Καθημερινά καταπίνουμε πολλά δισεκατομμύρια ζωντανά βακτήρια. Υπάρχουν πολλά στις ωμές τροφές και ορισμένα επιβιώνουν κατά το μαγείρεμα. Επίσης, τα παίρνουμε όταν δαγκώνουμε τα δάχτυλα μας ή ερχόμαστε σε επαφή μέσω φιλιών με το βακτηριακό περιβάλλον άλλων ατόμων.
Ένα μικρό ποσοστό αυτών των βακτηρίων επιβιώνει στο όξινο πλύσιμο του στομάχου καταλήγοντας ζωντανά στο παχύ έντερο. Η πλειονότητα αυτών των βακτηρίων παραμένει άγνωστη. Ορισμένα είναι παθογόνα ενώ άλλα μπορεί να μας ωφελούν με τρόπους που δεν έχουμε ακόμα ανακαλύψει.
Τα ωφέλιμα βακτήρια έχουν ονομαστεί προβιοτικά (probiotics), μια λέξη που διαβάζουμε συχνά στα λεγόμενα “ζωντανά” γιαούρτια.
Καταναλώνουμε προβιοτικά βακτήρια μέσω των τροφών εδώ και πολλά χρόνια από παραδοσιακά πιάτα που βασίζονται στη βοήθεια των μικροβίων για να ετοιμαστούν όπως π.χ. τα αγγουράκια τουρσί, τα πρέτσελ και το γιαούρτι Ορισμένες τροφές βασίζονται στα μικρόβια για μια διαδικασία που ονομάζεται ζύμωση και οδηγεί στην παραγωγή οξέος που τις κάνει να έχουν ξινή γεύση. Το οξύ αυτό, μαζί με πολλά ωφέλιμα βακτήρια, προστατεύει την τροφή από τα επικίνδυνα μικρόβια.
Οι επιστήμονες στις αρχές του εικοστού αιώνα υποψιάστηκαν ότι τα κάποια βακτήρια μας κάνουν καλό. Ο Ίλια Μέτσνικοφ, ένας νομπελίστας ερευνητής, παρατήρησε Βούλγαρους ορεσίβιους χωρικούς που συχνά ζούσαν για πάνω από 100 χρόνια και υποψιάστηκε ότι το κλειδί της μακροζωίας βρισκόταν στους δερμάτινους ασκούς που χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν το γάλα από τις αγελάδες τους. Οι χωρικοί αναγκάζονταν να καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις και το γάλα συχνά ξίνιζε ή μετατρεπόταν σε γιαούρτι μέσα στους ασκούς, πριν φτάσουν σπίτι τους. Ο Μέτσνικοφ, στο βιβλίο του Prolongation of Life (Η Επιμήκυνση της Ζωής) υποστήριξε ότι ορισμένα βακτήρια μας βοηθούν να ζούμε περισσότερο και καλύτερα και περιέγραψε το βακτήριο που ονόμασε Lactobacillus bulgaricus.
Σήμερα, το Lactobacillus bulgaricus βρίσκεται στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Οι μητέρες που δεν μπορούσαν να θηλάσουν τα μωρά τους και τα τάιζαν με μπιμπερό διαπίστωσαν ότι είχαν πιο συχνά διάρροια. Σύντομα η βιομηχανία παιδικών τροφών κατάλαβε ότι έλειπαν τα φυσικά βακτήρια και ειδικότερα τα βακτήρια που ζουν στις γαλακτοφόρες θηλές: το Bifidobacterium και το Lactobacillus. Τα βακτήρια αυτά διασπούν τη λακτόζη του γάλακτος και παράγουν γαλακτικό οξύ, οπότε ονομάζονται βακτήρια του γαλακτικού οξέος.
“Ζωντανά” γιαούρτια και οφέλη
Οι ερευνητές προσθέτουν στις τροφές προβιοτικά βακτήρια που ανθίστανται στην πέψη ώστε να φτάσουν ζωντανά στο παχύ έντερο. Είναι τα Lactobacillus rhamnosus, Lactobacillus acidophilus και Lactobacillus casei Shirota. Αλλά δεν ξέρουμε πόσα από αυτά φτάνουν πραγματικά. Ένα ιδιαίτερα όξινο στομάχι ή μια αργή πέψη μπορούν να σκοτώσουν τα μικρόβια πριν φτάσουν στον τελικό προορισμό τους.
Η προβιοτική έρευνα έχει εντοπίσει τρία οφέλη:
- Πολλά προβιοτικά βακτήρια φροντίζουν το έντερο. Διαθέτουν γονίδια που τους επιτρέπουν να παράγουν μικρά λιπαρά οξέα όπως το βουτυρικό. Αυτό κάνει καλό στις λάχνες του εντέρου οι οποίες αναπτύσσονται περισσότερο. Όσο μεγαλύτερες οι λάχνες, τόσο καλύτερα απορροφούν τα θρεπτικά στοιχεία και αποκρούουν τις τοξίνες.
- Τα προβιοτικά βακτήρια προστατεύουν το έντερο γιατί καταλαμβάνουν θέσεις που αρέσουν στα παθογόνα να μολύνουν. Πάνω από 400 είδη μικροοργανισμών βρίσκονται στην εντερική χλωρίδα του ανθρώπου που ζυγίζουν περίπου 2 κιλά και κάποια από αυτά γίνονται παθογόνα όταν η ποσότητά τους ξεπεράσει κάποιο όριο. Τα προβιοτικά παράγουν μικρές ποσότητες αντιβιοτικών ή άλλων αμυντικών ουσιών που απομακρύνουν τα παθογόνα βακτήρια. Και βέβαια αρπάζουν την τροφή των βλαβερών βακτηρίων.
- Τέλος, φαίνεται πως τα προβιοτικά δίνουν κάποιες πληροφορίες στα ανοσοποιητικά κύτταρα για να αντιδρούν καλύτερα. Ίσως μάλιστα αυτό να παρέχει κάποια προστασία από τις αλλεργίες.
Μέχρι στιγμής, οι πιο ενδελεχείς έρευνες έχουν γίνει για βακτήρια του γαλακτικού οξέος,το Lactobacillus το οποίο δεν είναι τόσο κοινό στο έντερο των ενηλίκων και το Bifidobacterium. Αυτά τα δύο γένη έχουν πολλά υποείδη. Ένας άλλος μικροοργανισμός που έχει ενδιαφέρον είναι το Saccharomyces boulardii το οποίο έχει τεράστιο πλεονέκτημα διότι ως ζυμομύκητας δεν επηρεάζεται καθόλου από τα αντιβιοτικά. Έτσι, ενώ τα αντιβιοτικά εξολοθρεύουν ολόκληρο τον βακτηριακό πληθυσμό, το Saccharomyces μπορεί να εγκατασταθεί χωρίς τον παραμικρό φόβο και στη συνέχεια, προστατεύει το έντερο. Έχει επίσης την ικανότητα να δεσμεύει τις τοξίνες. Ωστόσο, προκαλεί κάποιες παρενέργειες σε σχέση με τα βακτηριακά προβιοτικά διότι ορισμένοι άνθρωποι έχουν δυσανεξία στους ζυμομύκητες και βγάζουν εξανθήματα. Το γεγονός ότι σχεδόν όσα προβιοτικά γνωρίζουμε -με εξαίρεση δυο τρεις ζυμομύκητες- είναι βακτήρια του γαλακτικού οξέος δείχνει πόσο λίγα έχουμε ανακαλύψει σε αυτό τον τομέα.
Το ερώτημα είναι: Αν καταναλώνουμε «ζωντανά» γιαούρτια ή άλλα προβιοτικά τρόφιμα μπορούμε να αλλάξουμε τη σύνθεση της εντερικής χλωρίδας μας προς το καλύτερο;
Για να συμβεί αυτό πρέπει να προβιοτικά βακτήρια να παραμένουν ζωντανά μέχρι την ημερομηνία λήξης του προϊόντος στο οποίο βρίσκονται και να μπορούν να επιβιώσουν περνώντας από το στομάχι. Ακόμα όμως κι αν το 1,5 εκατομμύριο βακτήρια που περιέχονται, κατά μέσο όρο, σε ένα γιαούρτι καταφέρει να καταλήξει στο έντερο, αυτό θεωρείται λίγο για να έχει αντίκτυπο στα 100 τρισεκατομμύρια βακτήρια που ζουν στη χλωρίδα του εντέρου.