Τα τεχνητά γλυκαντικά μπορεί να σχετίζονται με μακροπρόθεσμη αύξηση του σωματικού βάρους και αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας, διαβήτη, υψηλής αρτηριακής πίεσης και καρδιακής νόσου, σύμφωνα με μια ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Canadian Medical Association Journal.
Η θέση της αμερικανικής Academy of Nutrition and Dietetics είναι ότι τα γλυκαντικά μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της πρόσληψης ενέργειας ως στρατηγική για τη διαχείριση του βάρους ή της γλυκόζης του αίματος. Ωστόσο, ορισμένες μελέτες βρήκαν το παράδοξο να αυξάνεται το σωματικό βάρος με την κατανάλωσή τους μακροπρόθεσμα.
Τα τεχνητά γλυκαντικά είναι χημικές ή φυσικές ουσίες που προστίθενται σε τροφές ή ροφήματα προσφέροντας γλυκιά γεύση και αντικαθιστώντας τη ζάχαρη. Επειδή είναι πολύ πιο γλυκά από τη ζάχαρη, χρειάζεται πολύ μικρότερη ποσότητα για να προκαλέσουν το ίδιο γλυκό αποτέλεσμα. Τελικά παρέχουν ελάχιστες ή καθόλου θερμίδες.
Τα τεχνητά γλυκαντικά, όπως η ασπαρτάμη, η σουκραλόζη και η στέβια έγιναν πολύ δημοφιλή τα τελευταία χρόνια. Σε μια δημοσκόπηση του 2008, πάνω από το 30% των Αμερικανών ανέφεραν ημερήσια πρόσληψη γλυκαντικών και αυτό το ποσοστό αυξάνεται.
Αλλά όλο και περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι έχουν αρνητικές επιδράσεις στον μεταβολισμό της γλυκόζης, στο μικροβίωμα του εντέρου και στην όρεξη, αν και τα στοιχεία είναι αντικρουόμενα.
Επιπλέον, μελέτες που αφορούν ζώα βρήκαν ότι η χρόνια έκθεση σε γλυκαντικά οδηγεί σε αυξημένη κατανάλωση τροφίμων, αύξηση του σωματικού βάρους και αυξημένο λιπώδη ιστό.
Άγνωστη η μακροπρόθεσμη επίδραση
Ερευνητές του University of Manitoba’s George & Fay Yee Centre for Healthcare Innovation αξιολόγησαν στοιχεία από 37 δημοσιευμένες μελέτες, οι οποίες αφορούσαν συνολικά πάνω από 400.000 άτομα, για 10 χρόνια, κατά μέσο όρο. Από αυτές, μόνο επτά ήταν τυχαιοποιημένες δοκιμές και αφορούσαν 1.003 άτομα το οποία είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση για έξι μήνες, κατά μέσο όρο.
Τα αποτελέσματα διέφεραν μεταξύ των μελετών και η ανασκόπηση, δεν διαπίστωσε μακροπρόθεσμη θετική επίδραση των τεχνητών γλυκαντικών στην απώλεια βάρους. Αντίθετα, βρήκε ότι η κατανάλωσή τους μπορεί να συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο αύξησης του βάρους, της παχυσαρκίας, της υπέρτασης, του διαβήτη, της καρδιακής νόσου και άλλων προβλημάτων υγείας.
«Παρά το γεγονός ότι εκατομμύρια άτομα καθημερινά καταναλώνουν τεχνητές γλυκαντικές ουσίες, σχετικά ελάχιστα άτομα έχουν συμπεριληφθεί στις μελέτες γι’ αυτά τα προϊόντα. Εμείς παρατηρήσαμε ότι τα στοιχεία από κλινικές μελέτες δεν αποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι υπάρχουν οφέλη ως προς τη διαχείριση του βάρους», ανέφερε ο Ryan Zarychanski, επίκουρος καθηγητής Επιστημών Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα. Η επίκουρη καθηγήτρια Meghan Azad, που συμμετείχε στη μελέτη συμπλήρωσε: «Χρειάζεται προσοχή στην κατανάλωση των τεχνητών γλυκαντικών ουσιών μέχρι να μπορέσουμε να αποφανθούμε για την πλήρη επίδρασή τους στην υγεία».
Η Azad ήδη διεξάγει μια μελέτη για το πώς η κατανάλωση τεχνητών γλυκαντικών ουσιών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης επηρεάζει το βάρος, τον μεταβολισμό και το εντερικό μικροβίωμα των μωρών.
Να σημειωθεί ότι υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για τον ρόλο των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών στον έλεγχο και τη διαχείριση του διαβήτη. Μια πρόσφατη μελέτη που παρουσιάστηκε το 2017 στο 35ο Διεθνές Συμπόσιο για τον Διαβήτη και τη Διατροφή έδειξε ότι δεν υπάρχει κάποια αρνητική επίδραση στη γλυκόζη του αίματος και στην ινσουλίνη λόγω κατανάλωσης σακχαρίνης, ασπαρτάμης και σουκραλόζης. Αντίθετα το σιρόπι καλαμποκιού υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη (HFCS) αύξησε την αντίσταση στην ινσουλίνη και προκάλεσε ηπατική στεάτωση.
Μια άλλη μελέτη που έγινε το 2016 και αφορούσε μυγάκια φρούτων και ποντίκια έδειξε ότι η σουκραλόζη επηρεάζει τους μηχανισμούς ρύθμισης της όρεξης και της αντίληψης της γεύσης, οδηγώντας ενδεχομένως σε πρόσληψη περισσότερων θερμίδων.
Την ίδια χρονιά, μια άλλη μελέτη, σε ανθρώπους αυτή τη φορά, έδειξε ότι η τακτική κατανάλωση αναψυκτικών αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, ακόμα κι αν αυτά περιέχουν τεχνητά γλυκαντικά και όχι ζάχαρη. Ο κίνδυνος για διαβήτη τύπου 2 αυξανόταν από το πρώτο ποτήρι (200 ml) αναψυκτικού, κατά 21% όταν περιείχε ζάχαρη και κατά 18% όταν δεν περιείχε ζάχαρη, σε σύγκριση με την αποχή από αναψυκτικά.