Το σωματικό βάρος που θα πάρει μία γυναίκα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να επηρεάσει την άμεση και την μακροπρόθεσμη υγεία τόσο της ίδιας όσο και του μωρού της.
«Πολλές γυναίκες αρχίζουν την εγκυμοσύνη με λίγα ή πολλά περιττά κιλά ή/και παίρνουν περισσότερο βάρος απ’ όσο είναι καλό για την υγεία τους», λέει ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ.
«Μελέτες έχουν δείξει ότι η πιθανότητα να παρουσιαστούν επιπλοκές της κύησης και του τοκετού είναι χαμηλότερες όταν η αύξηση του σωματικού βάρους της εγκύου δεν υπερβαίνει
κάποια όρια. Η παχυσαρκία στην εγκυμοσύνη είναι ριψοκίνδυνη για τη μητέρα και το μωρό, αφού αυξάνει τις πιθανότητες για διαβήτη κύησης, υπέρταση κύησης, καισαρική τομή, γενετικές ανωμαλίες ή ακόμα και θάνατο του εμβρύου. Επιπρόσθετα, αν η γυναίκα είναι παχύσαρκη έγκυος, το παιδί της έχει αυξημένη πιθανότητα να γίνει παχύσαρκο όταν μεγαλώσει».
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι διεθνείς υγειονομικοί οργανισμοί όπως το Institute of Medicine των ΗΠΑ έχουν εκδώσει κατευθυντήριες οδηγίες για την αύξηση του βάρους στην εγκυμοσύνη, με βάση τον ΔΜΣ (Δείκτη Μάζας Σώματος) της γυναίκας.
Τα όρια της αύξησης του βάρους της γυναίκας που κυοφορεί ένα έμβρυο είναι (για τελειόμηνη κύηση):
- Αν είναι λιποβαρής: 13 έως 18 κιλά,
- Αν έχει φυσιολογικό βάρος: 11 έως 16 κιλά,
- Αν είναι υπέρβαρη: 7 έως 11 κιλά,
- Αν είναι παχύσαρκη: 5 έως 9 κιλά.
«Σε γενικές γραμμές, οι έγκυοι χρειάζονται μεταξύ 2.200 και 2.900 θερμίδες
την ημέρα. Ωστόσο δεν πρέπει να φθάνουν μονομιάς σε αυτές τις θερμίδες,
αλλά να αυξάνουν σταδιακά, καθώς μεγαλώνει το μωρό, όσες καταναλώνουν»,
λέει ο δρ. Βασιλόπουλος.