Οι έρευνες για τη χοληστερόλη (χοληστερίνη) άρχισαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όταν ανακαλύφθηκε ότι δεν έχει ολόκληρη η χοληστερόλη που κυκλοφορεί στο αίμα την ίδια σημασία για την υγεία.
Την έρευνα πρώτος ξεκίνησε ο Τζων Γκόφμαν, ένας ιατρικός ερευνητής με διδακτορικό στη φυσική. Αρχίζοντας το 1948 και μέσα σε τρία χρόνια, ο Γκόφμαν ανακάλυψε ότι η χοληστερόλη και τα άλλα λίπη κυκλοφορούσαν στο αίμα σαν υποβρύχια επιβιβαζόμενα σε πρωτεΐνες. Τα συμπλέγματα λιπών και πρωτεϊνών έμοιαζαν με μικροσκοπικές μπαλίτσες και ονομάστηκαν λιποπρωτεΐνες. Ο Γκόφμαν ταξινόμησε τις λιποπρωτεΐνες σε πέντε κατηγορίες ανάλογα με τη πυκνότητά τους και οι μελέτες του προκάλεσαν μεγάλο ενδιαφέρον.
Κάνοντας αναλύσεις αίματος σε καρδιοπαθείς και υγιείς ανθρώπους, ο Γκόφμαν, βρήκε ότι η χοληστερόλη που μετέφεραν οι λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας, οι LDL (Low Density Lipoprotein), σχετίζονταν με τα εμφράγματα (καρδιακές προσβολές). Όσο περισσότερη χοληστερόλη υπήρχε στις λιποπρωτεΐνες LDL, τόσο μεγαλύτερος ήταν ο κίνδυνος για καρδιακή προσβολή.
Αντίθετα, οι λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας, οι HDL (High Density Lipoprotein) ασκούσαν προστατευτική επίδραση. Οι υπόλοιπες τρεις κατηγορίες λιποπρωτεϊνών παρουσίαζαν μικρό ενδιαφέρον γιατί μετέφεραν λιγότερη χοληστερόλη. Περίπου το 65-70% της χοληστερόλης που κυκλοφορεί στο αίμα μεταφέρεται από τα σωματίδια LDL και το 20-30% από τα σωματίδια HDL. Μερικοί άνθρωποι πάντως είναι γεννημένοι με τη φυσική ικανότητα να δημιουργούν υψηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης.
Είναι γνωστό ότι οι λιποπρωτεΐνες LDL εισχωρούν στα τοιχώματα των αρτηριών και προκαλούν αθηροσκλήρωση. Τα σωματίδια LDL διαφέρουν σε μέγεθος και αυτά που είναι πιο μικρά και πυκνά εισχωρούν πιο εύκολα στα τοιχώματα των αρτηριών κάνοντας μεγαλύτερη ζημιά. Η μέτρηση της LDL χοληστερόλης παρέχει μόνο πληροφορίες σχετικά με την ποσότητα χοληστερόλης που μεταφέρεται από σωματίδια LDL και όχι για το μέγεθος των σωματιδίων.
HDL και οι φυσιολογικές τιμές της
Παρότι έχουν γίνει πολλές έρευνες για το ρόλο της HDL οι γνώσεις μας είναι μέχρι σήμερα ελλιπείς. Η HDL είναι σημαντική για τη σύνθεση στεροειδών ορμονών, αλλά είναι πιο γνωστή για τον προστατευτικό ρόλο της έναντι των καρδιαγγειακών παθήσεων.
Η HDL κάνει το αντίθετο από αυτό που κάνει η LDL. Ενώ η LDL μεταφέρει τη χοληστερόλη από το συκώτι στα κύτταρα, η ΗDL κάνει το αντίστροφο: μεταφέρει τη χοληστερόλη από τα κύτταρα πίσω στο συκώτι για ανακύκλωση και απέκκριση στα κόπρανα μέσω της χολής. Και το σημαντικότερο, δεν τρυπώνει μέσα στις αρτηρίες για να προκαλέσει αθηροσκλήρωση. Η διαδικασία που περιγράφει την εκροή της χοληστερόλης από τους περιφερειακούς ιστούς προς στο συκώτι ονομάζεται «αντίστροφη μεταφορά χοληστερόλης» και ορισμένοι ερευνητές την επισημαίνουν συχνά αιτιολογώντας το θετικό ρόλο της HDL.
Ωστόσο, αυτή η εκροή συνεισφέρει λιγότερο από το 5% της περιεκτικότητας της χοληστερόλης της HDL άρα πρόκειται για κάτι ανεπαρκές. Ενδεχομένως λοιπόν τα σωματίδια HDL να προστατεύουν την καρδιά κυρίως με άλλο τρόπο. Ορισμένες μελέτες έχουν βρει ότι τα σωματίδια HDL είναι αντιαθηροσκληρωτικά και αντιθρομβωτικά, π.χ. συνεισφέρουν στη σύνθεση του μονοξειδίου του αζώτου (ΝΟ). Επίσης έχουν αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και αντιμολυσματικές ιδιότητες εξουδετερώνοντας τις ενδοτοξίνες. Από την άλλη μεριά, η γλυκοζυλίωση και η οξείδωση των πρωτεϊνών που απαρτίζουν την HDL μπορεί να μειώνει αυτές τις θετικές ιδιότητες.
Όπως και στην περίπτωση της LDL, ίσως μια απλή μέτρηση της χοληστερόλης δεν αντανακλά πλήρως το ρόλο των σωματιδίων HDL. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι ο αριθμός των σωματιδίων HDL παρέχει περισσότερο όφελος από τη μέτρηση της χοληστερόλης. Μια χαμηλή τιμή της HDL χοληστερόλης μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα μειωμένο αριθμό σωματιδίων HDL. Επίσης, σε αντίθεση με τα μικρά, πυκνά, σωματίδια της LDL που είναι πιο επικίνδυνα, τα μικρά, πυκνά σωματίδια της HDL φαίνεται πως παρέχουν μεγαλύτερο όφελος.
Τα αγόρια και τα κορίτσια έχουν παρόμοια επίπεδα HDL χοληστερόλης αλλά μετά την εφηβεία αρχίζει να υπάρχει μια διαφορά και τελικά οι άνδρες έχουν χαμηλότερη ποσότητα από τις γυναίκες σε όλες τις επόμενες ηλικιακές ομάδες. Οι άνδρες τείνουν επίσης να έχουν μικρότερου μεγέθους σωματίδια σε σύγκριση με τις γυναίκες. Σύμφωνα με τις τρέχουσες συστάσεις τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης πρέπει να είναι στους άνδρες πάνω από τα 40 mg/dL και στις γυναίκες πάνω από τα 50 mg/dL.
Όπως έχουν δείξει οι μελέτες, για κάθε 1 mg/dl αύξηση στην HDL χοληστερίνη υπάρχει ένας χαμηλότερος κίνδυνος για έμφραγμα κατά 3-4%. Στη περίφημη μελέτη Φράμιγχαμ, τα χαμηλά επίπεδα της HDL ήταν ο πλέον εν δυνάμει παράγοντας κινδύνου ξεπερνώντας σε σημασία ακόμα και τα υψηλά επίπεδα της LDL. Οι μέχρι τώρα μελέτες δείχνουν ότι η HDL χοληστερίνη είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας πρόβλεψης καρδιακών προσβολών όταν βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Αλλά όταν βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα. Η σχέση μεταξύ του επιπέδου της HDL χοληστερόλης και του στεφανιαίου κινδύνου φαίνεται να εξαντλείται στα 1,6 mmol/l (60 mg/dL) και είναι αβέβαιο προς το παρόν αν η αύξηση πέραν αυτής της ποσότητας είναι επωφελής.
Κάποιοι πάντως πιστεύουν ότι η HDL χοληστερόλη μπορεί να μην έχει αιτιώδη σχέση με την καρδιακή υγεία και απλώς να απεικονίζει άλλους παράγοντες που αποτελούν την πραγματική αιτία (π.χ. το κάπνισμα μειώνει την HDL ενώ η άσκηση την αυξάνει).
Μια καναδική μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2016 εξέτασε δεδομένα που αφορούσαν σχεδόν 631.800 άτομα μέσης ηλικίας 57 ετών από την περιοχή του Οντάριο, εκ των οποίων πέθαναν 17.952 από κάθε αιτία μέσα σε πέντε χρόνια. Από την ανάλυση προέκυψε ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες με χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης είχαν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν έναντι εκείνων που είχαν τιμές χοληστερόλης μεταξύ 40 και 70 mg/dL (βλέπε το παρακάτω διάγραμμα για τον ανδρικό πληθυσμό).
Η μελέτη επίσης έδειξε ότι τιμές της HDL πάνω από 70-75 mg/dL για τους άνδρες και πάνω από 90 mg/dL για τις γυναίκες δεν είναι επιθυμητές, καθώς τα άτομα με τόσο υψηλή «καλή» χοληστερόλη είναι πιθανότερο να πεθάνουν από μη καρδιαγγειακά αίτια. Δεν είναι απολύτως κατανοητό γιατί οι πολύ υψηλές τιμές της HDL έχουν αρνητικό αντίκτυπο αλλά ίσως να συνδέονται με τη κατανάλωση αλκοόλ το οποίο έχει την ιδιότητα να αυξάνει την HDL χοληστερίνη ακόμα και σε μέτρια δοσολογία.
CETP και φάρμακα
Κατά την αντίστροφη μεταφορά χοληστερόλης θεωρείται πως παίζει σημαντικό ρόλο μια πρωτεΐνη που ονομάζεται CETP (cholesterol ester transfer protein). Πρόκειται για μια γλυκοπρωτεΐνη που εκκρίνεται κυρίως από το συκώτι, κυκλοφορεί στο αίμα και δεσμεύεται από τα σωματίδια HDL. Η CETP έχει μια αρνητική συνέπεια, προωθεί την μεταφορά της χοληστερόλης από τα σωματίδια HDL στα σωματίδια LDL, δηλαδή μετατρέπει την καλή χοληστερόλη σε κακή.
Αν κάποιος δεν παράγει μεγάλη ποσότητα CETP έχει υψηλότερη HDL χοληστερόλη και χαμηλότερη LDL χοληστερόλη. Μια μελέτη σε ποντίκια έδειξε ότι η αναστολή της CETP είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η HDL χοληστερόλη και να μειωθεί η αθηροσκλήρωση. Ακολούθως, φάνηκε ότι σε ορισμένα άτομα, λόγω μεταλλάξεων σε γονίδια, η δράση της CETP ήταν μειωμένη, η HDL χοληστερόλη ήταν αυξημένη και η συχνότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου χαμηλότερη. Έχει ενδιαφέρον ότι αρκετοί οι Ιάπωνες έχουν υψηλότερα επίπεδα HDL χοληστερόλης λόγω μιας γενετικής ανεπάρκειας στην παραγωγή της πρωτεΐνης CETP.
Κατόπιν αυτών των παρατηρήσεων έγιναν προσπάθειες να βρεθούν φάρμακα που εμποδίζουν τη δραστηριότητα της CETP και ένα από αυτά ήταν το torcetrapib. Σε μελέτες που έγιναν σε ανθρώπους το torcetrapib είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της HDL χοληστερόλης ακόμα και 100% καθώς και τη μείωση της LDL χοληστερίνης κατά 40%. Σε μια μελέτη που περιέλαβε 15,067 ασθενείς με υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο, οι μισοί λάμβαναν καθημερινά τη στατίνη atorvastatin μαζί με 60 mg torcetrapib και οι άλλοι μισοί atorvastatin με ένα εικονικό φάρμακο. Στα άτομα που λάμβαναν torcetrapib, υπήρξε αύξηση κατά 72% στην HDL χοληστερόλη και μείωση 25% στην LDL χοληστερόλη, ένα εκ πρώτης όψεως θεαματικό αποτέλεσμα. Όμως η μελέτη τερματίστηκε πρόωρα γιατί υπήρχαν 58% περισσότεροι θάνατοι στην ομάδα του torcetrapib.
Έτσι, τα φάρμακα που στόχευαν τη μείωση της CETP και είχαν θεωρηθεί μια τις σημαντικότερες εξελίξεις των τελευταίων 15 χρόνων εγκαταλείφθηκαν από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Τελικά, η αναστολή της CETP μπορεί να είναι επιβλαβής και να προκαλεί αυξημένο κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου έστω κι αν προκαλεί ένα καλύτερο προφίλ λιπιδίων.
Διατροφή και άσκηση
Για την ώρα ο τρόπος για να αυξηθεί η καλή χοληστερόλη είναι με τη διατροφή, την άσκηση και την διακοπή του καπνίσματος. Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει απόδειξη ότι μια παρέμβαση που αυξάνει τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, ανεξάρτητα από τους άλλους παράγοντες κινδύνου.
Οι διαλυτές ίνες που βρίσκονται σε ολόκληρους σπόρους, π.χ. στη βρώμη, στα φρούτα και τα λαχανικά, οδηγούν τόσο σε μείωση της LDL χοληστερόλης όσο και σε αύξηση της HDL χοληστερόλης. Τα λιπαρά ψάρια όπως ο σολομός και οι σαρδέλες που περιέχουν ωμέγα-3 αυξάνουν την HDL και να μειώσουν τα τριγλυκερίδια. Μερικές μικρές μελέτες έχουν δείξει ότι βοηθούν οι χυμοί από βακκίνιο, πορφυρό σταφύλι και ρόδι. Η μαύρη σοκολάτα (70% ή περισσότερο σε περιεκτικότητα κακάο) επίσης. Τα περισσότερα κορεσμένα λίπη αυξάνουν την HDL αλλά και την LDL χοληστερόλη. Τα τρανς λιπαρά μειώνουν την HDL και αυξάνουν την LDL κάνοντας πολύ μεγαλύτερο κακό από τα κορεσμένα.
Η τακτική αερόβια άσκηση (π.χ. περπάτημα, τζόκινγκ, κολύμβηση, ποδηλασία) η οποία αυξάνει τον καρδιακό ρυθμό για 20-30 λεπτά, ίσως είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την αύξηση των επιπέδων της HDL χοληστερόλης. Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η διάρκεια της άσκησης, παρά η ένταση, είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας αλλά και τα δύο έχουν συνδεθεί με ευεργετικές επιδράσεις στα λιπίδια. Η αερόβια άσκηση μπορεί να αυξήσει την HDL χοληστερόλη κατά 5% μέσα σε 2 μήνες, βελτιώνοντας τα επίπεδα LDL και μειώνοντας τα τριγλυκερίδια. Η μείωση του σωματικού βάρους επίσης μπορεί να βοηθήσει να αυξήσετε τα επίπεδα HDL: για κάθε 3 κιλά που χάνετε, η HDL σας μπορεί να αυξηθεί 1-2 mg/dl. To αλκοόλ αυξάνει την επίπεδα HDL χοληστερίνης ακόμα και με μέτρια κατανάλωση.
Τέλος, μια χημική ουσία που βρίσκεται στα τσιγάρα, η ακρολεΐνη, έχει αρνητική επίδραση στην HDL χοληστερόλη οδηγώντας σε υψηλότερα συνολικά επίπεδα ολικής χοληστερόλης. Η διακοπή του καπνίσματος μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της HDL κατά 10%. Το μεταβολικό σύνδρομο και ο διαβήτης τύπου 2 μειώνουν την HDL και αυξάνουν τα τριγλυκερίδια.
Πηγή: Translation of High-Density Lipoprotein Function Into Clinical Practice, 2013.