Μια νορβηγική έρευνα διατροφικής παρέμβασης εγείρει ερωτήματα σχετικά με την εγκυρότητα της διατροφικής υπόθεσης που κυριαρχεί εδώ και μισό αιώνα: ότι το διατροφικό λίπος και ιδιαίτερα το κορεσμένο λίπος είναι ανθυγιεινό για τους περισσότερους ανθρώπους. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The American Journal of Clinical Nutrition.
Η μελέτη με επωνυμία FATFUNC, η οποία έγινε από ερευνητές στο κέντρο έρευνας KG Jebsen για το διαβήτη στο Πανεπιστήμιο του Μπέργκεν, βρήκε εντυπωσιακά παρόμοιες επιπτώσεις στην υγεία από τις δίαιτες που βασίζονται είτε σε λιπαρά είτε σε υδατάνθρακες. Πάντως, είχε μικρή δημοσιότητα στις ΗΠΑ καθώς δεν υποστηρίζει την άποψη ότι το κορεσμένο λίπος κάνει κάποιο ιδιαίτερο κακό στην υγεία.
Στην τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή, έλαβαν μέρος 38 άντρες ηλικίας 30-50 ετών για διάστημα 12 εβδομάδων, οι οποίοι είχαν κοιλιακή παχυσαρκία και περιφέρεια μέσης πάνω από 98 εκατοστά.
Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν ένα διαιτητικό σχήμα είτε υψηλό σε υδατάνθρακες είτε υψηλό λίπος εκ του οποίου το 50% περίπου ήταν κορεσμένο. Και οι δύο ομάδες είχαν παρόμοιες προσλήψεις συνολικών θερμίδων, πρωτεϊνών, και πολυακόρεστων λιπαρών οξέων. Οι τύποι τροφίμων ήταν οι ίδιοι και διέφεραν κυρίως σε ποσότητα ενώ η κατανάλωση προστιθέμενης ζάχαρης ελαχιστοποιήθηκε.
Πιο συγκεκριμένα, στην ομάδα των υδατανθράκων το 53% των θερμίδων προέρχονταν από τους υδατάνθρακες, το 17% (90 γρ.) από τις πρωτεΐνες και το 30% (70 γρ.) από το λίπος, σύμφωνα με τις τυπικές οδηγίες μιας υγιεινής δυτικής διατροφής. Στην ομάδα του λίπους, το 10% των θερμίδων προέρχονταν από τους υδατάνθρακες (50 γρ.), το 17% (90 γρ.) από τις πρωτεΐνες και το 73% (170 γρ.) από το λίπος. Τα δύο διαιτολόγια προσέφεραν συνολικά 2.090 θερμίδες.
Όλοι οι άνδρες, και στις δύο ομάδες, έλαβαν οδηγίες να αποφύγουν τα τρανς λιπαρά, τα φυτικά λίπη, τη ζάχαρη και τα τρόφιμα με προσθήκη ζάχαρης. Επίσης να περιορίσουν την πρόσληψη πολύ επεξεργασμένων τροφίμων και φυτικών ελαίων με υψηλή περιεκτικότητα σε ωμέγα-6 λιπαρά οξέα.
Το σωματικό λίπους στην περιοχή της κοιλιάς, στο συκώτι και στην καρδιά μετρήθηκε με ακριβείς αναλύσεις, ενώ μετρήθηκαν επίσης και ορισμένοι βασικοί παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις.
“Η πολύ υψηλή πρόσληψη συνολικού και κορεσμένου λίπους δεν αύξησε τον υπολογιζόμενο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων”, ανέφερε ο καθηγητής καρδιολογίας Ottar Nygård που συνέβαλε στη μελέτη. Οι ίδιος είπε: “Οι συμμετέχοντες στην ομάδα με τα πολλά λίπη είχαν σημαντικές βελτιώσεις σε διάφορους σημαντικούς καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου, όπως η έκτοπη αποταμίευση λίπους, η αρτηριακή πίεση, τα τριγλυκερίδια, η ινσουλίνη και το σάκχαρο του αίματος”.
Βελτίωση καρδιακών δεικτών
Μετά από τρεις μήνες υπήρχαν παρόμοια αποτελέσματα στις δύο ομάδες. Οι δύο δίαιτες μείωσαν περίπου το ίδιο την περιφέρεια της μέσης (κατά 11-13 εκατοστά), την κοιλιακή υποδόρια λιπαρή μάζα (κατά 1650-1850 κυβικά εκατοστά) και την σπλαχνική λιπαρή μάζα (κατά 1350-1650 κυβικά εκατοστά). Το συνολικό σωματικό βάρος μειώθηκε κατά 11-12 κιλά.
“Εξετάσαμε τις επιδράσεις του συνολικού και του κορεσμένου λίπους στο πλαίσιο μιας υγιεινής διατροφής πλούσιας σε φρέσκα θρεπτικά τρόφιμα, χαμηλής επεξεργασίας, που περιελάμβανε αρκετά λαχανικά και ρύζι έναντι τροφίμων με βάση το αλεύρι», είπε η υποψήφια διδάκτωρ Vivian Veum που συμμετείχε στη μελέτη.
“Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η αρχή της υγιεινής διατροφής δεν πρέπει να είναι η ποσότητα του λίπους ή των υδατανθράκων, αλλά η γενική ποιότητα των τροφίμων που καταναλώνουμε”, ανέφερε ο υποψήφιος διδάκτωρ Johnny Laupsa-Borge.
Τα κορεσμένα λιπαρά έχουν θεωρηθεί ότι προάγουν τις καρδιαγγειακές παθήσεις αυξάνοντας την “κακή” χοληστερόλη LDL στο αίμα. Αλλά ακόμη και με την υψηλή πρόσληψη κορεσμένου λίπους στη μελέτη FATFUNC, οι συγγραφείς δεν βρήκαν σημαντική αύξηση της LDL χοληστερόλης. Αντίθετα, η “καλή” χοληστερόλη αυξήθηκε μόνο στη δίαιτα με πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά.
“Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι περισσότεροι υγιείς άνθρωποι μάλλον μπορούν να ανεχτούν μια υψηλή πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών, εφ ‘ όσον η συνολική ποιότητα του λίπους είναι καλή και η συνολική πρόσληψη θερμίδων δεν είναι υπερβολικά υψηλή”, είπε ο Ottar Nygård.
“Οι μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να εξετάσουν ποιοι άνθρωποι ή ασθενείς μπορεί να χρειαστεί να περιορίσουν την πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών”, είπε ο επίκουρος καθηγητής Simon Nitter Dankel, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης μαζί με τον διευθυντή των εργαστηριακών κλινικών καθηγητή Gunnar Mellgren στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Haukeland Bergen, της Νορβηγίας.
Οι ισχυρισμοί για την υγεία που σχετίζονται με την κατανάλωση λιπών είχαν γίνει υπερβολικοί, ανέφερε ο Dankel. Μπορεί να είναι πιο σημαντικό για τη δημόσια υγεία να ενθαρρυνθούν οι μειώσεις στα μεταποιημένα προϊόντα με βάση το αλεύρι, τα τρανς λιπαρά και τα τρόφιμα με προσθήκη ζάχαρης.
Οι ερευνητές έγραψαν στο συμπέρασμά τους: “Η πρόσληψη ενέργειας κατά κύριο λόγο από υδατάνθρακες ή από λίπος για τρεις μήνες δεν επηρέασε διαφορετικά το σπλαχνικό λίπος και το μεταβολικό σύνδρομο στο πλαίσιο μιας δίαιτας χαμηλής επεξεργασίας, και χαμηλού γλυκαιμικού διατροφικού πλαισίου. Τα δεδομένα μας δεν υποστηρίζουν την ιδέα ότι το διαιτητικό λίπος αυτό καθεαυτό προάγει την έκτοπη λιπαρότητα και το καρδιομεταβολικό σύνδρομο στους ανθρώπους”.
Πηγές: 1. Visceral adiposity and metabolic syndrome after very high–fat and low-fat isocaloric diets 2. The scientific report guiding the US dietary guidelines: is it scientific? 3. Is Butter Back?