Τα καρδιαγγειακά πλεονεκτήματα που συνδέονται με τη μεσογειακή διατροφή είναι γνωστά αλλά τώρα μια μεγάλη επιδημιολογική έρευνα, που διεξήχθη από ομάδα Ιταλών ερευνητών υπό την καθοδήγηση του επιδημιολόγου Giovanni de Gaetano, αποκαλύπτει ότι τα οφέλη αυτά επηρεάζονται έντονα από την κοινωνικοοικονομική θέση των ανθρώπων.
Η μελέτη έδειξε ότι η μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου παρατηρείται μόνο σε άτομα με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο ή μεγαλύτερο εισόδημα. Δεν παρατηρήθηκαν ουσιαστικά οφέλη για τις λιγότερο ευνοημένες ομάδες.
Αυτό το απρόσμενο συμπέρασμα, σύμφωνα με τι οποίο μόνο οι κοινωνικά προνομιούχοι στην πραγματικότητα ωφελούνται από τη μεσογειακή δίαιτα, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό International Journal of Epidemiology από ερευνητές του ιταλικού Νευρολογικού Μεσογειακού Ινστιτούτου IRCCS Neuromed.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν στοιχεία για 18.991 άνδρες και γυναίκες άνω των 35 ετών, στο πλαίσιο της μελέτης Moli-sani. Στη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης που ήταν 4,5 χρόνια καταγράφηκαν 256 καρδιαγγειακά επεισόδια (207 καρδιακά και 49 εγκεφαλικά). Διαπιστώθηκε πως όσοι ακολουθούσαν τη μεσογειακή διατροφή, είχαν, κατά μέσο όρο, 15% μικρότερο κίνδυνο εκδήλωσης καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Όμως η νέα έρευνα βρήκε -και αυτό διατυπώνεται για πρώτη φορά- ότι τα οφέλη της μεσογειακής διατροφής δεν είναι τα ίδια για όλους τους ανθρώπους. Επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από την κοινωνικοοικονομική κατάσταση ενός ανθρώπου.
Πιο συγκεκριμένα, οι κάτοχοι πανεπιστημιακών ή και μεταπτυχιακών τίτλων διέτρεχαν κατά 57% μικρότερο κίνδυνο καρδιαγγειακού επεισοδίου ενώ όσοι είχαν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα πάνω από 40.000 ευρώ είχαν 61% λιγότερες πιθανότητες καρδιαγγειακού επεισοδίου. Τα οφέλη για τους ανθρώπους με χαμηλότερο εισόδημα και μικρότερη μόρφωση, τα οφέλη για την καρδιαγγειακή υγεία είναι πολύ μικρότερα ή ανύπαρκτα.
“Τα καρδιαγγειακά οφέλη που συνδέονται με τη μεσογειακή διατροφή σε ένα γενικό πληθυσμό είναι γνωστά”, ανέφερε η Marialaura Bonaccio ερευνήτρια στο Τμήμα Επιδημιολογίας και Πρόληψης και πρώτη συγγραφέας της μελέτης. Ωστόσο, για πρώτη φορά η μελέτη μας αποκάλυψε ότι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μπορούν να τροποποιήσουν τα πλεονεκτήματα υγείας που συνδέονται με τη μεσογειακή διατροφή. Με άλλα λόγια, ένα άτομο χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης που αγωνίζεται να ακολουθήσει ένα μεσογειακό μοντέλο είναι απίθανο να έχει τα ίδια πλεονεκτήματα ενός ατόμου με υψηλότερο εισόδημα, παρά το γεγονός ότι και οι δύο να τηρούν την ίδια υγιεινή διατροφή”.
Βιολογικά και προϊόντα ολικής άλεσης
Οι ερευνητές του Neuromed προχώρησαν περισσότερο και προσπάθησαν να εξηγήσουν τους πιθανούς μηχανισμούς που δημιουργούν η διαφορά.
“Λαμβάνοντας υπόψη μια συγκρίσιμη τήρηση της μεσογειακής διατροφής, οι πιο ευνοημένες ομάδες είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναφέρουν έναν μεγαλύτερο αριθμό δεικτών υψηλής διατροφής σε σύγκριση με άτομα χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης”, ανέφερε η Licia Iacoviello, εκ των συγγραφέων της μελέτης.
Για παράδειγμα, μεταξύ όσων ανέφεραν την καλύτερη προσήλωση στη μεσογειακή διατροφή (όπως μετράται με μια βαθμολογία που περιλαμβάνει φρούτα, ξηρούς καρπούς, λαχανικά, όσπρια, δημητριακά, ψάρι, λίπη, κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα και πρόσληψη αλκοόλ), τα άτομα υψηλού εισοδήματος κατανάλωναν προϊόντα πλουσιότερα σε πολυφαινόλες και μονοακόρεστα λιπαρά ενώ είχαν μεγαλύτερη ποικιλία στην επιλογή φρούτων και λαχανικών. Ήταν επίσης πιο πιθανό να καταναλώνουν δημητριακά ολικής άλεσης ή βιολογικά προϊόντων και να ακολουθούν τις προτιμώμενες μεθόδους μαγειρέματος π.χ. λιγότερα τηγανητά. Οι ερευνητές βρήκαν ότι πλούσιοι και μορφωμένοι ήταν πιο πιθανό να λαμβάνουν μεγαλύτερη ποσότητα βιταμίνης D, ασβέστιο και φυτικές ίνες. Όλα αυτά οδήγησαν τους ερευνητές να πουν ότι η ποιότητα των τροφίμων μπορεί να είναι εξίσου σημαντική για την υγεία με τη συχνότητα πρόσληψης των μεσογειακών τροφών.
Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να πει κανείς ότι η μεσογειακή διατροφή είναι υγιεινή αν οι τροφές έχουν χαμηλή θρεπτική αξία, ανέφεραν οι ερευνητές.
Ωστόσο η διαφορά θα μπορούσε να οφείλεται και σε άλλες διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ πλουσίων και φτωχών π.χ. στο επίπεδο του στρες ή στους τόπους διαβίωσης, και όχι στη διατροφή καθ’ εαυτή, ανέφερε ο Timothy Chico, λέκτορας Καρδιαγγειακής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.