H Β2 μικροσφαιρίνη αυξάνει τον κίνδυνο εγκεφαλικού στις γυναίκες

Ερευνητές του Brigham and Women’s Hospital της Βοστόνης και της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ, βρήκαν ότι τα αυξημένα επίπεδα της Β2 μικροσφαιρίνης, μιας πρωτεΐνης που εντοπίζεται στην επιφάνεια των κυττάρων, σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο ισχαιμικού εγκεφαλικού στις γυναίκες. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Neurology.

Σχολιάζοντας τη μελέτη, ο Mitch Elkind πρόεδρος του American Stroke Association, είπε ότι πρόκειται για “ένα ενδιαφέρον εύρημα από μια καλή ομάδα μελέτης”. Και πρόσθεσε: “Ψάχνουμε πάντα για νέους βιοδείκτες για τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου. Δεν νομίζω ότι αυτή είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει μια σύνδεση της Β2 μικροσφαιρίνης”.

Να σημειωθεί ότι η πρωτεΐνη που έχει λάβει μια μεγάλη προσοχή τα τελευταία χρόνια ως σηματοδότηση του καρδιαγγειακού κινδύνου είναι η CRP [C-reactive protein] που μετράει τη φλεγμονή αλλά ακόμα και γι’ αυτή απαιτούνται επιπλέον μελέτες.

Η Β2 μικροσφαιρίνη (Beta-2 Microglobulin) απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1968 στα ούρα ασθενών με νόσο του Wilson και δηλητηρίαση από κάδμιο. Βρίσκεται σε αυξημένους αριθμούς στα λευκά αιμοσφαίρια και ειδικά στα λεμφοκύτταρα. Η παραγωγή της αυξάνει καθώς τα κύτταρα αναπαράγονται ή καταστρέφονται. Έτσι, η Β2 μικροσφαιρίνη είναι αυξημένη σε ασθενείς με κακοήθειες (ειδικά με λέμφωμα Β κυττάρων, λευχαιμία ή πολλαπλό μυέλωμα), χρόνιες λοιμώξεις και σοβαρά χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα. Αποτελεί ένα σημαντικό καρκινικό δείκτη.

“Πρόσφατες μελέτες έχουν εντοπίσει σχέση μεταξύ της Β2 μικροσφαιρίνης και της καρδιακής νόσου. Αλλά λιγότερα πράγματα είναι γνωστά για τη σχέση της πρωτεΐνης με το ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο”, ανέφερε η επικεφαλής της μελέτης Pamela Rist. Η ίδια και οι συνεργάτες της εξηγούν ότι τα αυξημένα επίπεδα της πρωτεΐνης σχετίζονται με συστηματική φλεγμονή και νεφρική νόσο. Επίσης πιστεύεται ότι η πρωτεΐνη μπορεί να είναι δείκτης ασθένειας μικρών αγγείων.

Οι ερευνητές μελέτησαν γυναίκες, κατά μέσο όρο 61 ετών, που συμμετείχαν στη μελέτη Nurses’ Health Study και είχαν δώσει δείγματα αίματος την περίοδο 1989-1990. Οι γυναίκες αυτές δεν είχαν ιστορικό καρκίνου ή εγκεφαλικού επεισοδίου. Ανά διετία συμπλήρωναν ερωτηματολόγια για τον τρόπο ζωής τους, τη διατροφή και το ιατρικό ιστορικό τους.

Φλεγμονή και εγκεφαλικό

Οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα της Β2 μικροσφαιρίνης σε 473 γυναίκες οι οποίες υπέστησαν ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της μελέτης, καθώς και σε 473 συνομήλικες που δεν υπέστησαν εγκεφαλικό (η μέση διάρκεια παρακολούθησης ήταν εννιά έτη). Επίσης, οι γυναίκες συγκρίθηκαν και ως προς άλλους παράγοντες κινδύνου για εγκεφαλικό επεισόδιο, όπως το κάπνισμα, η χρήση ορμονών, η εμμηνόπαυση κλπ.

Διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες που είχαν υποστεί ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο είχαν υψηλότερα επίπεδα Β2 μικροσφαιρίνης από εκείνες που δεν εκδήλωσαν εγκεφαλικό επεισόδιο. Τα μέσα επίπεδα της πρωτεΐνης ήταν 1,86 mg/L στην πρώτη ομάδα και 1,80 mg/L στην άλλη.

Στη συνέχεια, οι ερευνητές χώρισαν τις συμμετέχουσες σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με τα επίπεδα της Β2 μικροσφαιρίνης. Όσες ανήκαν στο υψηλότερο τεταρτημόριο είχαν 56% περισσότερες πιθανότητες να υποστούν εγκεφαλικό επεισόδιο, συγκριτικά με το χαμηλότερο τεταρτημόριο.

Ωστόσο, μετά τον έλεγχο της CRP, αν και υπήρχε ακόμα συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της Β2 μικροσφαιρίνης και του κινδύνου για ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, δεν ήταν πλέον σημαντική. Αυτό σημαίνει ότι η φλεγμονή μπορεί να εξηγήσει ένα μέρος, αλλά όχι ολόκληρο τον κίνδυνο για ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο.

«Δεδομένου του υψηλού κινδύνου αναπηρίας που συνεπάγεται ένα εγκεφαλικό επεισόδιο είναι σημαντικό να μπορούμε να εντοπίσουμε εγκαίρως τα άτομα που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Η Β2 μικροσφαιρίνη μπορεί να είναι ένας δείκτης που θα μας βοηθήσει στη μάχη κατά των εγκεφαλικών επεισοδίων. Θα συνεχίσουμε τη μελέτη για να δούμε αν η Β2 μικροσφαιρίνη μπορεί να τροποποιηθεί με αλλαγές στον τρόπο ζωής», ανέφερε η Rist.

Η μελέτη αφορούσε γυναίκες αλλά παρόμοιες συσχετίσεις παρατηρήθηκαν και στη μελέτη ARIC (The Atherosclerosis Risk in Communities Study) όπου συμμετείχαν και άνδρες.

Δείτε επίσης