Η αύξηση του λίπους της μέσης, και ειδικά του σπλαχνικού λίπους που βρίσκεται στο εσωτερικό της κοιλιάς, σχετίζεται με νεοεμφανιζόμενους και επιδεινούμενους παράγοντες κινδύνου καρδιακής νόσου, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στην Journal of the American College of Cardiology από Αμερικανούς ερευνητές.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που έχουν περίσσεια κοιλιακού λίπους στη μέση τους τείνουν να αντιμετωπίζουν υψηλότερους κινδύνους καρδιακών παθήσεων σε σύγκριση με ανθρώπους που έχουν λίπος σε άλλα σημεία του σώματος, όπως π.χ. στους γοφούς.
Αυτή η μελέτη πρόσθεσε νέα στοιχεία για το ότι οι τοπικές λιπαρές αποθέσεις είναι επιβλαβείς και επιπλέον υποδηλώνει ότι η πυκνότητα του σπλαχνικού λίπους (που μετρήθηκε με CT (Computerized tomography: αξονική τομογραφία) έχει την ίδια σημασία με το πόσο λίπος έχετε. Γενικά, όσο υψηλότερη είναι η περιεκτικότητα σε λίπος, τόσο μικρότερη είναι η πυκνότητα του λίπους που εμφανίζεται στην CT σάρωση.
“Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον είναι ότι βρήκαμε πως η αύξηση της ποσότητας του λίπους στο στομάχι και η χαμηλότερη πυκνότητα του λίπους συνδέεται με επιδείνωση των παραγόντων κινδύνου για καρδιακή νόσο -ακόμα και αφού υπολογίσαμε πόσο βάρος αποκτήθηκε”, δήλωσε η Caroline Fox, πρώην ερευνήτρια στο National Heart Lung and Blood Institute και επικεφαλής της μελέτης. “Αυτό δεν το ξέραμε πριν.”
Η πυκνότητα του λίπους
Η Fox είπε ότι η πυκνότητα του λίπους έχει ιδιαίτερη σημασία. “Η μέτρηση της πυκνότητας του λίπους είναι ένας νέος δείκτης που πρέπει να κατανοήσουμε”, ανέφερε. “Το χρησιμοποιήσαμε ως έμμεση μέτρηση της ποιότητας του λίπους και διαπιστώσαμε ότι οι χαμηλότερες τιμές συνδέονταν με μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακής νόσου”.
Οι ερευνητές προσπάθησαν να βρουν αν υπήρχε σχέση μεταξύ των ανατομικών μεταβολών στο λίπος της κοιλιάς -του όγκου και της πυκνότητάς του- με μια ευρεία σειρά παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων κατά τη διάρκεια της μελέτης που κράτησε έξι χρόνια. Χρησιμοποίησαν την αξονική τομογραφία για να εκτιμήσουν πόσο κοιλιακό λίπος είχε συσσωρευτεί, τη θέση του και την πυκνότητά του σε 1.106 συμμετέχοντες στη μελέτη Framingham Heart Study. Τα άτομα αυτά είχαν λάβει μέρος σε μια ευρύτερη μελέτη για τη μέτρηση της ασβεστίου της στεφανιαίας και της κοιλιακής αορτής. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 45 έτη και το 44% ήταν γυναίκες.
Μετρήθηκαν τόσο το υποδόριο λιπώδες λίπος (αυτό που είναι κάτω από το δέρμα) όσο και το σπλαχνικό λίπος (αυτό που βρίσκεται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα). Κατά μέσο όρο, στη διάρκεια της εξαετούς περιόδου παρακολούθησης, οι συμμετέχοντες αύξησαν 22% το υποδόριο λίπος και κατά 45% το σπλαχνικό λίπος.
Οι αυξήσεις στην ποσότητα του λίπους και η μείωση της πυκνότητας του λίπους συσχετίστηκαν με δυσμενείς μεταβολές στον κίνδυνο καρδιακής νόσου: αύξηση των τριγλυκεριδίων και της αρτηριακής πίεσης. Η σχέση ήταν ακόμη πιο έντονη για το σπλαχνικό λίπος σε σύγκριση με το υποδόριο λίπος. Τα άτομα με μεγαλύτερη αύξηση στο σπλαχνικό λίπος παρουσίασαν σημαντική αύξηση των στο σάκχαρο του αίματος και στα τριγλυκερίδια ενώ μειώθηκε η HDL (καλή χοληστερόλη).
Τα ευρήματα υποστηρίζουν ένα αυξανόμενο σύνολο στοιχείων που υποδεικνύει ότι η τοποθεσία και ο τύπος των αποθέσεων λίπους μπορούν να παράσχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο καρδιακής νόσου που δεν μπορεί να αποκαλυφθεί από μια απλή μέτρηση του Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI).
Η Fox είπε ότι πρέπει να γίνει περισσότερη δουλειά για να κατανοηθεί τι ρόλο παίζει η πυκνότητα του λίπους και γιατί σχετίζεται με τις συνέπειες της παχυσαρκίας (π.χ. υπέρταση, υψηλή χοληστερόλη, διαβήτης τύπου 2, φλεγμονή και αντίσταση στην ινσουλίνη).