Μια 2οάχρονη γυναίκα κόβει τις φλέβες της με ξυραφάκι, ένας λάτρης αγωνιστικών αυτοκινήτων πέφτει με ταχύτητα πάνω σε ένα δέντρο και ένας ποντικός κουλουριάζεται στο πιάτο μιας γάτας γίνοντας λαχταριστό γεύμα. Τι μπορεί να συνδέει αυτά τα τρία περιστατικά; Το toxoplasma gondii που φιλοξενείται στο έντερο μιας γάτας.
Τα τοξοπλάσματα είναι μικροσκοπικοί οργανισμούς που αποτελούνται από μόνο ένα κύτταρο, αλλά αντιμετωπίζονται σαν ζώα -ονομάζονται πρωτόζωα- γιατί έχουν αυτόβουλη κίνηση ως αντίδραση σε εξωτερικά ερεθίσματα. Τα πρωτόζωα είναι οι πρώτοι εκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου και ένα παράδειγμα είναι η αμοιβάδα.
Το τοξόπλασμα είναι παράσιτο επειδή δεν μπορεί να ζήσει στο έδαφος απορροφώντας θρεπτικά στοιχεία αλλά χρειάζονται έναν οργανισμό για να επιβιώσει χωρίς όμως να προσφέρει τίποτα ως αντάλλαγμα. Αναπαράγεται στο έντερο της γάτας η οποία αποτελεί τον απόλυτο ξενιστή του. Μπορεί να υπάρχει και σε άλλα ζώα που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι ξενιστές μέχρι να φτάσει στη γάτα.
Η γάτα που κολλάει τοξοπλάσματα είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο μόνο κατά την περίοδο της μόλυνσης. Στην πλειονότητα τους, οι μεγαλύτερες ηλικιακά γάτες έχουν αφήσει πίσω τους τη μόλυνση από τοξοπλάσματα και δεν μπορούν πια να βλάψουν τον άνθρωπο.
Όταν η μόλυνση είναι πρόσφατη, τα τοξοπλάσματα βρίσκονται στα κόπρανα της γάτας. Ωριμάζουν στα περιττώματα του ζώου για περίπου δύο μέρες προτού μπορέσουν να μολύνουν τον επόμενο ξενιστή. Και μπορούν να περιμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμα και πέντε χρόνια μέχρι να τον μολύνουν. Ο ενδιάμεσος ξενιστής δε χρειάζεται απαραίτητα να είναι άνθρωπος ή άλλο ζώο, μπορεί να είναι κάλλιστα οι ωμές τροφές.
Ο ιδιοκτήτης της γάτας ή οποιοσδήποτε άλλος που καθαρίζει το έδαφος από τα κόπρανα της γάτας μπορεί να μολυνθεί. Ορισμένοι άνθρωποι που μολύνονται εμφανίζουν ήπια συμπτώματα που θυμίζουν γρίπη, όμως οι περισσότεροι δεν αντιλαμβάνονται το παραμικρό. Η πιθανότητα να έχει κάποιος τοξόπλασμα είναι ανάλογη με τα χρόνια του. Σε παγκόσμια κλίμακα, σχεδόν το ένα τρίτο των ανθρώπων είναι φορείς.
Μετά την οξεία μολυσματική φάση, τα τοξοπλάσματα καταλήγουν σε μικροσκοπικά διαμερίσματα στους ιστούς και πέφτουν σε ένα είδος χειμερίας νάρκης. Δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψουν για το υπόλοιπο της ζωής μας, όμως παραμένουν ήσυχα. Ωστόσο, η μόλυνση μπορεί να έχει δραστικές συνέπειες στις έγκυες γυναίκες. Το παράσιτο μπορεί να φτάσει στο έμβρυο και να προκληθούν σοβαρές βλάβες ή αποβολή. Έτσι όταν ο γυναικολόγος κάνει περίεργες ερωτήσεις όπως «Έχετε γάτα;» δεν είναι ανούσιες. Αν έχετε γάτα, θα σας συμβουλεύσει να μην τρώτε ωμές τροφές, να πλένετε καλά τα λαχανικά και τα φρούτα και να αλλάζετε συχνά την άμμο της γάτας. Πρέπει επίσης να πλένετε πολύ καλά τα χέρια σας γιατί τα τοξοπλάσματα μπορούν να επιβιώσουν για μεγάλο διάστημα.
Αμυγδαλή και φόβος
Τα παραπάνω γνώριζαν οι ερευνητές μέχρι τη δεκαετία του 1990 αλλά τότε βρέθηκε και κάτι άλλο που άλλαξε την σχετικά αθώα εικόνα του τοξοπλάσματος. Η Τζόαν Γουέμπστερ μια ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης έκανε ένα πείραμα που έδειχνε ότι οι αρουραίοι που έχουν μολυνθεί με τοξόπλασμα δεν αποφεύγουν τις γάτες, ή τα ούρα τους όπως διαφορετικά θα έκαναν από ένστικτο.
Το εύρημα προκάλεσε ενδιαφέρον και επιβεβαιώθηκε από άλλους ερευνητές. Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι η αλλαγή συμπεριφοράς των αρουραίων σχετιζόταν μόνο με τα ούρα της γάτας ενώ τα ούρα του σκύλου συνέχισαν να τους προκαλούν την αναμενόμενη αποστροφή. Ήταν ένα κόλπο της γάτας που έκανε τα ποντίκια να μην τη φοβούνται για να τα πιάνει; Και πως γινόταν βιοχημικά κάτι τέτοιο;
Οι έρευνες πέρασαν στον άνθρωπο και εξετάστηκαν δείγματα αίματος ατόμων που είχαν εμπλακεί σε τροχαία ατυχήματα. Σκοπός ήταν να διαπιστωθεί αν οι φορείς τοξοπλάσματος ήταν περισσότεροι συγκριτικά με τους μη φορείς στα τροχαία. Η απάντηση ήταν ναι, και συγκεκριμένα 2,5 φορές. Ο κίνδυνος εμπλοκής σε τροχαίο είναι μεγαλύτερος για τους φορείς τοξοπλασμάτων, ειδικά αν η λοίμωξη βρίσκεται στην ενεργή αρχική φάση παρά στο μετέπειτα αδρανές στάδιο. Φάνηκε μάλιστα ότι ο συνδυασμός μιας έντονης λοίμωξης από τοξόπλασμα με την ομάδα αίματος ρέζους αρνητικό ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος – οι ομάδες αίματος παίζουν ρόλο στις παρασιτικές λοιμώξεις.
Το τοξόπλαμα αυξάνει το ρίσκο που παίρνουμε στη ζωή γιατί μειώνει το φόβο. Όταν μολυνόμαστε, το ανοσοποιητικό σύστημα ενεργοποιεί ένα ένζυμο που λέγεται IDO και μεταβολίζει το αμινοξύ τρυπτοφάνη. To ένζυμο IDO, όταν ενεργοποιείται αναγκάζει το τοξόπλασμα να εισέλθει σε μια αδρανή κατάσταση. Όμως μειώνεται η παραγωγή της σεροτονίνης και αυτό επηρεάζει τη διάθεσή μας. Επηρεάζονται διάφοροι μηχανισμοί και το αποτέλεσμα είναι η εμφανίζεται αδιαφορία, αποχαύνωση και καταστολή ενώ μπορεί να μειωθεί ακόμα και ο φόβος αν υπάρξει βλάβη σε μια δομή του εγκεφάλου που ονομάζεται αμυγδαλή.
Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι το πρωτόζωο ελέγχει εξειδικευμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιεί ως «δούρειο ίππο» για να περάσει τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και να διεισδύσει στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Είναι μάλιστα αρκετά πιθανό να βρεθεί στην αμυγδαλή. Σε κάθε άνθρωπο υπάρχουν συγκεκριμένα νεύρα που φεύγουν απευθείας από τα μάτια και καταλήγουν στην αμυγδαλή, με αποτέλεσμα η θέα και μόνο μιας αράχνης να προκαλεί μια άμεση φοβική αντίδραση. Αν όμως υπάρξει βλάβη στην αμυγδαλή, το άτομο γίνεται ατρόμητο και πιο επιθετικό. Το τοξόπλασμα, εκτός από την αμυγδαλή είναι αρκετά πιθανό να διεισδύσει στο οσφρητικό κέντρο του εγκεφάλου και αυτός είναι ο λόγος που τα μολυσμένα ποντίκια δεν απεχθάνονται τα ούρα της γάτας.
Τελικά, το παράσιτο έχει την ικανότητα να παρεμβαίνει και να χειρίζεται επιδέξια το ανθρώπινο κεντρικό νευρικό σύστημα. Ίσως μάλιστα να συνδέεται με ορισμένες ασθένειες του εγκεφάλου όπως είναι η σχιζοφρένεια η οποία κάνει τον πάσχοντα ληθαργικό και του δίνει ψευδείς αισθητηριακές εντυπώσεις. Αρκετά φάρμακα για την αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας απενεργοποιούν έναν πομπό σημάτων στον εγκέφαλο που αφθονεί στα άτομα με σχιζοφρένεια: την ντοπαμίνη. Το τοξόπλασμα διαθέτει γονίδια που επηρεάζουν την παραγωγή ντοπαμίνης στον εγκέφαλο αλλά και άλλους νευροδιαβιβαστές, κάτι που φαίνεται ότι μπορεί να επηρεάσει την προσωπικότητα του μολυσμένου ατόμου, να τον κάνει να λαμβάνει ρίσκα στη ζωή του ή ακόμα και να έχει αυτοκτονικές τάσεις.