Το πόσο μεγάλο ή χορταστικό πιστεύουμε ότι είναι ένα γεύμα επηρεάζει την ποσότητα των συνολικών θερμίδων που θα καταναλώσουμε μέσα στην ημέρα, σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε σε συνέδριο της Βρετανικής Εταιρείας Ψυχολογίας.
Παρότι δόθηκε το ίδιο πρωινό σε όλους, οι συμμετέχοντες κατανάλωσαν διαφορετικές ποσότητες στη διάρκεια της ημέρας επηρεαζόμενοι από το πόσο μεγάλο νόμιζαν ότι ήταν το πρωινό και παρότι η έκκριση γκρελίνης ήταν ίδια.
Προηγούμενες μελέτες έχουν διερευνήσει την επίδραση που έχει στην ποσότητα της κατανάλωσης η προσδοκία του κορεσμού της πείνας από υγρά ή ημιστερεά φαγητά. Οι προσδοκίες αυτές έχουν αποδειχθεί ότι είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ποσότητα που τρώνε οι άνθρωποι σε ένα γεύμα.
Η τρέχουσα έρευνα δείχνει ότι ένα παρόμοιο αποτέλεσμα μπορεί να παρατηρηθεί όταν χρησιμοποιούνται και στερεά τρόφιμα (π.χ. μια ομελέτα) και ότι η επιρροή αυτών των προσδοκιών επηρεάζει τη συνολική πρόσληψη τροφής στη διάρκεια της ημέρας.
Ερευνητές του Sheffield Hallam University, με επικεφαλής τον Steven Brown, μελέτησαν 26 άτομα. Τους είχαν πει ότι θα έτρωγαν μια ομελέτα με δύο αβγά ή μια ομελέτα με τέσσερα αβγά, δύο διαφορετικά πρωινά. Στην πραγματικότητα όμως οι δυο ομελέτες περιείχαν τρία αβγά.
Όταν οι συμμετέχοντες πίστευαν ότι η ομελέτα ήταν μικρότερη, ανέφεραν ότι ήταν πολύ πιο πεινασμένοι μετά από δύο ώρες και κατανάλωσαν σημαντικά περισσότερη ποσότητα από ένα γεύμα ζυμαρικών που τους δόθηκε αργότερα. Συνολικά κατανάλωσαν περισσότερες θερμίδες στη διάρκεια της ημέρας σε σχέση με τις θερμίδες που οι ίδιοι οι συμμετέχοντες κατανάλωσαν όταν πίστευαν ότι έτρωγαν μια μεγαλύτερη ομελέτα.
Ο Brown είπε: “Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι προσδοκίες ενός προσώπου μπορούν να έχουν αντίκτυπο στα επακόλουθα συναισθήματα πείνας και πληρότητας και, σε κάποιο βαθμό, στην κατανάλωση θερμίδων αργότερα. Η εργασία μας βασίζεται σε αυτό με την εισαγωγή στερεών τροφών και μέτρησης της επακόλουθης κατανάλωση τέσσερις ώρες αργότερα, μια χρονική περίοδο ενδεικτική του χάσματος μεταξύ πρωινού και μεσημεριανού γεύματος. Μετρήσαμε την κατανάλωση των συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης ημέρας και διαπιστώσαμε ότι η συνολική πρόσληψη ήταν χαμηλότερη όταν οι συμμετέχοντες πίστευαν ότι είχαν φάει ένα μεγαλύτερο πρωινό”.
Η γκρελίνη
Κάτι πολύ ενδιαφέρον στη μελέτη ήταν ότι η διαφορά στο αίσθημα της πείνας δεν είχε σχέση με την γκρελίνη, μια ορμόνη που αυξάνει την πείνα.
Όταν οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα της γκρελίνης, φάνηκε ότι η αναφερόμενη πείνα από τους συμμετέχοντες και οι διαφορές στην μεταγενέστερη κατανάλωση -ανάλογα με το πόσα αυγά νόμιζαν ότι έτρωγαν- δεν επηρεάστηκε από αλλαγές στη γκρελίνη.
Με άλλα λόγια, αυτό που πιστεύουμε για το φαγητό είναι πιο σημαντικό από τους φυσιολογικούς παράγοντες που αντικειμενικά συνδέονται με το φαγητό. Οι προσδοκίες μας επηρεάζουν περισσότερο τα συναισθήματα της πείνας -και τελικά την πρόσληψη θερμίδων- απ’ ό,τι η φυσιολογία.