Ο ύπνος είναι μια σημαντική πτυχή της ζωής του ανθρώπου, καταλαμβάνοντας περίπου το ένα τρίτο της ζωής. Ένας καλός ύπνος συμβάλλει στη βιολογική ανανέωση ενώ τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι η αϋπνία έχει αρνητικές συνέπειες στην υγεία.
Να σημειωθεί ότι η αϋπνία είναι συχνό φαινόμενο στις δυτικές κοινωνίες, π.χ. ένα τρίτο του γερμανικού πληθυσμού πάσχει από συμπτώματα αϋπνίας. Έτσι, θεωρείται σημαντικό πρόβλημα μεταξύ των ενηλίκων στη σύγχρονη κοινωνία, και ένας αυξανόμενος αριθμός μελετών έχουν επιστήσει την προσοχή στις συνέπειές της.
Πολλοί ερευνητές έχουν βρει συσχέτιση μεταξύ αϋπνίας και κακής έκβασης της υγείας, γεγονός που υποδηλώνει ότι η αϋπνία μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολικές ανωμαλίες, αυξημένα επίπεδα φλεγμονής και κατάθλιψης και να αυξήσει τη συχνότητα εμφάνισης ορισμένων χρόνιων παθήσεων όπως είναι η υπέρταση και τα καρδιαγγειακά νοσήματα.
Τώρα, μια μετα-ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό European Journal of Preventive Cardiology από ερευνητές του China Medical University στην Σένγιανγκ βρήκε ότι οι άνθρωποι που δεν κοιμούνται καλά το βράδυ διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακό επεισόδιο.
Οι κίνδυνοι
Οι ερευνητές εξέτασαν τα συμπεράσματα 15 κλινικών μελετών που περιελάμβαναν 160.867 συμμετέχοντες. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης που κράτησε από 3 μέχρι 29 χρόνια, υπήρξαν 11.702 ανεπιθύμητα συμβάντα. Διαπιστώθηκε ότι:
- H δυσκολία στην έναρξη του ύπνου σχετίζεται με 27% αύξηση κινδύνου για έμφραγμα ή εγκεφαλικό.
- Η δυσκολία διατήρησης του ύπνου σχετίζεται με αύξηση κινδύνου κατά 11%.
- Η κακή ποιότητα του ύπνου συνδέεται με αύξηση κινδύνου κατά 18%.
Οι αιτίες για την αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου λόγω αϋπνίας δεν είναι ξεκάθαρες.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η αϋπνία μπορεί να αλλάζει το μεταβολισμό και τη λειτουργία ορισμένων ορμονών, να αυξήσει την ενεργοποίηση του νευρικού συστήματος και την αρτηριακή πίεση. Μπορεί επίσης να αυξήσει τα επίπεδα ορισμένων ουσιών (κυτοκίνες) που σχετίζονται με τη φλεγμονή. Όλοι αυτοί είναι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.
Η μετα-ανάλυση έδειξε ότι ο κίνδυνος λόγω της αϋπνίας μπορεί να είναι μεγαλύτερος στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες αλλά αυτό ίσως οφείλεται στο ότι οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στην αϋπνία, ανέφερε η επικεφαλής της μελέτης Qiao He, από το Τμήμα Κλινικής Επιδημιολογίας China Medical University.