Αν και μπορεί να ακούγεται περίεργο, ο καρκίνος σχετίζεται με τον διαβήτη. Οι ειδικοί το έχουν παρατηρήσει εδώ και δεκαετίες. Πρόσφατα, μια ανασκόπηση Ολλανδών επιστημόνων κατέληξε στη διαπίστωση ότι οι ασθενείς με διαβήτη είχαν κατά 23% αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και κατά 38% αύξηση του κινδύνου θανάτου από τη νόσο σε σύγκριση με τους μη-διαβητικούς ασθενείς. Η αιτία ωστόσο γι’ αυτή τη σχέση παραμένει ακόμα άγνωστη.
Κατά μέσο όρο, ένα άτομο 50 ετών με διαβήτη θα πεθάνει έξι χρόνια πριν από κάποιον που δεν πάσχει από αυτή την πάθηση, σύμφωνα με μια μελέτη του 2011 που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό «The New England Journal of Medicine». Οι καρδιακές παθήσεις, το εγκεφαλικό επεισόδιο και άλλες αγγειακές παθήσεις είναι η αιτία για το μεγαλύτερο ποσοστό των πρόωρων θανάτων.
Ωστόσο, ένα απρόσμενα υψηλό ποσοστό (40%) αποδίδεται σε μια σειρά από άλλες παθήσεις, όπως καρκίνος στο συκώτι, στο πάγκρεας, στις ωοθήκες, στο παλύ έντερο, στους πνεύμονες, στην ουροδόχο κύστη και στους μαστούς, καθώς επίσης και σε παθήσεις των πνευμόνων, του συκωτιού και των νεφρών, πνευμονία και άλλες μολύνσεις.
Στις πληροφορίες περιλαμβάνονται δεδομένα από σχεδόν 10 μελέτες στις οποίες συμμετείχαν περισσότερα από 800.000 άτομα. Οι συντάκτες παρατήρησαν υψηλούς δείκτες τραυμάτων στους διαβητικούς, τα οποία πιστεύουν ότι μπορούν να προκαλέσουν διαβητικές επιπλοκές σχετικές με την όραση και την ισορροπία, όπως η αμφιβληστροειδοπάθεια και η διαβητική νευροπάθεια.
Επίσης, οι διαβητικοί συχνά εκδηλώνουν ψυχικές νόσους, όπως η κατάθλιψη. Μεταξύ άλλων, στους διαβητικούς παρατηρήθηκαν υψηλότεροι δείκτες αυτοκτονιών σε σχέση με τα άτομα που δεν πάσχουν από διαβήτη. Αυτές οι ανακαλύψεις υπογραμμίζουν την ανάγκη να γίνουν περισσότερες μελέτες για να κατανοηθούν οι σύνθετες συνέπειες του διαβήτη, καθώς και πόσο σημαντική είναι η αντιμετώπιση των σωματικών και ψυχικών προβλημάτων που προκαλεί ο διαβήτης και όχι μόνο της ίδιας της πάθησης.
Ο καρκίνος
Τα στοιχεία για τη συσχέτιση διαβήτη και καρκίνου χρονολογούνται απ’ τη δεκαετία του 1950, όταν δημοσιεύθηκαν οι πρώτες παρατηρήσεις. Ωστόσο μόλις τα τελευταία χρόνια συγκεντρώθηκαν στοιχεία από πολλές μελέτες και τεκμηριώθηκε η συσχέτιση.
Τα στοιχεία ήταν αρκετά ισχυρά ώστε οι δύο μεγαλύτερες ενώσεις της ογκολογίας και της διαβητολογίας στις ΗΠΑ, να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να δουν τι ακριβώς συμβαίνει.
Οι διαβητικοί διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο να εκδηλώσουν καρκίνο του ήπατος, του παγκρέατος και του ενδομητρίου (το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας). Επιπλέον, έχουν 20-50% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρκίνο του παχέος εντέρου, του μαστού και της ουροδόχου κύστεως, αλλά και άλλες μορφές καρκίνου σε σύγκριση με τους μη διαβητικούς. Για τον καρκίνο του προστάτη ο κίνδυνος φαίνεται ότι είναι χαμηλότερος, αν και άλλα νεώτερα στοιχεία το διαψεύδουν.
Στους κοινούς παράγοντες κινδύνου για καρκίνο και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 συμπεριλαμβάνονται η ηλικία (μεγάλη), το φύλο (άνδρες), η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή, η πλούσια σε θερμίδες διατροφή, η κατάχρηση αλκοόλ και το κάπνισμα. Ωστόσο ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτό που αυξάνει τον κίνδυνο για καρκίνο μπορεί να είναι η αντίσταση των ιστών στην δράση της ινσουλίνης που οδηγεί σε υπερινσουλιναιμία. Η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που βοηθά τον μεταβολισμό του σακχάρου αλλά έχει και αναβολικές ιδιότητες: βοηθά τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων – και ο καρκίνος οφείλεται στον ανεξέλεγκτο κυτταρικό πολλαπλασιασμό.
Από την άλλη πλευρά, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Lund, στη Σουηδία, βρήκαν πως τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι υψηλά ενεργοποιείται ένα γονίδιο που λέγεται TCF και αυτό εμποδίζει τη δράση ενός άλλου γονιδίου, του p53, το οποίο αναχαιτίζει τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμού των κυττάρων – δηλαδή την καρκινογένεσης. Το γονίδιο p53 έχει συσχετισθεί, μεταξύ άλλων, με την προστασία από τους καρκίνους του παχέος εντέρου και του ήπατος.
Από την άλλη μεριά, ενδέχεται και ο καρκίνος να αποτελεί αιτία διαβήτη. Σε μια πρόσφατη ελληνική μελέτη φάνηκε ότι είναι ποιο συχνή η εμφάνιση διαβήτη μετά από χρήση χημειοθεραπείας, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις καρκίνου του παχέος εντέρου και του μαστού.