Μία θεωρία για την ανάπτυξη των τροφικών αλλεργιών η δυσανεξιών είναι ότι το εντερικό τοίχωμα γίνεται μερικές φορές πορώδες, επιτρέποντας σε υπολείμματα τροφών να εισέλθουν στον εντερικό ιστό και στο κυκλοφορικό σύστημα. Πρόκειται για τη θεωρία που εξετάζουν όσοι ερευνητές εστιάζουν στη γλουτένη, μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στο σιτάρι, τη σίκαλη, το κριθάρι και άλλους σπόρους.
Τα φυτά δεν “θέλουν” κανείς να τρώει ούτε τα ίδια ούτε του σπόρους τους. Η φυσική επιλογή ευνόησε εκείνα που “αντέδρασαν” δημιουργώντας σπόρους ελαφρώς δηλητηριώδεις. Κι όσο μεγαλύτερο κίνδυνο “διαισθάνεται” το φυτό, τόσο πιο δηλητηριώδεις κάνει τους σπόρους του για αυτούς που το ενοχλούν. Για παράδειγμα, στα έντομα, η γλουτένη εμποδίζει τη δημιουργία ενός πολύ σημαντικού πεπτικού ενζύμου. Η ακρίδα μπορεί να καταλήξει με στομαχόπονο αν καταναλώσει υπερβολική ποσότητα σιταριού.
Στους ανθρώπους, η γλουτένη μπορεί να φτάσει στα εντερικά κύτταρα έχοντας υποστεί ελάχιστη διάσπαση. Εκεί, μπορεί να χαλαρώσει τις συνδέσεις μεταξύ των κυττάρων. Αυτό επιτρέπει στις πρωτεΐνες των σιτηρών να εισέλθουν σε περιοχές όπου δεν έχουν καμία δουλειά. Κατόπιν, σημαίνει συναγερμός στο ανοσοποιητικό σύστημα. Ένας στους 100 έχει γενετική δυσανεξία στη γλουτένη (κοιλιοκάκη) κι ένα σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό που μπορεί να φτάνει το 5-6% υποφέρει από ευαισθησία στη γλουτένη.
Στους ασθενείς με κοιλιοκάκη, η κατανάλωση σιταριού μπορεί να προκαλέσει σοβαρές λοιμώξεις ή βλάβες στις λάχνες του εντερικού τοιχώματος κάτι που εμποδίζει τη φυσιολογική πέψη και απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών. Μπορεί επίσης να βλάψει το νευρικό σύστημα. Η κοιλιοκάκη ενδέχεται να προκαλέσει διάρροια και προβλήματα ανάπτυξης στα παιδιά, δίνοντας τους, συν τοις άλλοις, μια χλωμή όψη.
Το ιδιαίτερο στοιχείο της κοιλιοκάκης είναι ότι τα συμπτώματα δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Όσοι έχουν πιο διακριτικές μορφές, μπορεί να ζουν με τα συμπτώματα για χρόνια χωρίς να το συνειδητοποιούν. Ίσως υποφέρουν από τον περιστασιακό στομαχόπονο ή ο γιατρός τους ίσως ανακαλύψει ενδείξεις αναιμίας στη διάρκεια των συνηθισμένων αιματολογικών εξετάσεων. Η μόνη αντιμετώπιση είναι η διά βίου αποφυγή τροφών με γλουτένη.
Άλλες πρωτεΐνες που υπάρχουν στο κριθάρι (ορδεΐνη) και στη σίκαλη (σικαλίνη) είναι επίσης τοξικές για τους ασθενείς με κοιλιοκάκη.
Η ευαισθησία στη γλουτένη
Η ευαισθησία στη γλουτένη δεν αποκλείει ισόβια την κατανάλωσή της. Όσοι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση μπορούν να καταναλώνουν σιτηρά χωρίς να ρισκάρουν κάποια σοβαρή ζημιά στο έντερο, οφείλουν όμως να απολαμβάνουν τα προϊόντα αυτά με μέτρο, όπως συμβαίνει και με την ακρίδα.
Πολλοί είναι εκείνοι που αντιλαμβάνονται την ευαισθησία τους όταν αποφύγουν τη γλουτένη για μια δυο βδομάδες και διαπιστώσουν μία γενικότερη ευεξία. Ξαφνικά, τα πεπτικά προβλήματα ή ο τυμπανισμός εξαφανίζονται, ή έχουν λιγότερους πονοκεφάλους, και οι αρθρώσεις τους πονάνε λιγότερο. Ορισμένοι διαπιστώνουν ότι μπορούν και συγκεντρώνονται καλύτερα ή ότι υποφέρουν λιγότερο από κούραση ή εξάντληση.
Μόλις πρόσφατα οι ερευνητές άρχισαν να διερευνούν λεπτομερώς την ευαισθησία στη γλουτένη. Η διαγνωστική εικόνα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: τα συμπτώματα μειώνονται όταν εφαρμοστεί ένα διαιτολόγιο χωρίς γλουτένη, παρόλο που οι εξετάσεις για την κοιλιοκάκη εμφανίζονται αρνητικές. Οι λάχνες δεν παθαίνουν φλεγμονές ούτε βλάβες, όμως η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας ψωμιού φαίνεται πως έχει δυσάρεστες επιπτώσεις στο ανοσοποιητικό σύστημα. Το έντερο μπορεί επίσης να καταστεί βραχυπρόθεσμα πορώδες μετά από μια αγωγή με αντιβιοτικά, μετά από κατανάλωση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ ή ως αποτέλεσμα στρες.
Η ευαισθησία στη γλουτένη ως απόρροια αυτών των προσωρινών αιτίων μπορεί κάποιες φορές να θυμίζει τα συμπτώματα της κανονικής δυσανεξίας στη γλουτένη. Σε αυτές τις περιπτώσεις βοηθά η αποχή από τη γλουτένη για κάποιο διάστημα. Η ανίχνευση συγκεκριμένων μορίων στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων παίζουν σημαντικό ρόλο στην ασφαλή διάγνωση.