Το έλαιο της καρύδας (Coconut Oil) είναι πιο ανθυγιεινό από το ζωικό λίπος υποστηρίζουν Αμερικανοί καρδιολόγοι καθώς περιέχει κατά μεγάλο ποσοστό κορεσμένο λίπος το οποίο αυξάνει την LDL χοληστερόλη. Οι σχετικές αναφορές γίνονται στο περιοδικό Circulation, της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας (AHA).
Το έλαιο της καρύδας προωθείται τα τελευταία χρόνια ως υγιεινό. Έτσι στην τελευταία της ανασκόπηση η AHA για το ρόλο των λιπαρών έκανε ειδική αναφορά στο λάδι της καρύδας. Όπως αναφέρεται στην ανασκόπηση, ο λόγος είναι ότι μια πρόσφατη δημοσκόπηση βρήκε ότι το 72% του αμερικανικού κοινού και το 37% των διατροφολόγων αξιολόγησε το λάδι της καρύδας ως υγιεινό.
Να σημειωθεί ότι το έλαιο της καρύδας θεωρείται εδώ και χρόνια από την AHA ως ανθυγιεινό. Το γεγονός ότι ένα τόσο υψηλό ποσοστό διατροφολόγων έχει αντίθετη γνώμη σημαίνει ότι επίδραση των απόψεών της έχει εξασθενίσει. Ένας λόγος είναι ότι πρόσφατες μετα-αναλύσεις έδειξαν ότι το κορεσμένο λίπος ίσως τελικά δεν κάνει τόσο κακό όσο πιστευόταν κάποτε. Σύμφωνα με την AHA το έλαιο της καρύδας θεωρείται από πολλούς υγιεινό εξαιτίας του μάρκετινγκ των εταιρειών που το παράγουν.
Το 82% των λιπαρών του ελαίου της καρύδας είναι κορεσμένα και αυτό το ποσοστό είναι υψηλότερο από του βουτύρου (63%), του λίπους στο μοσχαρίσιο κρέας (50%) και στο λαρδί (39%), δηλαδή στο χοιρινό λίπος. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι το έλαιο της καρύδας μπορεί να αυξήσει την LDL χοληστερόλη λόγω των κορεσμένων λιπαρών του.
Να σημειωθεί ωστόσο ότι ένα κορεσμένο λιπαρό, το στεατικό οξύ, ρίχνει τη χοληστερόλη -το στεατικό οξύ αποτελεί περίπου το 25% των κορεσμένων λιπαρών που καταναλώνουμε, ωστόσο στο έλαιο της καρύδας αποτελεί μόνο το 3%.
Σύμφωνα με τη λογική της ΑΗΑ το έλαιο της καρύδας είναι χειρότερο από το βούτυρο το οποίο περιλαμβάνει κατά 12% στεατικό οξύ, από το λαρδί που περιλαμβάνει στεατικό οξύ κατά 14% και το βοδινό λίπος που περιέχει στεατικό οξύ κατά 19%. Επιπλέον, τα ζωικά λίπη περιέχουν σε αρκετά μεγαλύτερα ποσοστά το μονοακόρεστο ελαϊκό οξύ που επίσης ρίχνει την LDL χοληστερόλη -το έλαιο καρύδας περιέχει μόνο 6% ελαϊκό οξύ.
Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρει η AHA, υπήρξε μια μελέτη που έδειξε μεγαλύτερη άνοδο της χοληστερόλης από την κατανάλωση βουτύρου σε σχέση με την άνοδο που προκάλεσε το έλαιο της καρύδας.
Οι ειδικοί της AHA σημειώνουν ότι μελέτες παρατήρησης σε πολλούς πληθυσμούς έχουν δείξει ότι η μειωμένη κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών, σε συνδυασμό με αυξημένη κατανάλωση πολυακόρεστων και μονοακόρεστων λιπαρών, σχετίζεται με μειωμένα ποσοστά καρδιαγγειακών προβλημάτων.
Να σημειωθεί ότι αρχικά οι έρευνες είχαν δείξει ότι μόνο τα πολυακόρεστα ωμέγα-6 λιπαρά (π.χ. καλαμποκέλαιο, ηλιέλαιο, σογιέλαιο) ρίχνουν τη χοληστερόλη όταν αντικαθιστούν τα κορεσμένα λιπαρά. Έτσι μόνο τα πολυακόρεστα έλαια είχαν θεωρηθεί υγιεινά ενώ το ελαιόλαδο θεωρήθηκε ουδέτερο.
Όμως κανείς πληθυσμός στην ιστορία δεν κατανάλωνε ποτέ πολλά ωμέγα-6 λιπαρά όπως είχε προτείνει η AHA ενώ έρευνες σε ζώα έδειξαν ότι μπορεί να ευθύνονται για καρκίνους.
Τελικά, νέες μελέτες έδειξαν ότι και το μονοακόρεστο ελαιόλαδο ρίχνει την κακή χοληστερόλη (LDL) όταν αντικαθιστά τα κορεσμένα λιπαρά. Αυτός ήταν ο λόγος που, έστω και καθυστερημένα, προτάθηκε η Μεσογειακή Διατροφή ως υγιεινή έναντι μιας δυτικού τύπου διατροφής με πολλά ωμέγα-6 λιπαρά. Ορισμένοι πιστεύουν ότι αν οι ΗΠΑ παρήγαγαν ελαιόλαδο και όχι σογιέλαιο και καλαμποκέλαιο, η αξία των Μεσογειακής Διατροφής θα είχε αναγνωριστεί από τη δεκαετία του 1950 ενώ τα πολυακόρεστα ωμέγα-6 λιπαρά ποτέ δεν θα είχαν αποκτήσει τη καλή φήμη που είχαν για πολλά χρόνια.
Πηγή: Dietary Fats and Cardiovascular Disease: A Presidential Advisory From the American Heart Association.