Η υψηλή χοληστερίνη θεωρείται ένδειξη ότι υπάρχει κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου. Aπό την άλλη πλευρά όμως πολλά θύματα καρδιακών προσβολών (εμφραγμάτων) έχουν φυσιολογικές τιμές ολικής χοληστερίνης ή “κακής” χοληστερίνη (LDL), ενώ μερικοί άνθρωποι με χειρότερα αποτελέσματα σε εξετάσεις για λιπίδια δεν υποφέρουν ποτέ από καρδιακά προβλήματα.
Για να διαπιστωθεί ποιος διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο, οι ερευνητές είναι συνέχεια σε εγρήγορση για ενδείξεις που μπορεί να τους δώσουν κάποια στοιχεία. Μερικοί από αυτούς τους παράγοντες που θεωρούνται σημαντικοί είναι οι παρακάτω.
Δείκτες οξειδωτικού στρες: Οι οξειδωτικοί παράγοντες, γνωστοί και ως ελεύθερες ρίζες, είναι ασταθή μόρια οξυγόνου που καταστρέφουν κυτταρικές μεμβράνες, πρωτείνες και DNA. Αυτή η βλάβη είναι γνωστή ως οξειδωτικό στρες. Από το 1999 και μετά, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι βιολογικοί δείκτες του οξειδωτικού στρες ίσως φανερώνουν την παρουσία καρδιαγγειακής νόσου.
Ένα παράδειγμα είναι η μυελοπεροξιδάση (ΜΠΟ), ένα ένζυμο που βρίσκεται σε υπολογίσιμες ποσότητες σε φλεγμονώδη κύτταρα όπως είναι τα μακροφάγα. Αυτά τα κύπαρα ελευθερώνουν μυελοπεροξιδάση στην κυκλοφορία του αίματος ως απάντηση μιας φλεγμονής ή λοίμωξης. Αρκετοί άλλοι βιολογικοί δείκτες του οξειδωτικού στρες έχουν εγκριθεί για κλινική εφαρμογή, και έχουν αναπτυχθεί εξετάσεις που βοηθούν τους κλινικούς γιατρούς να τις χρησιμοποιήσουν ώστε να εκτιμήσουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Λιποπρωτείνη (α) ή Lp(a): Είναι ένα μόριο της LDL χοληστερίνης με την προσάρτηση μιας έξτρα πρωτεΐνης. Υψηλά επίπεδα Lp(a) στο αίμα ενδέχεται να προβλέπουν την καρδιαγγειακή νόσο.
Η εξέταση της Lp(a) δεν είναι ακόμη μια συμβατική μέθοδος για την πρόβλεψη του κινδύνου για καρδιακής νόσου επειδή καμία μελέτη δεν έχει δείξει πως η μείωση των επιπέδων της Ld(a) -που μπορεί να γίνει με νιασίνη- μειώνει πραγματικά τον κίνδυνο μιας καρδιοπάθειας.
Νέες φαρμακευτικές αγωγές που αναπτύσσονται μπορούν επίσης να μειώσουν τα επίπεδα Lp(a), και ίσως κάποιο από αυτά τα νεότερα φάρμακα αποδειχθεί ότι έχει θεραπευτική αξία.
Τα επίπεδα Lp(a) ποικίλλουν μεταξύ των εθνοτήτων και μια τυποποίηση της εξέτασης αίματος που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βιολογικού δείκτη είναι απαραίτητη.
Απολιποπρωτεΐνη Β (apoB). Αυτή η ουσία βρίσκεται σε πολλά μόρια που μεταφέρουν λιπίδια στο αίμα, μεταξύ των οποίων τα χυλομικρά, VLDL, IDL, LDL και Lp(a). Καθώς το καθένα από αυτά τα μόρια περιέχει ένα μόνο μόριο apoB, μετρήσεις της apoB αντικατοπτρίζουν το συνολικό αριθμό τέτοιων μορίων. Οι μετρήσεις της apoB δεν απαιτούν δείγμα αίματος μετά από νηστεία, και η εξέταση έχει τυποποιηθεί.
Απολιποπρωτεΐνη Μ (apoM). Πρόκειται για μια πρωτεΐνη που βρίσκεται σε μόρια της HDL. Παρότι η λειτουργία της πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί, πειράματα σε ποντίκια δείχνουν ότι η apoM βοηθά στην προστασία κατά του σχηματισμού πλακών στις αρτηρίες. Μια μελέτη σε ανθρώπους έδειξε ότι η εξέταση των επιπέδων της apoM μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό κινδύνου για καρδιακή νόσο.
PCSK9. Αυτό το γονίδιο βοηθά στον έλεγχο του αριθμού των υποδοχέων για την LDL στο συκώτι. Οι άνθρωποι με ένα υπερενεργό γονίδιο PCSK9 έχουν λιγότερους υποδοχείς LDL, κι αυτό σημαίνει ότι το ήπαρ δεν προσλαμβάνει την LDL που χρειάζεται από το αίμα. Η εξάλειψη του γονιδίου αυξάνει τους υποδοχείς της LDL στο ήπαρ, που με τη σειρά του μειώνει τα επίπεδα της LDL στο αίμα. Γίνονται προσπάθειες να αναπτυχθούν φάρμακα που μπλοκάρει το PCSK9.