Πολλά φαίνεται πως παραμένουν άγνωστα γύρω από το ρόλο του αλατιού και την ομοιόσταση του νερού. Νέα έρευνα αναφέρει μια απροσδόκητη παρατήρηση: η μακροχρόνια υψηλή πρόσληψη αλατιού δεν αυξάνει την κατανάλωση νερού διότι αντ ‘αυτού υπάρχει αυξημένη κατακράτηση νερού.
Μέχρι σήμερα είναι γνωστό ότι η μεγάλη κατανάλωση αλατιού μπορεί να οδηγήσει σε κατακράτηση νερού έξω από τα κύτταρα (όπου συνηθίζει να βρίσκεται το νάτριο) και σε ορισμένους ανθρώπους αυτό να ανεβάσει την αρτηριακή τους πίεση.
Επίσης θεωρείται περίπου δεδομένο ότι η υψηλή πρόσληψη αλατιού αυξάνει την πρόσληψη υγρών. Η αποβολή του πλεονάζοντος αλατιού οδηγεί και σε απώλεια νερού μέσω της ούρησης και επομένως ελαττώνει την ποσότητα του νερού στο σώμα δημιουργώντας κίνδυνο αφυδάτωσης. Αυτό με τη σειρά του προκαλεί δίψα. Ως αποτέλεσμα, οι υγειονομικές αρχές επισημαίνουν ότι το αλάτι μπορεί να έχει συμβάλλει στην επιδημία της παχυσαρκίας μέσω της κατανάλωσης σακχαρούχων αναψυκτικών. Ωστόσο, αυτή η άποψη βασίζεται σε επιδημιολογικές μελέτες παρά σε άμεσα πειράματα.
Τώρα, η νέα έρευνα δείχνει ότι η κατανάλωση αλατιού μπορεί να οδηγεί όχι σε μεγαλύτερη πρόσληψη νερού αλλά και σε περισσότερες θερμίδες. Αυτό προκαλείται μέσω αύξησης της πείνας προκειμένου το σώμα να αποφύγει την αφυδάτωση. Η νέα έρευνα δείχνει ότι η αύξηση της δίψας μπορεί να συμβαίνει μόνο στην αρχή. Στην πραγματικότητα, αυτό που αυξάνεται στη συνέχεια είναι η πείνα, με αποτέλεσμα οι επιπλέον τροφές, να μειώνουν τη δίψα καθώς περιέχουν νερό.
Τα νέα ευρήματα αναλύονται σε δύο άρθρα που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Journal of Clinical Investigation από Αμερικανούς και Γερμανούς ερευνητές.
Τα συμπεράσματα προήλθαν από μακροχρόνιες μελέτες της ισορροπίας νατρίου (αποτελεί το 40% του αλατιού) στον οργανισμό δύο ομάδων από 10 νεαρούς Ρώσους κοσμοναύτες που συμμετείχαν σε ένα διαστημικό πρόγραμμα προσομοίωσης πτήσης στον πλανήτη Άρη, σε ερευνητικό κέντρο της Μόσχας (η πρώτη ομάδα για 105 μέρες και η δεύτερη για 210 μέρες).
Τις μελέτες πραγματοποίησαν μεταξύ 2009 και 2011 ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ στο Τένεσι και το Πανεπιστήμιο Φρήντριχ Αλεξάντερ του Ερλάνγκεν, στη Γερμανία.
Περισσότερες θερμίδες ως αντίδοτο στην αφυδάτωση
Σύμφωνα με τα ιατρικά εγχειρίδια, η απέκκριση του άλατος οδηγεί αναπόφευκτα σε απώλεια νερού μέσω των ούρων και έτσι μειώνεται η περιεκτικότητά του σώματος σε νερό. Στις νέες έρευνες όμως δεν διαπιστώθηκε κάτι τέτοιο.
Με μεγάλη τους έκπληξη οι επιστήμονες ανακάλυψαν πως όταν διπλασιαζόταν το αλάτι που έδιναν στους αστροναύτες (από τα 6 γραμμάρια την ημέρα σε 12 γραμμάρια) εκείνοι όχι μόνο δεν έπιναν περισσότερο νερό, αλλά το μείωναν κιόλας. Αυτό το γεγονός υποδήλωνε πως είτε ο οργανισμός τους αύξανε την κατακράτηση υγρών είτε με κάποιο τρόπο παρήγαγε περισσότερο νερό κι έτσι δεν διψούσαν. Επιπλέον, οι αστροναύτες πεινούσαν περισσότερο.
Για να βρουν που οφειλόταν αυτό, οι ερευνητές πραγματοποίησαν πειράματα σε ποντίκια, διαπιστώνοντας πως όταν τους έδιναν τροφές πλούσιες σε αλάτι διατηρώντας σταθερές τις θερμίδες και το νερό, ο οργανισμός τους διασπούσε τις πρωτεΐνες των μυών και τις μετέτρεπε σε ουρία στο συκώτι. Να σημειωθεί ότι η ουρία βοηθά τους νεφρούς να επαναπορροφούν το νερό που παράγουν, εμποδίζοντας την αποβολή του από τον οργανισμό εν όσω αποβάλλεται το αλάτι.
Η παραγωγή της ουρίας απαιτεί επιπλέον ενέργεια κι αυτό προκαλεί πείνα με αποτέλεσμα να προσλαμβάνουμε περισσότερο φαγητό. Αν δεν συμβεί αυτό, το σώμα είναι αναγκασμένο να διασπάσει τη μυϊκή μάζα του για να βρει την ενέργεια που του χρειάζεται ώστε να αποφύγει την αφυδάτωση.
«Επειδή η διάσπαση της μυϊκής μάζας είναι βαρύ τίμημα για την αποφυγή της αφυδάτωσης, ο οργανισμός επιλέγει την εναλλακτική λύση, δηλαδή την υπερκατανάλωση τροφής», ανέφερε ο επικεφαλής της μελέτης δρ Γιενς Τίτζε, αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής και Μοριακής Φυσιολογίας & Βιοφυσικής στο Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ στο Τένεσι.
Τελικά, οι παθολογικές συνέπειες του αλατιού ίσως δεν περιορίζονται στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης, όπως νόμιζαν έως τώρα οι επιστήμονες. Φαίνεται πως το αλάτι βάζει το σώμα σε μια καταβολική φάση.
«Η διαδικασία της μυϊκής διάσπασης γίνεται αυξάνοντας την παραγωγή γλυκοκορτικοειδών (κορτιζόνης) στον οργανισμό, που αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για διαβήτη, παχυσαρκία, οστεοπόρωση και καρδιαγγειακή νόσο», ανέφερε ο Τίτζε. «Επομένως το πολύ αλάτι στο φαγητό δεν μας προδιαθέτει μόνο στην ανάπτυξη υπέρτασης, αλλά και μεταβολικού συνδρόμου».
Όπως και να έχει, η παρούσα μελέτη αμφισβητεί την παραδοσιακή αντίληψη που θέλει το αλάτι να προκαλεί οπωσδήποτε μεγαλύτερη πρόσληψη υγρών. Διότι μια επιπλέον πρόσληψη 6 γραμμαρίων αλατιού προκάλεσε κατακράτηση υγρών στο σώμα χωρίς επιπλέον πρόσληψη υγρών. Απαιτείται περισσότερη έρευνα για το πως ακριβώς συμβαίνει αυτό και τι είδους ενδεχόμενη ζημιά μπορεί να προκαλεί στον οργανισμό. Επίσης απαιτείται περισσότερη έρευνα για το αν το αλάτι αυξάνει την πρόσληψη θερμίδων.
Ένα άλλο συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι η ουρία δεν είναι μια άχρηστη ουσία καθώς το σώμα την φτιάχνει και την χρησιμοποιεί για να παρακρατεί νερό μέσα του, έστω κι αν τελικά αποβάλλεται με τα ούρα.