Η εξέταση της χοληστερίνης μετά από νηστεία παραμένει η πλέον ενδεδειγμένη. Αλλά καθώς οι γνώσεις για τη χοληστερίνη αλλάζουν, το ίδιο συμβαίνει με τις εξετάσεις και τους βιοχημικούς δείκτες που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση του καρδιακού κινδύνου. Για παράδειγμα, στη μελέτη INTERHEART, οι ερευνητές βρήκαν ότι μια εξέταση που προσδιόριζε τον λόγο apoB /apoA1 χωρίς νηστεία ήταν καλύτερη από κάθε άλλο τυποποιημένο λόγο χοληστερίνης για να εκτιμηθεί ο κίνδυνος μιας καρδιακής προσβολής.
Αν διατρέχετε μικρό κίνδυνο, δηλαδή δεν έχετε πάνω από έναν σημαντικό παράγοντα κινδύνου, το αμερικανικό NCEP (National Cholesterol Education Program) συστήνει να κάνετε μία εξέταση χοληστερίνης μετά από νηστεία κάθε πέντε χρόνια. Αν η LDL χοληστερίνη σας είναι 130-159 mg/dL ή έχετε δυο ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου, οι ειδικοί συστήνουν να εξετάζεστε κάθε δύο χρόνια. Θα πρέπει να εξετάζεστε κάθε χρόνο αν έχετε στεφανιαία νόσο ή μια ανάλογη πάθηση.
Η εξέταση. Το φαγητό και το ποτό μπορεί να επηρεάσουν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων σας, γι’ αυτό πρέπει να παραμείνετε νηστικοί επί 12 ώρες, για να έχετε σωστά αποτελέσματα – νερό μπορείτε να πιείτε αλλά αποφύγεχε την κατανάλωση αλκοόλ για τουλάχισχον 24 ώρες πριν από την εξέταση.
Μετά τη λήψη αίματος, ο μικροβιολόγος μετράει τα επίπεδα της ολικής χοληστερίνης, της HDL και των τριγλυκεριδίων. Το επίπεδο της LDL υπολογίζεται συνήθως με βάση αυτά τα αποτελέσματα. Ωστόσο, μερικά εργαστήρια μετρούν κατευθείαν τα επίπεδα της LDL.
Τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις χοληστερίνης φαίνονται απόλυτα ακριβή. Όμως η φερεγγυότηχα χων αριθμών εξαρτάται από τις διαδικασίες της εξέτασης και του υπολογισμού. Τα αποτελέσματα μπορεί να επηρεαστούν από τον τρόπο με τον οποίο προετοιμάζεται το δείγμα, από την καθαρότητα των προστιθεμένων χημικών, την ποιότητα ή την ικανότητα του προσωπικού ή του μικροβιολόγου.
Επίσης, η φόρμουλα που χρησιμοποιούν μερικά εργαστήρια για να υπολογίσουν τα επίπεδα της LDL μπορεί να παρουσιάσει λάθη. Το ίδιο συμβαίνει και με τα υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων. Ο υπολογισμός δεν μπορεί να γίνει με ακρίβεια αν το επίπεδο των τριγλυκεριδίων σας είναι πάνω από 400 mg/dL.
Αυτό που μπορείτε να κάνετε για να βελτιώσετε την ακρίβεια μιας εξέτασης χοληστερίνης είναι η αποχή από το αλκοόλ αρκετές ημέρες πριν, να καθίσετε τουλάχιστον 5 λεπτά πριν από τη λήψη του αίματος, να παραμείνετε καθιστοί κατά τη διαδικασία και να πληροφορήσετε το γιατρό σας αν είχατε κάποιο πυρετό πρόσφατα ή ποια φάρμακα έχετε πάρει.
Να έχετε κατά νου ότι μόνο μια εξέταση δεν είναι αρκετή ώστε να καθορίσει σημαντικές αποφάσεις για τη θεραπεία. Αν ο γιατρός σάς προτείνει φαρμακευτική αγωγή βασισμένη μόνο σε μία εξέταση χοληστερίνης, ζητήστε να κάνετε άλλη μία για να επαληθεύσετε τα αποτελέσματα. Ύστερα, εσείς και ο γιατρός σας μπορείτε να αποφασίσετε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να επαναφέρετε τη χοληστερίνη σας σε φυσιολογικά επίπεδα.
Κοιτάξτε τα αποτελέσματα της εξέτασης σας και συγκρίνετε τα με τις οδηγίες που παρατίθενται πιο κάτω.
Ολική χοληστερίνη. Πρόκειται για το άθροισμα όλων των μορίων των λιποπρωτεϊνών στο αίμα σας, συμπεριλαμβανομένων των HDL, LDL και VLDL. Είναι χρήσιμο να μετράται χωριστά η LDL, η HDL και τα τριγλυκερίδια. Οι οδηγίες λένε ότι ένα επίπεδο ολικής χοληστερίνης κάτω από 200 mg /dL είναι επιθυμητό, 200-239 gm/dL είναι οριακά υψηλό και 240 mg/dL είναι υψηλό.
HDL χοληστερίνη. Η HDL δεν προκαλεί αθηρωματική πλάκα στις αρτηρίες της καρδιάς. Όσο περισσότερη HDL χοληστερίνη έχετε φυσιολογικά, τόσο το καλύτερο. Οι οδηγίες του NCEP αναφέρουν ότι ένα επίπεδο από 60 mg/dL και άνω είναι προστατευτικό. Λιγότερο από 40 mg/dL, ωστόσο, αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιακή νόσο.
Μερικοί γιατροί χρησιμοποιούν το λόγο της ολικής χοληστερίνης προς την HDL για να εντοπίσουν ανθρώπους που πρέπει να κατεβάσουν τα επίπεδα της LDL χοληστερίνης τους.
Εκθέσεις από τη μελέτη για την καρδιά που έγινε στη Μελέτη Φράμιγχαμ δείχνουν ότι για τους άντρες, αν η αναλογία της ολικής χοληστερίνης προς την HDL χοληστερίνη είναι 5, σημαίνει μέτριο κίνδυνο, με 3,4 ο κίνδυνος είναι στο μισό του μέσου όρου, και με 9,6 είναι διπλάσιος του μέσου όρου.
Για τις γυναίκες, ένας λόγος 4,4 σημαίνει μέτριο κίνδυνο, με 3,3 ο κίνδυνος είναι στο μισό του μέσου όρου και με 7 είναι διπλάσιος του μέσου όρου.
Για τους περισσότερους ειδικούς, δεν έχει σημασία αν χρησιμοποιείτε το επίπεδο της HDL ή το λόγο της ολικής προς την HDL χοληστερίνη. Παρ’ όλα αυτά, μερικοί βρίσκουν ότι ο λόγος δίνει πολύ διαφορετική εκτίμηση για τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου. Κάποιος με ολική χοληστερίνη 195 mg/dL συνήθως θεωρείται χαμηλού κινδύνου – εκτός αν ένα χαμηλό επίπεδο της HDL ανεβάζει το λόγο της ολικής προς την HDL χοληστερίνη. Από την άλλη, η ολική χοληστερίνη 250 mg/dL θεωρείται τυπικά λόγος για φαρμακευτική αγωγή, εκτός κι αν ένα επίπεδο πολύ υψηλής HDL αποτελούσε καλό ποσοστό της ολικής.
LDL χοληστερίνη. Η LDL χοληστερίνη είναι το πλέον επικίνδυνο λιπίδιο στο αίμα. Γι’ αυτόν το λόγο, θεωρείται πρώτος στόχος της θεραπείας. Η LDL κάτω από 100 mg/dL είναι λίαν ευνοϊκή. Από 100 έως 129 mg/dL είναι κοντά στο λίαν ευνοϊκή. Από 130 έως 159 mg/dL είναι οριακά υψηλή. Από 160 έως 189 mg/dL είναι υψηλή. Από 190 και άνω είναι πολύ υψηλή.
Η LDL χοληστερίνη θα έπρεπε να μειωθεί ακόμα πιο πολύ, αν είναι δυνατό, αν έχετε υψηλό κινδυνο. Ένας στόχος για LDL 70, βασίζεται σε κλινικά πειράματα στα οποία άνθρωποι υψηλού κινδύνου είχαν λιγότερα επεισόδια με τη στεφανιαία όταν μείωσαν το επίπεδο της LDL ουσιαστικά κάτω από 100 mg/dL.
Πέρα από την ποσότητα της LDL χοληστερίνης, το μέγεθος των σωματιδίων LDL φαίνεται πως έχει μεγάλη σημασία. Η LDL χοληστερίνη μπορεί να περιέχεται σε πολλά μικρά μόρια ή λιγότερα αλλά πιο μεγάλα. Τα μικρά μόρια συσσωρεύονται πιο πολύ στα τοιχώματα των αρτηριών ακριβώς επειδή είναι μικρά και έτσι διαπερνούν το τοίχωμα της αρτηρίας πιο εύκολα. Άρα είναι και πιο επικίνδυνα.
Μια πιο εξειδικευμένη εξέταση από αυτή που γίνεται τυπικά για τη χοληστερίνης μπορεί να ερευνήσει κατά πόσο ένα άτομο έχει μεγάλα ή μικρά μόρια της LDL. Αυτή η εξέταση χρησιμοποιεί πυρηνική μαγνητική τομογραφία που είναι πιο ακριβής και συνήθως δεν παρέχεται από τα μικροβιολογικά εργαστήρια. Πάντως θα μπορούσε να γίνει στην περίπτωση που θέλετε να μάθετε περισσότερα για τον κίνδυνο που διατρέχετε από την LDL ώστε να αποφασίσετε αν θα πάρετε φάρμακα ή όχι.
Τριγλυκερίδια. Πολλές μελέτες έχουν συνδέσει τα υψηλά τριγλυκερίδια με καρδιοπάθεια, αλλά ο συσχετισμός αυτός φαίνεται να ποικίλλει ανάλογα με άλλους παράγοντες κινδύνου.
Τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων μπορεί να αλλάξουν σημαντικά ανάλογα με το τι έχετε φάει πριν από την εξέταση αίματος. Επίσης, πολλές ουσίες ή ιατρικές συνθήκες -για παράδειγμα, ανεξέλεγκτος διαβήτης, κορτικοστεροειδή, θειαζιδικά διουρητικά ή υπερβολικό αλκοόλ- μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων.
Παρ’ όλα αυτά, μελέτες δείχνουν σημαντική σχέση ανάμεσα στα υψηλά τριγλυκερίδια και τον κίνδυνο για καρδιοπάθεια. Αν έχετε ανεβασμένα τριγλυκερίδια -ακόμα και οριακά υψηλά-, συστήνεται επιθετική θεραπευτική αγωγή. Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει έλεγχο του βάρους, σωματική δραστηριότητα και φαρμακευτική αγωγή.
Σύμφωνα με το NCEP, τριγλυκερίδια κάτω από 150 mg/ dL είναι φυσιολογικά, 150-199 mg/dL είναι οριακά υψηλά, 200-499 mg/dL είναι υψηλά, και από 500 mg/dL και άνω είναι πολύ υψηλά. Ωστόσο, η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία συστήνει τα 100 mg/dL.
Ανεβασμένα τριγλυκερίδια πρέπει να υπαγορεύσουν μια έρευνα για κάποια υποβόσκουσα αιτία, όπως κατάχρηση αλκοόλ, ηπατική νόσο, φάρμακα, υποθυρεοειδισμό ή αδιάγνωστο διαβήτη τύπου 2.
Οι άνθρωποι με συνδυασμένη υπερλιπιδαιμία, μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα LDL και τριγλυκεριδίων, έχουν συχνά κληρονομική ανωμαλία. Η κατάσταση αυτή μπορεί επίσης να προκληθεί με την παχυσαρκία ή την κατάχρηση αλκοόλ.