Τα γαλακτοκομικά προϊόντα περιέχουν ασβέστιο αλλά είναι συχνά υψηλής περιεκτικότητας σε κορεσμένα λιπαρά και αλάτι. Πολλοί διατροφολόγοι έχουν προτείνει τις τελευταίες δεκαετίες την κατανάλωση των γαλακατομικών σε μικρές ποσότητες ή την κατανάλωση της “ελαφριάς” εκδοχής τους. Σύμφωνα με αρκετούς ειδικούς, η ημερήσια ποσότητα κορεσμένου λίπους δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 30 γραμμάρια για τον μέσο άνδρα και 20 γραμμάρια για τη μέση γυναίκα.
Όμως, η καθημερινή κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων δεν αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού, σύμφωνα με μια πρόσφατη μετα-ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό European Journal of Epidemiology από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Ρήντινγκ στη Βρετανία, του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης στη Δανία και του Πανεπιστημίου του Βάγκενινγκεν στην Ολλανδία.
Η ανάλυση βασίσθηκε σε 29 μελέτες από πολλές χώρες του κόσμου και κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα γαλακτοκομικά δεν σχετίζονται με αύξηση των καρδιαγγειακών κινδύνων. Αντίθετα, σχετίζονται με μια μικρή μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου ή είναι ουδέτερα.
Τα ευρήματα αυτά αντικρούουν εκείνα που κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το τυρί, το γάλα και το γιαούρτι είναι επιβαρυντικά για την υγεία λόγω των κορεσμένων λιπαρών που περιέχουν και θεωρούνται αιτία της αθηροσκλήρωσης διότι ανεβάζουν τη χοληστερίνη.
Η ανάλυση βασίσθηκε σε 783,989 άτομα μέσης ηλικίας 57 ετών, με μέσο Δείκτη Μάζας Σώματος 25,4 τα οποία παρακολουθήθηκαν από 5 και 25 χρόνια με μέσο όρο τα 13 χρόνια. Από αυτούς 93.158 πέθαναν από κάθε αιτία, 28.419 από στεφανιαία νόσο και 25.416 από άλλα καρδιαγγειακά νοσήματα.
Η διατροφική ανάλυση δεν βρήκε συσχέτιση των θανάτων από κάθε αιτία ή λόγω καρδιαγγειακών με τα γαλακτοκομικά, είτε τα τελευταία ήταν λάιτ είτε πλήρη. Όλα τα επί μέρους γαλακτοκομικά (ξινόγαλα και τα προϊόντα του, γάλα, τυρί, γιαούρτι) σχετίσθηκαν με μικρή μείωση της θνησιμότητας ή ουδέτερη επίδραση. Για παράδειγμα, η κατανάλωση τυριού σε 11 πληθυσμούς συνδέθηκε με 2% χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου ανά 10 γραμμάρια την ημέρα αλλά αυτό το όφελος εξαφανίστηκε όταν αφαιρέθηκε μια μελέτη (Michaelsson et al).
Ουδέτερα για την υγεία τα γαλακτοκομικά
Εξηγώντας τα αποτελέσματα, οι ερευνητές έγραψαν: “Παρά την περιεκτικότητα σε λιπαρά, το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι εκ φύσεως πλούσια σε διάφορα μέταλλα και ιχνοστοιεία (π.χ. ασβέστιο, κάλιο), πρωτεΐνες και βιταμίνες (π.χ. βιταμίνη Α και βιταμίνη Β12). Θρεπτικά συστατικά όπως το ασβέστιο, το κάλιο και το μαγνήσιο έχουν προταθεί ότι σχετίζονται με χαμηλότερο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου. Βραχυπρόθεσμα, οι μελέτες ανθρώπινης παρέμβασης ανέφεραν επίσης ότι άτομα που ακολουθούν δίαιτες υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά ή ασβέστιο μέσω γαλακτοκομικών έχουν σημαντικά χαμηλότερη ολική χοληστερίνη και LDL χοληστερίνη από ό, τι σε μια δίαιτα ελέγχου. Αυτό μπορεί να εξηγεί εν μέρει γιατί η συνολική κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων έχει ουδέτερο ρόλο όσον αφορά την επίπτωση στην υγεία”.
“Υπάρχει η εκτεταμένη αντίληψη στο ευρύ κοινό ότι τα πολλά γαλακτοκομικά προϊόντα δεν κάνουν καλό, αλλά αυτό είναι λανθασμένο”, είπε ο Ίαν Γκίβενς, καθηγητής Διατροφής στο Ρήντινγκ.
Και πρόσθεσε: “Τα τελευταία 5-10 χρόνια υπήρξαν πολλές δημοσιεύσεις για τις επιδράσεις των κορεσμένων λιπαρών στην καρδιαγγειακή υγεία και πολλοί λανθασμένα τις εξέλαβαν ως ένδειξη ότι πρέπει να αποφεύγουν τα γαλακτοκομικά. Αν κάποιος ανησυχεί για τα λιπαρά τους, δεν έχει παρά να προτιμά τις λάιτ εκδοχές τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν πρέπει να τα αφαιρεί από τη διατροφή του, εκτός κι αν το συνιστά ο γιατρός του για ιατρικούς λόγους”.
Θα πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι σημαντική λεπτομέρεια. Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από τη γαλακτοβιομηχανία και συγκεκριμένα από τους οργανισμούς Global Dairy Platform, Dairy Research Institute και Dairy Australia. Οι χρηματοδότες είπαν ότι δεν είχαν κανένα ρόλο στο σχεδιασμό της μελέτης. Οι ερευνητές δήλωσαν ότι έλαβαν χρηματοδότηση από διάφορες εταιρείες γαλακτοκομικών και τροφίμων και ένας από τους συγγραφείς ήταν μέλος συμβουλευτικών συμβουλίων σε ορισμένες μεγάλες εταιρείες τροφίμων. Να σημειωθεί ότι οι μελέτες που χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία τροφίμων είναι πιο πιθανό να καταλήξουν σε ευνοϊκά συμπεράσματα για τα τρόφιμα που μελετούν.