Ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ συνδέουν το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης με 17 κυτοκίνες -πρωτεΐνες σηματοδότησης του ανοσοποιητικού συστήματος- των οποίων οι συγκεντρώσεις στο αίμα συσχετίζονται με τη σοβαρότητα της νόσου.
Το εύρημα αποδεικνύει ότι η φλεγμονή είναι ο οδηγός αυτής της μυστηριώδους πάθησης.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2017 στο περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences, και συμβάλλει στην περαιτέρω κατανόηση της νόσου, η διάγνωση της οποίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη.
Πάνω από 1 εκατομμύριο άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες υποφέρουν από το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, γνωστό και ως μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα. Πρόκειται για μια ασθένεια χωρίς γνωστή θεραπεία.
Τρεις στους τέσσερις ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης είναι γυναίκες, για λόγους που δεν είναι κατανοητοί. Eμφανίζεται πιο συχνά σε δύο ηλικιακές περιόδους: στους νέους ηλικίας 15-20 ετών και στους ενήλικες μεταξύ 30- 35 ετών. Η κόπωση μπορεί να διατηρείται για δεκαετίες.
“Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης μπορεί να μετατρέψει μια παραγωγική δραστηριότητα σε μια ζωή εξάρτησης και ερήμωσης”, ανέφερε ο Jose Montoya, καθηγητής μολυσματικών ασθενειών, και εκ των συγγραφέων της μελέτης. “Ορισμένες αυθόρμητες ανακτήσεις εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, αλλά σπάνια κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρξει αφότου η πάθηση έχει διαρκέσει περισσότερο από πέντε χρόνια”.
Ένας άλλος συγγραφέας της μελέτης, ο Mark Davis, καθηγητής ανοσολογίας και μικροβιολογίας ανέφερε: “Υπήρξε μεγάλη διαμάχη και σύγχυση γύρω από την μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα, ακόμα και αν πρόκειται για πραγματική ασθένεια. Τα ευρήματά μας δείχνουν σαφώς ότι πρόκειται για μια φλεγμονώδη νόσο και παρέχουν μια σταθερή βάση για μια διαγνωστική εξέταση αίματος”.
Πολλοί, αλλά όχι όλοι, ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης εμφανίζουν κοινά συμπτώματα που σχετίζονται με φλεγμονώδεις ασθένειες, ανέφερε ο Montoya. Αλλά τα συμπτώματα του συνδρόμου διαφέρουν σημαντικά από άνθρωπο σε άνθρωπο. Μερικές φορές εκδηλώνεται με καρδιακά προβλήματα, ως πνευματική εξασθένιση, άλλες φορές με δυσπεψία, διάρροια, δυσκοιλιότητα, μυϊκούς πόνους, και ευαισθησία στους λεμφαδένες. Οι πάσχοντες συχνά επισκέπτονται πολλούς γιατρούς σε μια προσπάθεια να προσδιορίσουν τι ακριβώς συμβαίνει.
Ο Montoya, συνάντησε τον πρώτο ασθενή του το 2004 και δεν ξέχασε ποτέ αυτή την εμπειρία. «Έχω δει τον τρόμο που προκαλεί αυτή η νόσος σε εκατοντάδες ασθενείς. Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης συζητιέται εδώ και 35 χρόνια, και μερικές φορές έχει περιγραφεί ως ψυχολογική κατάσταση, αλλά δεν είναι καθόλου φανταστικό”.
Τα αντιιικά, τα αντιφλεγμονώδη και τα ανοσοδιαμορφωτικά φάρμακα οδηγούν σε κάποια βελτίωση των συμπτωμάτων σε ορισμένες περιπτώσεις, ανέφερε ο Montoya. Ωστόσο, δεν έχει απομονωθεί κανένας παθογόνος παράγοντας που μπορεί να συνδεθεί με το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Προηγούμενες προσπάθειες για τον εντοπισμό ανοσολογικών ανωμαλιών πίσω από την ασθένεια έχουν συναντήσει αντιφατικά και συγκεχυμένα αποτελέσματα.
Η σποραδική αποτελεσματικότητα των αντιιικών και των αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ώθησε τον Montoya να διεξάγει μια συστηματική μελέτη για να διαπιστώσει εάν η φλεγμονή συνδέεται με την ασθένεια όπως υποδείκνυαν ορισμένες προηγούμενες έρευνες.
Κυτοκίνες και φλεγμονή
Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε δείγματα αίματος από 192 ασθενείς του Montoya, καθώς και από 392 υγιή άτομα ελέγχου. Η μέση ηλικία των ασθενών και των μαρτύρων ήταν περίπου 50. Η μέση διάρκεια των συμπτωμάτων των ασθενών ήταν κάπως μεγαλύτερη από 10 χρόνια. Ο σχεδιασμός της μελέτης έλαβε υπόψη την σοβαρότητα και τη διάρκεια της ασθένειας των ασθενών.
Κατά τη σύγκριση των ασθενών έναντι της ομάδας ελέγχου, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μόνο δύο από τις 51 κυτοκίνες που εξέτασαν ήταν πολύ διαφορετικές. Οι ερευνητές διαπίστωσαν όμως ότι οι συγκεντρώσεις 17 κυτοκινών μπορούσαν να εξηγήσουν τη σοβαρότητα της νόσου. Οι 13 από αυτές ήταν προφλεγμονώδεις.
Στους ασθενείς, ο μετασχηματικός αυξητικός παράγοντας β (Transforming growth factor beta) ήταν σε υψηλότερα επίπεδα. Συχνά αυτή η κυτοκίνη θεωρείται αντιφλεγμονώδης και όχι προφλεγμονώδης. Αλλά είναι γνωστό ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έχει προφλεγμονώδη χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων καρκίνων. Οι ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης έχουν υψηλότερη από τη φυσιολογική συχνότητα εμφάνισης λεμφώματος, ενός καρκίνου του λεμφικού συστήματος, και ο Montoya υποθέτει ότι αυτή η κυτοκίνη μπορεί να συνδέεται με το σύνδρομο.
Από την άλλη μεριά, η ρεζιστίνη (resistin) ή αντιστασίνη ήταν σε χαμηλότερα επίπεδα. Η ρεζιστίνη είναι μια ορμόνη του λιπώδους ιστού που ανακαλύφθηκε το 2001 και ονομάστηκε έτσι λόγω της αντίστασης στην ινσουλίνη που εμφάνιζαν ποντίκια που είχαν ενεθεί με αυτή. Ο λιπώδης ιστός παράγει διάφορες ορμόνες που ελέγχουν το μέγεθός του όπως π.χ. η λεπτίνη, η ρεζιστίνη κ.α.
Μία άλλη κυτοκίνη της οποίας τα επίπεδα αντιστοιχούσαν στη σοβαρότητα της νόσου ήταν η λεπτίνη. Πιο γνωστή ως σηματοδότης του κορεσμού της πείνας στον εγκέφαλο, η λεπτίνη είναι επίσης μια προφλεγμονώδης ουσία. Γενικά, η λεπτίνη είναι πιο άφθονη στο αίμα των γυναικών από ό, τι στους άνδρες, γεγονός που θα μπορούσε να αναδείξει γιατί οι γυναίκες εμφανίζουν πιο συχνά το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης.