stearate, black iron oxide (E172), titanium dioxide (E171), yellow iron oxide (E172), gelatin.

Φαρμακοτεχνική μορφή: Καψάκια, σκληρά.

Περιεκτικότητα σε δραστική ουσία: 5 ή 10 mg Amlodipine ανά καψάκιο.

Περιγραφή – Συσκευασία: Οι κάψουλες ABESYL 5 mg/cap και 10 mg/capείναιχρώματος κίτρινου – άσπρου και γκρι – γκριαντίστοιχα,ενώείναι συσκευασμένεςσεκυψέλες (blisters)απόδιαφανές πολυβινυλοχλωρίδιο(PVC) και σφραγισμένες με φύλλο αλουμινίου. Οι κάψουλες Abesyl περιέχονται σεχάρτινακουτιά των 30 καψουλών (3 blisters x 10 κάψουλες).

Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιυπερτασικό, αντιστηθαγχικό, αντιισχαιμικό.

Γενικές πληροφορίες:

Το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει αμλοδιπίνη και είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται στην αγωγή της ιδιοπαθούς υπέρτασης και της Χρόνιας σταθερής και αγγειοσυσπαστικής στηθάγχης.

Ενδείξεις: 

Το φαρμακευτικό προϊόν χρησιμοποιείται στην αγωγή της Ιδιοπαθούς υπέρτασης και της Χρόνιας σταθερής και αγγειοσυσπαστικής στηθάγχης. 

Αντενδείξεις: 

Η αμλοδιπίνη, δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με:

  • Υπερευαισθησία στα παράγωγα διϋδροπυριδίνης, στην αμλοδιπίνη ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα
  • Υπόταση βαριάς μορφής
  • Shock (συμπεριλαμβανομένου του καρδιογενούς shock)
  • Απόφραξη του χώρου εκροής της αριστεράς κοιλίας (αορτική στένωση υψηλού βαθμού)
  • Ασταθή στηθάγχη (εξαιρείται η στηθάγχη Prinzmetal)
  • Αιμοδυναμικά ασταθή καρδιακή ανεπάρκεια μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση:

Γενικά:

Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της αμλοδιπίνης σε υπερτασική κρίση δεν έχει προσδιοριστεί.

Ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια

Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια πρέπει να αντιμετωπίζονται με πολύ μεγάλη προσοχή. Σε μία μακροχρόνια μελέτη (PRAISE – 2), ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, που περιελάμβανε πάσχοντες από καρδιακή ανεπάρκεια βαριάς μορφής (βαθμού ΙΙΙ και IV κατά ΝΥΗΑ), μη ισχαιμικής αιτιολογίας, υπήρξαν αυξημένες αναφορές περιστατικών πνευμονικού οιδήματος στην ομάδα υπό θεραπεία με αμλοδιπίνη, συγκριτικά με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό να συσχετιστεί με επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας. Η αμλοδιπίνη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (εντός των πρώτων 28 ημερών).

Χρήση σε ασθενείς με διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας

Η ημιπερίοδος ζωής της αμλοδιπίνης παρατείνεται σε ασθενείς με διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας, η δε συνιστώμενη δοσολογία στους ασθενείς αυτούς δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Η αμλοδιπίνη πρέπει επομένως να χορηγείται με προσοχή σ’ αυτούς τους ασθενείς.

Χρήση σε νεφρική ανεπάρκεια

Η αμλοδιπίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στους ασθενείς αυτούς στις συνήθεις δόσεις. Μεταβολές των συγκεντρώσεων της αμλοδιπίνης στο πλάσμα δεν συσχετίζονται με το βαθμό νεφρικής ανεπάρκειας. Η αμλοδιπίνη δεν απομακρύνεται με αιμοκάθαρση.

Χρήση σε ηλικιωμένους ασθενείς:

Η αύξηση της δοσολογίας στους ηλικιωμένους ασθενείς θα πρέπει να γίνεται με προσοχή.

Εγκυμοσύνη 

Η ασφάλεια της χρήσης αμλοδιπίνης κατά τη διάρκεια της κύησης δεν έχει τεκμηριωθεί. Μελέτες αναπαραγωγής σε αρουραίους δεν έχουν δείξει τοξικότητα, εκτός από καθυστερημένη ημερομηνία τοκετού και παρατεταμένη διάρκεια τοκετού σε δόση 50 φορές μεγαλύτερη από τη μέγιστη συνιστώμενη δόση στους ανθρώπους. Η χρήση αμλοδιπίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνιστάται μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη ασφαλέστερη εναλλακτική.

Θηλασμός

Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το όφελος του θηλασμού για το παιδί και το όφελος της θεραπείας με αμλοδιπίνη για τη μητέρα, στην περίπτωση που θα πρέπει να ληφθεί απόφαση για την συνέχιση ή μη του θηλασμού για το παιδί και τη συνέχιση ή μη της θεραπείας με αμλοδιπίνη για τη μητέρα. Συμβουλευτείτε το γιατρό σας στις περιπτώσεις αυτές.

Παιδιά: 

Δεν συνιστάται η χρήση της αμλοδιπίνης σε παιδιά και εφήβους (<18 ετών). 

Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών: 

Σε ασθενείς που υποφέρουν από ζάλη, κεφαλαλγία, κόπωση ή ναυτία, προερχόμενη από την αμλοδιπίνη, η ικανότητα αντίδρασης μπορεί να έχει επηρεασθεί. 

Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις για τα περιεχόμενα έκδοχα: Βλ. Αντενδείξεις.

Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα:

Επιδράσεις άλλων φαρμακευτικών σκευασμάτων στην αμλοδιπίνη

Αναστολείς CYP3A4: Τα επίπεδα της αμλοδιπίνης στο πλάσμα αυξήθηκαν κατά 22% και 50% κατά τη συγχορήγηση της με τους αναστολείς του CYP3A4 ερυθρομυκίνη σε νέους ασθενείς και διλτιαζέμη σε ηλικιωμένους αντίστοιχα. 

Μία μελέτη σε ηλικιωμένους ασθενείς έχει αποδείξει ότι η διλτιαζέμη αναστέλλει το μεταβολισμό της αμλοδιπίνης, ενδεχομένως μέσω των ενζύμων CYP3A4. Αφού η συγκέντρωση της αμλοδιπίνης στο πλάσμα αυξάνεται κατά περίπου 50%, αυξάνεται και η δράση της. Ωστόσο, η κλινική σημασία αυτού του ευρήματος είναι αβέβαιη. Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ισχυροί αναστολείς του CYP3A4 (π.χ. κετοκοναζόλη, ιτρακοναζόλη, ριτοναβίρη) μπορεί να αυξήσουν τη συγκέντρωση της αμλοδιπίνης στο πλάσμα, σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι η διλτιαζέμη. Προσοχή θα πρέπει να δίνεται στο συνδυασμό της αμλοδιπίνης και των αναστολέων CYP3A4. Δεν έχουν ωστόσο αναφερθεί ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες να αποδίδονται σε αυτή την αλληλεπίδραση. 

Επαγωγείς CYP3A4: Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την επίδραση των επαγωγέων CYP3A4 στην αμλοδιπίνη. Η συγχορήγηση των επαγωγέων CYP3A4 (π.χ. ριφαμπικίνη, St. John wort (Υπερικό/Βαλσαμόχορτο) με την αμλοδιπίνη μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη συγκέντρωση της αμλοδιπίνης στο πλάσμα. Προσοχή θα πρέπει να δίνεται στο συνδυασμό της αμλοδιπίνης και των επαγωγέων CYP3A4.

Σε κλινικές μελέτες αλληλεπίδρασης, ο χυμός γκρέιπφρουτ, η σιμετιδίνη, τα άλατα αργιλίου/μαγνησίου (αντιόξινα) και η σιλδεναφίλη δεν επηρέασαν τη φαρμακοκινητική της αμλοδιπίνης.

Επιδράσεις της αμλοδιπίνης σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα

Η επίδραση της αμλοδιπίνης στη μείωση της αρτηριακής πίεσης είναι αθροιστική στη δράση άλλων αντιυπερτασικών παραγόντων.

Σε κλινικές μελέτες αλληλεπίδρασης, η αμλοδιπίνη δεν επηρέασε τη φαρμακοκινητική της ατορβαστατίνης, της διγοξίνης, της αιθανόλης (αλκοόλη), της βαρφαρίνης ή της κυκλοσπορίνης.

H αμλοδιπίνη δεν επηρεάζει τις εργαστηριακές δοκιμασίες.

Δοσολογία

Τόσο για την υπέρταση όσο και για τη στηθάγχη η συνήθης αρχική δόση της αμλοδιπίνης είναι 5mg άπαξ ημερησίως. 

  • H δόση αυτή μπορεί να αυξηθεί στη μέγιστη δόση των 10 mg ημερησίως (ως εφάπαξ δόση) μετά από 6 εβδομάδες, ανάλογα με την ανταπόκριση του κάθε ασθενούς.
  • H αμλοδιπίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με άλλα αντιστηθαγχικά φάρμακα σε ασθενείς με στηθάγχη.

Χρήση σε ηλικιωμένους

Για τους ηλικιωμένους, συνιστώνται τα συνήθη δοσολογικά σχήματα. Εντούτοις, αύξηση της δόσης θα πρέπει να γίνεται με προσοχή.

Χρήση σε ασθενείς με διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας.

Η συνιστώμενη δοσολογία στους ασθενείς αυτούς δεν έχει καθορισθεί. Το φάρμακο πρέπει επομένως να χορηγείται με προσοχή σ’ αυτούς τους ασθενείς.

Χρήση σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια

Μεταβολές των συγκεντρώσεων της αμλοδιπίνης στο πλάσμα δεν συσχετίζονται με το βαθμό νεφρικής ανεπάρκειας. Δια τούτο η αμλοδιπίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στους ασθενείς αυτούς στις συνήθεις δόσεις. Η αμλοδιπίνη δεν απομακρύνεται με αιμοκάθαρση.

Υπερδοσολία-Αντιμετώπιση

Σε περίπτωση λήψης υπερβολικής δόσης επικοινωνήστε αμέσως με το γιατρό.

Συμπτώματα:

Τα υπάρχοντα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η λήψη υπερβολικής δόσης μπορεί να προκαλέσει έντονη περιφερική αγγειοδιαστολή και πιθανή αντανακλαστική ταχυκαρδία. Σημαντική και προφανώς παρατεταμένη περιφερική υπόταση μέχρι και συμπεριλαμβανομένου του shock με μοιραίο αποτέλεσμα έχει αναφερθεί.

Θεραπεία:

  • H ύπαρξη κλινικά σημαντικής υπότασης, λόγω λήψης υπερβολικής δόσης της αμλοδιπίνης, απαιτεί τη δραστική υποστήριξη του καρδιαγγειακού συστήματος περιλαμβανομένης της συχνής παρακολούθησης της καρδιακής και της αναπνευστικής λειτουργίας, της ανύψωσης των κάτω άκρων και της ρύθμισης του όγκου του κυκλοφορούντος αίματος και των αποβαλλόμενων ούρων. Η χορήγηση αγγειοσυσπαστικών ουσιών δυνατόν να είναι χρήσιμη για την αποκατάσταση του αγγειακού τόνου και της αρτηριακής πίεσης με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει αντένδειξη για τη χρήση τους. Η ενδοφλέβια χορήγηση γλυκονικού ασβεστίου μπορεί να είναι χρήσιμη για την εξουδετέρωση της επίδρασης των ανταγωνιστών του ασβεστίου.
  • H πλύση του στομάχου μπορεί να είναι χρήσιμη σε ορισμένες περιπτώσεις. Η χορήγηση ενεργού άνθρακα σε υγιείς εθελοντές μέχρι και 2 ώρες μετά τη λήψη αμλοδιπίνης 10 mg έδειξε να μειώνει το ρυθμό απορρόφησης του φαρμάκου.

Δεδομένου ότι η αμλοδιπίνη δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό από τις πρωτεΐνες του πλάσματος, η αιμοδιύλυση δεν είναι πιθανόν να αποβεί χρήσιμη.

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Η αμλοδιπίνη γίνεται καλώς ανεκτή από τους ασθενείς. Σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες με placebo που αφορούσαν ασθενείς με υπέρταση ή στηθάγχη, έχουν παρατηρηθεί οι παρακάτω παρενέργειες, οι οποίες καταγράφονται σύμφωνα με τις συχνότητες εμφάνισης, βάσει MedDRA, ως εξής:

Πολύ συχνές: 1/10, Συχνές: ³1/100 και < 1/10, Όχι συχνές:  1/1.000 και < 1/100, Σπάνιες: 1/10.000 και < 1/1.000, Πολύ Σπάνιες: < 1/10.000.

Συχνές παρενέργειες που μπορεί να επηρεάσουν περισσότερους από 1 στους 100 ανθρώπους αναφέρονται παρακάτω:

  • Υπνηλία
  • Ζάλη
  • Κεφαλαλγία (ιδιαίτερα κατά την έναρξη της θεραπείας)
  • Έξαψη
  • Κοιλιακό άλγος, ναυτία
  • Οίδημα
  • Οιδήματα κάτω άκρων
  • Κόπωση

Όχι συχνές παρενέργειες που μπορεί να επηρεάσουν περισσότερους από 1 στους 1.000 ανθρώπους αναφέρονται παρακάτω:

  • Αϋπνία
  • Μεταβολές της  διάθεσης  (συμπεριλαμβανομένων:  άγχους, ευερεθιστότητας, κατάθλιψης)
  • Τρόμος
  • Δυσγευσία, λιποθυμία
  • Υπαισθησία, παραισθησία
  • Οπτικές διαταραχές (συμπεριλαμβανομένης της διπλωπίας)
  • Εμβοές
  • Αίσθημα παλμών
  • Υπόταση
  • Δύσπνοια
  • Ρινίτιδα
  • Έμετος
  • Δυσπεψία
  • Μεταβολή στις συνήθειες του εντέρου (συμπεριλαμβανομένων διάρροιας και δυσκοιλιότητας)
  • Ξηροστομία
  • Αλλοίωση της γεύσης
  • Αλωπεκία
  • Πορφύρα
  • Δυσχρωματισμός δέρματος
  • Αυξημένη εφίδρωση
  • Κνησμός
  • Εξάνθημα
  • Αρθραλγία, Μυαλγία
  • Μυϊκές κράμπες
  • Οσφυαλγία
  • Διαταραχή ούρησης, νυκτουρία, συχνουρία
  • Ανικανότητα
  • Γυναικομαστία
  • Θωρακικό άλγος
  • Εξασθένιση
  • Άλγος
  • Κακουχία

Σπάνιες παρενέργειες που μπορεί να επηρεάσουν λιγότερους από 1 στους 1.000 ανθρώπους αναφέρονται παρακάτω:

  • Στηθαγχικό άλγος

Πολύ σπάνιες παρενέργειες που μπορεί να επηρεάσουν λιγότερους από 1 στους 10.000 ανθρώπους αναφέρονται παρακάτω

  • Λευκοπενία
  • Θρομβοπενία
  • Αλλεργική αντίδραση: κνίδωση
  • Υπεργλυκαιμία
  • Υπερτονία
  • Περιφερική νευροπάθεια
  • Έμφραγμα του μυοκαρδίου
  • Αρρυθμία (συμπεριλαμβανομένων  βραδυκαρδίας,  κοιλιακής ταχυκαρδίας και κολπικής μαρμαρυγής)
  • Αγγειίτιδα
  • Βήχας
  • Παγκρεατίτιδα
  • Γαστρίτιδα
  • Υπερπλασία ούλων
  • Ηπατίτιδα, χολοστατικός ίκτερος
  • Ηπατικά ένζυμα αυξημένα*
  • Αγγειονευρωτικό οίδημα
  • Πολύμορφο ερύθημα
  • Κνίδωση, αποφολιδωτική δερματίτιδα, σύνδρομο Stevens – Johnson, οίδημα Quincke, φωτοευαισθησία
  • Σωματικό βάρος αυξημένο, σωματικό βάρος μειωμένο. * κυρίως συνυπάρχουν με χολόσταση.

Αν παρουσιαστούν οποιεσδήποτε άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες που δεν αναφέρονται στο παρόν φυλλάδιο συμβουλευτείτε το γιατρό ή το φαρμακοποιό σας.

Τι πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής σε περίπτωση που παραλείψει να πάρει κάποια δόση:Αν ξεχάσετε να πάρετε μία δόση, να την πάρετε το ταχύτερο δυνατόν. Εάν ωστόσο, πλησιάζει η ώρα για να πάρετε την επόμενη δόση, αγνοήστε αυτήν που ξεχάσατε και συνεχίστε κανονικά τη θεραπεία.

Ημερομηνία λήξης του προϊόντος:Αναγράφεται στην εξωτερική και εσωτερική συσκευασία. Σε περίπτωση που η ημερομηνία αυτή έχει παρέλθει μην το χρησιμοποιείτε.

Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη φύλαξη του προϊόντος: Να μη φυλάσσεται σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C. Φυλάσσεται στην αρχική του συσκευασία. 

Ημερομηνία τελευταίας αναθεώρησης του φύλλου οδηγιών:25-10-2010. 

Το φάρμακο αυτό χορηγείται μόνο με ιατρική συνταγή.

Δείτε επίσης