Η τακτική κατανάλωση καρυδιών μπορεί να αποδειχθεί επωφελής για την υγεία του πεπτικού συστήματος διότι συμβάλλει στην αύξηση των καλών βακτηρίων του εντέρου, σύμφωνα με μελέτη ερευνητών του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Λουϊζιάνα των ΗΠΑ.
Η μελέτη έγινε σε ποντίκια και θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι τα ίδια αποτελέσματα ισχύουν στους ανθρώπους.
Η Lauri Byerley και οι συνεργάτες της υποστηρίζουν ότι τα καρύδια δρουν ως πρεβιοτικά συντελώντας στη θρέψη και ανάπτυξη των καλών βακτηρίων που διατηρούν υγιές το πεπτικό σύστημα.
Πρεβιοτικά ονομάζονται οι τροφές που στηρίζουν τα ωφέλιμα βακτήρια του εντέρου μας, δηλαδή τα προβιοτικά. Μέχρι τώρα, καλές πρεβιοτικές τροφές θεωρούνται η ινουλίνη η και οι γαλακτοολιγοσακχαρίτες που απομονώνονται από το γάλα.
Η ερευνήτρια ανέφερε: «Η υγεία του πεπτικού είναι ένα ενδιαφέρον πεδίο έρευνας. Η μεγαλύτερη βακτηριακή ποικιλία συντελεί σε καλύτερη υγεία, ενώ η μικρή ποικιλία έχει σχετιστεί με καταστάσεις, όπως η παχυσαρκία και τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου. Η μελέτη μας δείχνει ότι μια διατροφή με καρύδια αυξάνει την ποικιλία των βακτηρίων του εντέρου».
Στα πειράματα που έκαναν οι επιστήμονες υπέβαλαν για 10 εβδομάδες μια διατροφή σε αρουραίους που είτε περιείχε καρύδια σε ποσότητα που στον άνθρωπο αντιστοιχεί σε μισό φλιτζάνι, είτε μια διατροφή χωρίς καρύδια.
Η εμπλουτισμένη με καρύδια διατροφή συντέλεσε στην αύξηση των ωφέλιμων βακτηρίων Lactobacillus, Roseburia και Ruminococcaceae.
Εξηγώντας την επωφελή επίδραση των καρυδιών στην υγεία του πεπτικού συστήματος, η Byerley είπε ότι τα βιοενεργά συστατικά των συγκεκριμένων ξηρών καρπών συντελούν στο καλό αποτέλεσμα.
«Τα καρύδια είναι οι μόνοι ξηροί καρποί που περιέχουν σημαντική ποσότητα άλφα-λινολεϊκού οξέος (2,5 γραμμάρια ανά 28 γραμμάρια καρυδιών), ενώ είναι πλούσια πηγή πρωτεΐνης (4 γραμμάρια τη μερίδα) και φυτικών ινών (2 γραμμάρια τη μερίδα)», είπε η Byerley.
Αλλά έσπευσε να τονίσει ότι θα χρειαστεί περαιτέρω έρευνα για το θέμα, καθώς τα αποτελέσματα στα ποντίκια συχνά διαφέρουν από αυτά στους ανθρώπους.
Η χρηματοδότηση της μελέτης έγινε από το California Walnut Commission και το Αμερικανικό Ινστιτούτο Έρευνας για τον Καρκίνο.