Τα αυξημένα επίπεδα του ουρικού οξέος στο αίμα είναι ένα συνηθισμένο εύρημα σε ασθενείς με υψηλή αρτηριακή πίεση, αντίσταση στην ινσουλίνη, παχυσαρκία και καρδιαγγειακή νόσο.
Το ουρικό οξύ είναι το τελικό προϊόν του μεταβολισμού των ενώσεων πουρίνης. Επίσης, πολλά φάρμακα, που χρησιμοποιούνται συχνά σε ασθενείς με καρδιακές παθήσεις, όπως η λοσαρτάνη, τα διουρητικά, οι β-αναστολείς ή το ακετυλοσαλικυλικό οξύ, μπορούν να ευνοήσουν την αύξηση του ουρικού οξέος.
Η περιεκτικότητα του ουρικού οξέος στο αίμα αυξάνεται με την ηλικία. Συγκεντρώσεις πάνω από 6,8-7 mg/dL, οδηγούν σε υπερουριχαιμία η οποία έχει αιτιώδη σχέση με την ουρική αρθρίτιδα. Ο επιπολασμός της ουρικής αρθρίτιδας αυξάνεται περίπου κατά τέσσερις φορές φτάνοντας στο 4,1% στην ηλικία των 75 ετών.
Η μειωμένη αποτελεσματικότητα της απέκκρισης του ουρικού οξέος μέσω των νεφρών είναι υπεύθυνη για περίπου το 85-90% της υπερουριχαιμίας η οποία μπορεί επίσης να εμφανιστεί, αλλά σε μικρότερο βαθμό, από την υπερπαραγωγή ουρικού οξέος λόγω πρόσληψης πλούσιων σε πουρίνες τροφές, κατάχρησης αλκοόλ ή από καταστάσεις που συνδέονται με υψηλό κυτταρικό κύκλο (μεγάλη καταστροφή κυττάρων όγκου, ψωρίαση κλπ).
Ο ρόλος του ουρικού οξέος ως παράγων κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο έχει συζητηθεί εκτεταμένα για πολλά χρόνια αλλά είναι αμφιλεγόμενο αν είναι ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου. Η υπερουριχαιμία συνδέεται στενά με το μεταβολικό σύνδρομο και μπορεί να είναι συνέπεια της αντίστασης στην ινσουλίνη η οποία μειώνει την απέκκριση στα ούρα. Πάντως, συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα για αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ακόμα και 40%. Όσοι έχουν παρουσιάσει επεισόδιο ουρικής αρθρίτιδας έχουν 25% αυξηµένο κίνδυνο για καρδιαγγειακό θάνατο.
Ακόμη και σε ασθενείς χωρίς ιστορικό καρδιακής νόσου ή εγκεφαλικού επεισοδίου, το αυξημένο ουρικό οξύ συσχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Αύξηση του ουρικού οξέος στο αίμα κατά 1 mg/dL συμβάλλει στην αύξηση κατά 12% του κινδύνου θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο. Αυτή η σχέση πιστεύεται ότι είναι ισχυρότερη στις γυναίκες.
Η σχέση μεταξύ της υπερουριχαιμίας και της καρδιαγγειακής νόσου CV έχει διαπιστωθεί από την πρώτη δεκαετία του 1900. Στη δεκαετία του 1960, διαπιστώθηκε σχέση μεταξύ ουρικού οξέος και αρτηριακής υπέρτασης καθώς μελέτες αποκάλυψαν ότι το 26% των μη θεραπευμένων υπερτασικών ασθενών με φυσιολογική νεφρική λειτουργία είχαν αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα. Υψηλά επίπεδα σε ουρικό οξύ σε νεαρή ηλικία προβλέπουν τη µελλοντική ανάπτυξη υπέρτασης.
Το ουρικό οξύ του αίματος συσχετίζεται στενά με τα τριγλυκερίδια αίματος και την περιφέρεια της μέσης. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα μπορούν να προβλέψουν την ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2. Πάντως, στον διαβήτη, το ουρικό οξύ του αίματος είναι συχνά χαμηλό λόγω των επιδράσεων της γλυκοζουρίας (ύπαρξη γλυκόζης στα ούρα) που αυξάνει την απέκκρισης του ουρικού οξέος.
Ορισμένες μελέτες, αλλά όχι όλες, έχουν δείξει ότι το ουρικό οξύ συνδέεται με αυξημένη έκταση αθηροσκλήρωσης. Υπάρχουν υπόνοιες ότι το ουρικό οξύ μπορεί να κάνει την αθηρωματική πλάκα πιο ευπαθή -η αθηρωματική πλάκα περιέχει σημαντική ποσότητα ουρικού οξέος. Επιπλέον, το ουρικό οξύ ίσως να συμβάλει στην ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων και του σχηματισμού θρόμβωσης στο τοίχωμα της αρτηρίας κάτι που συνδέεται με αυξημένο για εύθραυστη αθηρωματική πλάκα.
Αν και το ουρικό οξύ έχει αντιοξειδωτικές ιδιότητες έξω από τα κύτταρα, μέσα στα κύτταρα μπορεί να αυξάνει το οξειδωτικό στρες. Επίσης μπορεί να προκαλεί ενδοθηλιακή δυσλειτουργία μέσω ποικίλων μηχανισμών, να προάγει τη φλεγμονή και την αγγειοσυστολή.
Σήμερα δεν υπάρχουν συστάσεις για τη διαχείριση της υπερουριχαιμίας όταν αυτή δεν δίνει συμπτώματα (π.χ. δεν προκαλεί ουρική αρθρίτιδα) αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει στο μέλλον, αν αποδειχτεί ότι υπάρχει αιτιώδης σχέση με τα καρδιαγγειακά επεισόδια ή άλλες παθήσεις. Παρά τη συσχέτιση της υπερουριχαιμίας με τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, είναι αμφιλεγόμενο το κατά πόσον το ουρικό οξύ είναι ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας καρδιαγγειακής νόσου. Απαιτούνται μελέτες παρέμβασης για να καθοριστεί εάν τα επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα και οι καρδιαγγειακές παθήσεις συνδέονται με σχέση αιτίας – αποτελέσματος.